Thursday, 3 October 2013

Ποιήματα για την 28η Οκτωβρίου

Σαν σήμερα οι Έλληνες
απάντησαν το Όχι
και νίκησαν τους Ιταλούς
με το όπλο και τη λόγχη.

28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940
Μια μέρα φθινοπωρινή
Κρύα χωρίς λιακάδα
Οι Ιταλοί θελήσανε
Να πάρουν την Ελλάδα.
Μα οι Έλληνες απάντησαν
ΟΧΙ με ένα στόμα
Εχθρού ποδάρι δεν πατά
Στο Ελληνικό το χώμα.
Γιατ’ είναι χώμα ιερό
Με αίμα ποτισμένο
Κι από τα χρόνια τα παλιά
Δάφνες μυρτιές, σπαρμένο.

ΒΡΟΝΤΟΥΝ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ ΟΙ ΚΟΡΦΕΣ
Βροντούν της Πίνδου οι κορφές
κι αντιλαλούν τα καταράχια,
πλαγιές βροντούν, σπηλιές και βράχια
κι ως τ’ άστρα φτάνουν οι φωτιές

Και των Ελλήνων τα παιδιά
σαν αετοί ορμούν στη μάχη,
κάθε κορφή κι αετοράχη
φωτίζει τώρα η Λευτεριά.

Κι αστράφτει η λόγχη κι αντηχεί
μια τρομερή ιαχή “αέρα”
σαν τούτη τη μεγάλη μέρα
άλλη δε γνώρισε η ψυχή.

Τιμή σ’ αυτούς που βροντερά
είπανε το “ΟΧΙ” κάποια μέρα!
Τιμή σε εκείνους που “αέρα”
με στήθη φώναζαν γερά.


ΓΙΑ ΜΑΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
Για μας παιχνίδι ο πόλεμος και το ντουφέκι γλέντι.
Τα βόλια που σφυρίζουνε, δε σκιάζουν το λεβέντη.
Κι είναι χαρά, Πατρίδα μου, για σε να πολεμήσω
και τη ζωή που μού ‘δωσες, να σου τη δώσω πίσω.

Τώρα, που το άδικο του εχθρού με βασανίζει χέρι,
γέροι, γυναίκες και παιδιά, θε να γενούμε ταίρι.
Ένας στρατός, με μια καρδιά, σε μια φωνή θ’ ακούμε!
“Ελεύθερα πεθαίνουμε και δούλοι εμείς δε ζούμε”!

Οι Θερμοπύλες τό ‘δειξαν, τ’ Αρκάδια, οι Μαραθώνες
και τό ‘δαν και θαμπώθηκαν χώρες, λαοί και αιώνες.
Μες στην καρδιά με γράμματα, γραμμένο μια για πάντα
πάντ’ άσβηστο, πάντ’ άγρυπνο, θα ζει και το Σαράντα.


ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΕΛΛΑΔΑ
Άρματ’ αν σου λείπουν και κανόνια
σου περσεύει η πίστη κι η καρδιά.
Τρεις χιλιάδες ένδοξα όλα χρόνια
τη χρυσή σου αγιάζουν λευτεριά.


 Κι είναι κάθε χρόνος, κάθ’ αιώνας,
ένα στέφος άυλο, ένας στρατός.
Άνισος στα σίδερα ο αγώνας
άνισος και στα όπλα του φωτός.


Με τ’ αστραφτερό σου οπλίσου δίκιο,
χτύπησε τη βία θαρρετή.
Κάλλιο να’ χεις θάνατο αντρίκειο,
παρά να ζεις δίχως αρετή.


Μα, γλυκιά μου Ελλάδα, δεν πεθαίνεις,
όπως δεν επέθανες ποτέ.
Ζεις αιώνια κι όλους ανασταίνεις,
όταν ξαναλές “Μολών λαβέ”.


ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΜΕΡΑ
Ευλογημένη τρεις φορές
Του Οκτώβρη αυτή η μέρα,
Που διώξανε τους Ιταλούς
Απ’ την Ελλάδα πέρα.
Ευλογημένος ο λαός
που απάντησε το όχι
ευλογημένος ο στρατός
που με τη ξιφολόγχη,
πάνω στην Πίνδο έγραψε
«Ζήτω η ελευθερία»
Και μια σελίδα έγραψε
Χρυσή στην ιστορία.

