-Μαθαίνω στους άλλους πώς να ζουν λεύτεροι.
Του δάσκαλου η φωνή ήταν πολύ σοβαρή.
Ο Φωκίων δε ρώτησε τίποτ΄ άλλο.
Του δάσκαλου η φωνή ήταν πολύ σοβαρή.
Ο Φωκίων δε ρώτησε τίποτ΄ άλλο.
Βγήκε έξω να κάνει μια βόλτα.
Εκεί όπου ζούσε ο Φωκίων υπήρχαν πολλά βουνά. Βουνά μεγάλα, με άγρια βράχια και ψηλές κορφές. Βουνά μικρά, με ήρεμα δάση από πεύκα. Και πεδιάδες με λουλούδια, αμπέλια και στάχυα.
Και στο βάθος ήταν η θάλασσα κι οι ακρογιαλιές της, με τα λευκά βότσαλα και τη χρυσή άμμο.
Κάπου εκεί, λοιπόν, ζούσε ο Φωκίων. Μαζί με τον πατέρα και τη μητέρα του.
-Γιατί, πατέρα, έγινες δάσκαλος; τον ρώτησε μια μέρα.
-Γιατί αυτό ήθελα.
-Και γιατί το ‘θελες;
-Γιατί έτσι θα ήμουν χρήσιμος στους άλλους.
-Δε σε καταλαβαίνω, πατέρα.
Ο δάσκαλος έκλεισε το βιβλίο που κρατούσε.
-Άκουσέ με προσεκτικά, είπε και στερέωσε τα γυαλιά του πάνω στα μεγάλα του κέρατα.
-Ο χήνος, ο φούρναρης του χωριού, κάνει ή δεν κάνει με τη δουλειά του καλό σ΄ όλους μας;
-Κάνει, αφού φτιάχνει το ψωμί που τρώμε.
-Ε, το ίδιο γίνεται και με το γάιδαρο, που κάθε πρωί μαζεύει τα σκουπίδια.
-Εντάξει, τα καταλαβαίνω όλα αυτά! Εσύ, όμως, γιατί έγινες δάσκαλος;
-Δεν υπήρχε στο χωριό κανένας. Έτσι, έγινα εγώ.
-Και τα γράμματα πού τα έμαθες;
-Στην πολιτεία. Εκεί μ΄ έστειλαν οι γονείς μου.
-Τόσο μακριά! Τη μεγάλη την πόλη ούτε απ΄ την πιο ψηλή κορφή του βουνού δεν μπορούσες να την δεις.
-Και μετά, πατέρα;
-Γύρισα κι έγινα ο δάσκαλος του χωριού.
-Καλά. Όμως ο χήνος φτιάχνει το ψωμί. Ο γάιδαρος καθαρίζει το χωριό. Κι εσύ; Τι κάνεις με τα γράμματα;
-Μαθαίνω στους άλλους πώς να ζουν λεύτεροι.
Του δάσκαλου η φωνή ήταν πολύ σοβαρή.
Ο Φωκίων δε ρώτησε τίποτ΄ άλλο.
Βγήκε έξω να κάνει μια βόλτα.
ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