ΖΗΤΩ ΖΗΤΩ
Ζήτω ζήτω του σαράντα
Η γενιά η τιμημένη,
Που στη μνήμη της πατρίδας
Αλησμόνητη θα μένει.
Στον τσολιά και στον φαντάρο
Η εικοστή ογδόη ανήκει
Γιατί αυτοί μας εχαρίσαν
Με το αίμα τους τη νίκη.

Η ΣΗΜΑΙΑ
Πάντα κι όπου σ’ αντικρίζω,
με λαχτάρα σταματώ
και περήφανα δακρύζω
ταπεινά σε χαιρετώ.

Δόξα αθάνατη στολίζει
κάθε θεία σου πτυχή
και μαζί σου φτερουγίζει
της Πατρίδας η ψυχή.

Όταν ξάφνου σε χαϊδεύει
τ’ αγεράκι τ’ αλαφρό,
μοιάζεις κύμα, που σαλεύει
με χιονόλευκο αφρό.

Κι ο σταυρός που λαμπυρίζει
στην ψηλή σου κορυφή
είν’ ο φάρος που φωτίζει
μιαν ελπίδα μας κρυφή.

Σε θωρώ κι αναθαρρεύω
και τα χέρια μου χτυπώ,
σαν αγία σε λατρεύω,
σαν μητέρα σ’ αγαπώ.

Κι απ’ τα στήθη μου ανεβαίνει
μια χαρούμενη φωνή
νά ‘σαι πάντα δοξασμένη,
ω! Σημαία γαλανή.


Η ΣΗΜΑΙΑ
Αυτό είναι το ιερό πανί, το γαλανό και τ’ άσπρο
κομμάτι απ’ ανοιξιάτικο και ξάστερο ουρανό
που’ ναι λευκό σαν τον αφρό, του κύματος που ανθίζει
σε περιγιάλι ολόμορφο, σε πέλαο μακρινό.

Αυτό είναι το ιερό πανί, που όταν περνάει μπροστά μας
υγραίνονται τα βλέφαρα και σπαρταράει η καρδιά.
Έκλαψαν μάτια και καρδιές, επάνω της κι οι κόρες
τις νύχτες την υφαίνανε κρυφά στον αργαλειό.

Είναι η σημαία τη βλόγησαν παπάδες μ’ άσπρα γένια
μες στης σκλαβιάς το τρίσβαθο κι απόκρυφο σχολειό
είναι μια αθάνατη πνοή, που ορμάει να ζωντανέψει
με ανατριχίλα ανέκφραστη το δίχρωμο πανί.


ΟΧΙ
Σήμερα η πατρίδα μας
Έχει γιορτή και πάλι
Γιορτάζει υπερήφανη
Μια νίκη της μεγάλη.
Σαν σήμερα οι Έλληνες
απάντησαν το Όχι
και νίκησαν τους Ιταλούς
με το όπλο και τη λόγχη.
Σαν σήμερα οι Έλληνες
τους Ιταλούς νικήσαν
και την ελευθερία τους
με αίμα εκερδίσαν.


ΣΤΡΑΤΟΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
Ας χαρούμε την Ελλάδα
Στου Χριστού το φως λουσμένη
Μιαν Ελλάδα ευτυχισμένη
Μιαν Ελλάδα δοξασμένη.


ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Στα βουνά της Αλβανίας
Της Ελλάδας τα παιδιά
Πολεμούνε τον εχθρό μας
Όλα τους με μια καρδιά

Πολεμούνε σαν λιοντάρια
Μπρος στην πρώτη τη γραμμή
Απ’ το χώμα μας μην πάρει
Ο εχθρός μια σπιθαμή.

Κάνουν τείχος τα κορμιά τους
Μην περάσει η σκλαβιά
Και προσφέρουν τη ζωή τους
Για τιμή και λευτεριά.

Δε φοβούνται ούτε βόλια
Ούτε χιόνι και βοριά
Και την πείνα τους ξεχνούνε
Πάντα για τη λευτεριά.

ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ
Ας τραγουδήσουμε παρέα
Τραγούδια για τη λευτεριά
Και ας υμνήσουμε και πάλι
τη δόξα την παλικαριά.
Τιμή και δόξα στην Ελλάδα
Που βροντοφώναξε το ΌΧΙ
Τιμή και δόξα στους φαντάρους
Που με το όπλο και τη λόγχη
Πολέμησαν μέσα στα χιόνια
Με μια ψυχή με μια καρδιά
Κι έδειξαν ότι δε νικάνε
Τα όπλα αλλά η καρδιά.

ΤΟ ΟΧΙ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑ
Στην ιστορία των λαών
σύμβολο θα’ ναι πάντα
οι Έλληνες, το ΟΧΙ τους
κι ο Οκτώβρης του Σαράντα!

Τ’ αηδόνι απ’ την Ανατολή
και τα πουλιά απ’ τη Δύση,
σ’ όλο τον κόσμο τραγουδούν
κι οι ουρανοί αντιλαλούν.

Πως πάλι η `Ελλάδα μια φορά
το δρόμο για τη Λευτεριά,
το δρόμο για τη Λευτεριά
στον άνθρωπο θα δείξει!

Στης Αλβανίας τα βουνά
κι απάνω στ’ άσπρο χιόνι,
της νιότης και της λεβεντιάς
ο ανθός με το αίμα της καρδιάς.

Γράφει πως πάντα εδώ θα ζει
του Λεωνίδα η ψυχή
του Λεωνίδα η ψυχή
και του Κολοκοτρώνη.


ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑ
Πάνω στης Πίνδου τις κορφές σε κάθε κόχη,
Βροντόλαλο αντιλάλησε το ΌΧΙ.
Κι όλοι το ξέρουν από τότε και για πάντα,
Αθάνατο πως είναι το Σαράντα!

kindykids

Μιλώντας για τη βία: Η σκοτεινή γοητεία του φασισμού - Η σχέση των νέων με τη βία

άπραγοι, σχεδόν, θεατές οι νέοι βιώνουν
τα περιστατικά βίας καθημερινά
της Στέλλας Οικονομάκη

Εν μέσω οικονομικής κρίσης, η βία έχει το ρόλο της και φυσικά κατέχει το δικό της χώρο. Εμφανίζεται στη σημερινή κοινωνία με πολλά πρόσωπα και σε διαφορετικά επίπεδα, το κοινωνικό, το οικονομικό και το πολιτικό είναι... κάποια από αυτά. Σε όλο αυτό το σκηνικό, άπραγοι, σχεδόν, θεατές είναι οι νέοι, οι οποίοι βιώνουν τα περιστατικά βίας καθημερινά.

Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω, μια φράση της Γαλάτειας Καζαντζάκη χρησιμοποίησε η κοινωνιολόγος Μαρία Παναγιωτάκη για να σχολιάσει τη σχέση των νέων με τη βία.

Οι έφηβοι, μια ιδιαίτερα ευαίσθητη ομάδα, βάλλονται και δέχονται βία συγκαλυμμένα ή απροκάλυπτα χωρίς τα απαραίτητα εφόδια να αντιδράσουν σε όλο αυτό. Ας μην ξεχνάμε ότι η εφηβεία είναι μια περίοδος ανακατατάξεων και εσωτερικών συγκρούσεων στη ζωή του ανθρώπου, σημειώνει η κυρία Παναγιωτάκη.

Συνεχίζει μιλώντας για ανύπαρκτους αξιακούς κώδικες τόσο της κοινωνίας όσο και της οικογένειας, ελλιπή ενημέρωση των εφήβων για όλους τους πιθανούς κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσουν. Οι νέοι μας χρειάζονται σταθερά σημεία αναφοράς ώστε να μπορέσουν να ελπίσουν, να πιστέψουν, να ονειρευτούν, πράγματα που ως κοινωνία δυστυχώς δεν τους τα παρέχουμε. Οι έφηβοι μας, το μελλοντικό μας αύριο, βιώνουν τη μοναξιά και την ανασφάλεια σήμερα για την καλή ζωή που δε θα μπορέσουν να ζήσουν αύριο.

Η βία εισπράττεται πολλάκις από τους εφήβους.
 

Ο συγκαλυμμένος τρόπος άλλωστε είναι το αναφαίρετο δικαίωμά τους να ονειρεύονται, να βλέπουν φωτεινό το μέλλον τους, να σχεδιάζουν και να είναι σε θέση να υλοποιήσουν όλα αυτά για τα οποία ζητούν να ζήσουν... Σε μια εποχή στερημένη από ελπίδα, προσπαθούν να ορθοποδήσουν, να νιώσουν κομμάτι μιας ζωής που συνεχίζεται.  
Η κυρία Παναγιωτάκη τονίζει τη σημασία του να μην θεωρούμε τους εφήβους απλώς μια ανήσυχη γενιά, να μην τους απαξιώνουμε. Ας θυμόμαστε ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν τις κουβαλούν, μα τις δανείζονται από εμάς.

Χρυσή Αυγή και περιστατικά βίας
Έχοντας ως αφετηρία τα τελευταία γεγονότα που διαδραματίζονται στη χώρα μας, η κυρία Παναγιωτάκη, μιλά για ένα σκοτεινό πλαίσιο γοητείας που σαγηνεύει τους νέους μας. Αυτή η άγρια ομορφιά του φασισμού με τις σκοτεινές και βίαιες πτυχές της πείθει τους νέους ότι κάπου ανήκουν, κάτι που είναι υψίστης σημασίας και το έχουν ανάγκη ως έφηβοι. Η δύναμη που τους προσφέρεται να εκφράσουν τα θέλω τους και να κάνουν μια ωραιοποιημένη επανάσταση σε όλα αυτά που καθημερινά τους πνίγουν και τους πληγώνουν...
Πως τελικά θα πορευθεί ετούτη η γενιά; 

Πως θα εξελιχθεί η ζωή τους; 
Τι τελικά τους συμβαίνει; 
Ατέρμονες συζητήσεις έχουν γίνει γύρω από τους εφήβους και τη βία μα κανείς ποτέ δεν έδωσε απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα που κλείνοντας θέτει η κυρία Παναγιωτάκη.

prismanews.gr

newsnow

Μια φθινοπωρινή κατασκευή με φύλλα!

Καλωσορίζουμε τον Οκτώβριο με μια φθινοπωρινή κατασκευή που μπορείτε να φτιάξετε με τα παιδιά σας εύκολα και γρήγορα. 
Βγείτε μια βόλτα στο κοντινό πάρκο και μαζέψτε μαζί με τα παιδιά διάφορα φύλλα που θα βρείτε πεσμένα. 
Εν συνεχεία, πηγαίνετε σπίτι και ετοιμαστείτε να φτιάξετε τις πιο πρωτότυπες ζωγραφιές.

Τι θα χρειαστείτε
φύλλα από δέντρα
χαρτόνι
κόλλα στιγμής


Θα πάρετε τα φύλλα και θα τα  κολλήσετε προσεκτικά στο χαρτόνι διαμορφώνοντας τις δικές σας φιγούρες και τα δικά σας σχέδια όπως δείχνει και η φωτογραφία!

Ο Τρύγος και τα Σταφύλια πηγαίνουν στο Νηπιαγωγείο!!

Ακολουθούν 55 χρήσιμες συνδέσεις για τον τρύγο, το σταφύλι, το κρασί... προερχόμενες από ελληνικά ιστολόγια και ιστοσελίδες συναδέλφων εκπαιδευτικών. 
Καλή πλοήγηση!
.

όλες οι συνδέσεις στην πηγή μας: taniamanesi-kourou

Τα έλεγε ο δάσκαλος στην τάξη, αλλά εγώ δεν τον άκουσα!!

Την περίοδο του Εθνικού διχασμού στην Κρήτη, ένας επιθεωρητής δημοτικής εκπαίδευσης ανέβαινε μ’ ένα μουλάρι σ’ ένα ορεινό και δύσβατο χωριό, για να επιθεωρήσει τον εκεί δάσκαλο.
.
Στο δρόμο που πήγαινε συναντά έναν αγωγιάτη και τον ρωτά:
«Δε μου λες, πατριώτη, ο δάσκαλος τι είναι; Βενιζελικός ή βασιλικός;».

«Βενιζελικός», απαντά ο αγωγιάτης.
«Α, το γαϊδούρι» σχολίασε ο επιθεωρητής.
Ο αγωγιάτης όμως ήταν Βενιζελικός και φίλος του δασκάλου και έτρεξε να μεταφέρει στο δάσκαλο τη στιχομυθία.
«Το και το, δάσκαλε. Σε είπε γαϊδούρι».

Την επομένη μπαίνει ο επιθεωρητής στην τάξη και ρωτά το δάσκαλο ποιο είναι το μάθημα της ημέρας.
«Τα σημεία της στίξεως», απαντά ο δάσκαλος.
«Ας δούμε, λοιπόν, τι ξέρουν τα παιδιά», λέει ο επιθεωρητής.
Ο δάσκαλος σήκωσε ένα μαθητή στον πίνακα, τον Σήφη, και του είπε να γράψει τη φράση:
Ο επιθεωρητής είπε, ο δάσκαλος είναι γαϊδούρι.
Αφού, έκπληκτος ο μαθητής, το έγραψε, τον ρωτά ο δάσκαλος:
«Ποιος είναι, παιδί μου, γαϊδούρι;».
«Ο δάσκαλος», ψέλλισε ο μαθητής.
«Και ποιος το είπε;».
«Ο επιθεωρητής, κύριε».
«Ωραία», είπε ο δάσκαλος. «Βάλε ακόμα ένα κόμμα».
Ο επιθεωρητής, είπε ο δάσκαλος, είναι γαϊδούρι.
Μόλις τελείωσε ο μαθητής, τον ρωτά ο δάσκαλος:
«Ποιος είναι τώρα, παιδί μου, το γαϊδούρι;».
«Ο επιθεωρητής», απαντά δειλά ο μαθητής.
«Και ποιος το είπε;»
«Ο δάσκαλος», απαντά ο μαθητής.

Οπότε στρέφεται ο δάσκαλος στην τάξη και λέει:
«Είδατε παιδιά τι κάνουν τα κόμματα; Πότε βγάζουν γάιδαρο τον επιθεωρητή και πότε το δάσκαλο»!

Στις μέρες μας, ο Σήφης, παππούς πλέον, καθισμένος στην πολυθρόνα του μπροστά στη τηλεόραση
άκουγε για νέες μειώσεις στις συντάξεις και μονολογεί:
-Όταν ήμουν μαθητής, άκουγα κάθε τόσο το δάσκαλο να μας λέει:
«Να προσέχετε τα κόμματα! Ένα λάθος κόμμα, μπορεί να σας χαλάσει τελείως τη σύνταξη!»
Έπρεπε να περάσουν εξήντα χρόνια για να καταλάβω τι εννοούσε.

«Ξέρεις ποιος είμαι ΕΓΩ ρε!»
(Η Ελλάδα και το Εγαίον πέλαγος)

[…]

Η πολεμική κραυγή «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;» -μια κραυγή που για την εκφορά της αρκούν τα δόντια και περιττεύει η γλώσσα- δεν εκστομίζεται μόνο από τους διάσημους, τους εξουσιούχους, τους κατέχοντες. Είναι ένα εμβατήριο γραμμένο στη μαγνητοταινία που παίζει η μηχανική ψυχή όλων μας. 

Με την ευκολία που έχουμε να αναβαθμίζουμε σε μείζον το παντελώς ασήμαντο, το τιποτένιο, μπορούμε να σφαχτούμε (κι όχι μόνο στα λόγια) για ο,τιδήποτε θα μας φαινόταν καταγέλαστο αν δεν είχε θολώσει ο νους και το βλέμμα μας: 
Για την προτεραιότητα ή για μια θέση παρκαρίσματος (άλλωστε ο εγωισμός μας όταν κυκλοφορεί εποχούμενος, όταν προστατεύεται από το τετράτροχο άρμα του, συντρίβει όλα τα δεσμά του λεγόμενου πολιτισμού), για μια καρέκλα στην πολυσύχναστη ταβέρνα που την πρόλαβε κάποιος άλλος, για τα νερά που   τρέχουν από το μπαλκόνι του γείτονα, για το μωρό που γκρινιάζει μεσημεριάτικα (θαρρείς κι είναι μαγνητόφωνο και μπορείς να του πατήσεις  το στοπ), για τη μπαλιά του πιτσιρικά που λάθεψε στην αμμουδιά και πέτυχε κάποιον λουόμενο ή ηλιοθεραπευόμενο (δεν γεννήθηκαν δα Ρονάλντο όλοι οι μπόμπιρες), για την απύθμενη αναίδεια του προκαθημένου μας στον θερινό κινηματογράφο που δεν λέει να σκύψει καίτοι ψηλέας η, ακόμη καλλίτερα να φύγει, για την ουρά στο λεωφορείο, στο φερι-μποτ, στα διόδια, στο σούπερ μάρκετ, στο φούρνο, στο περίπτερο. 
Πιστόλια ευτυχώς δεν κουβαλάμε ακόμη (ή μάλλον δεν κουβαλάμε όλοι μας, γιατί με το πρόσχημα των κλοπών όλο και περισσότεροι φροντίζουν να εξοπλίσουν την εκβιασμένη ανασφάλειά τους), αλλά και τα χέρια αρκούν, κι ύστερα, φονικότερο όπλο από τη γλώσσα και το βλέμμα δεν έχει ακόμη κατασκευαστεί, κι ούτε θα βρεθεί ποτέ.

Κι αλίμονο αν η αφέλειά σου ή η όψιμη, οικολογική σου ευαισθησία διανοηθεί να συστήσει σε κάποιον, με τον κομψότερο (ή και δουλικότερο) τρόπο, να μην πετάει με ανάλαφρη μαγκιά αναμμένο τσιγάρο από το παράθυρο του αυτοκινήτου του, κυρίως όταν διασχίζει τον Παρνασσό ή τον Ταΰγετο, η την αδειασμένη φιάλη του νερού, το οποίο έχει φτάσει να μας κοστίζει όσο σχεδόν και η τροφή. 
Αλίμονο αν παραπονεθείς για την καπνούρα που φεύγει από την εξάτμιση  του προπορευόμενου οχήματος, ή αν θυμίσεις ευγενικά σε κάποιον οδηγό ότι είθισται να μην περνάμε με κόκκινο και να ανάβουμε το φλασάκι μας πριν στρίψουμε αριστερά η δεξιά. 
Τότε ο «θιγμένος ανδρισμός μας» (επιχείρημα που μάλλον έχει αντίκρισμα και στα δικαστήρια) απαιτεί να πάρει το αίμα του πίσω, προπαντός αν η «προσβολή» ετελέσθη παρουσία τρίτων. Και ξεθηκαρώνουμε τότε το φανατισμό μας, κλειδαμπαρώνουμε την ψυχραιμία μας, στήνουμε μια γκιλοτίνα για το χιούμορ μας, κι ορμάμε Ακάθεκτοι.

«Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;»... Βεβαίως και ξέρω, και ξέρεις, και ξέρουμε. Ξέρω πως είσαι όμοιος μου στα καλά και στα κακά ετοιμοπαράδοτος του θυμού, μονίμως με την αίσθηση του «αδικημένου», άρα και μονίμως οργισμένος. Ξέρω, και ξέρεις, ότι μοιάζουμε στο χαώδες βάθος μας, όσες όποιες πανοπλίες κι αν φρόντισε να φορτωθεί ο καθένας μας για να ελέγξει την ευκολία του ενστίκτου. Όλοι μας είμαστε κάτι, είμαστε κάποιοι, έστω κι αν ο χρόνος επιμένει αγέλαστος πως είμαστε κάτι λιγότερο από το τίποτε. Μόνο που  δεν μπορούμε να τα βολέψουμε αυτά τα διαφορετικά «κάτι», να τα πείσουμε να συνυπάρξουν, να αλληλοαναγνωριστούν, να αποδεχθεί το ένα τη μοναδικότητα του άλλου. 
Εισερχόμαστε στην κοινωνία, (στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στη δουλειά, στο «λειτούργημα», στο γήπεδο, ως και στην εκκλησία την ώρα του «Δεύτε λάβετε φως!») σαν φορείς μιας παράδοσης που τιμά την αντιπαράθεση, τη φιλυποψία, την ξινή ψυχή, η οποία εγγράφεται πάραυτα και στα αναλόγως ξινισμένα μούτρα μας. Είμαστε προετοιμασμένοι, εκπαιδευμένοι να βρίσκουμε παντού (και μόνο) εχθρούς, διαβολείς, κακότροπους που μας φθονούν και συνωμοτούν εις βάρος μας. 
Την πραότητα, την όρεξη της κουβέντας, της παρέας ακόμη (της τόσο μυθολογημένης), πρέπει να την επινοήσουμε με πολύ κόπο (γιατί χρειάζεται να υπολογίσουμε σωστά τις βαθύτατες ανάγκες μας και ταυτόχρονα να τιθασέψουμε τον έρωτά μας για την μονήρη διαδρομή της εχθρευόμενης αυτάρκειας), ή πρέπει να μας έχουν ευλογήσει πλούσια οι περιστάσεις, μια ήσυχη ακρογιαλιά ας πούμε, η θερινή χαλάρωση ώρα νυκτός κτλ. Φυσικότερη μας φαίνεται η συμπεριφορά που (μάλλον άδικά κατά τους φυσιοδίφες) αποδίδεται στον λύκο μονιά. Γιατί; Γιατί «μας πνίγει το δίκιο». 
Κι επειδή όλους μάς πνίγει το δίκιο, επειδή δηλαδή έτσι αισθανόμαστε, ευκόλως τεκμαίρεται ότι η Ελλάδα είναι ένα απέραντο πέλαγος, το Εγαίον πέλαγος, με έψιλον κι όχι με άλφα γιώτα, γιατί βαφτίστηκε έτσι προς τιμήν του Εγώ, του θηριώδους Εγώ και όχι του Αιγέα, όπως ισχυρίζονταν οι μύθοι. 

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki