Από τον 17ο
μέχρι το 19ο αιώνα στην Αγγλία το μέγεθος ενός σπιτιού, και επομένως ο
πλούτος κάθε οικογένειας, φαινόταν από τον αριθμό των καπνοδόχων που
διέθετε.
Oliver Twist is a novel created by Charles Dickens (1812 - 1870) |
Επιπλέον, με τεκμήριο τον συγκεκριμένο
αριθμό, κάθε οικογένεια πλήρωνε τον ανάλογο φόρο, που λεγόταν «εισφορά
εστίας». Η ανάγκη του συχνού καθαρισμού, όμως, των καπνοδόχων, έφερε
στο προσκήνιο μία από τις μελανότερες σελίδες παιδικής εκμετάλλευσης στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Οι καπνοδόχοι είναι πολύ πιθανό να
πάρουν φωτιά όταν παραμεληθούν και αφεθούν ακαθάριστες για μεγάλο
διάστημα ή όταν τα κατάλοιπα της καύσης τις αποφράξουν. Τον 17ο αιώνα,
όμως, δεν υπήρχε κανένα αυτόματο σύστημα χημικού ή μηχανικού καθαρισμού,
οπότε ως μόνη λύση προωθήθηκε η απόξεση των καταλοίπων με ειδικά
μεταλλικά εργαλεία.
Το πρόβλημα που προέκυψε ήταν ότι οι καπνοδόχοι ήταν
πολύ στενές και οι ενήλικες δεν μπορούσαν να μπουν στο εσωτερικό τους,
οπότε η ιδέα δεν άργησε να πέσει στο τραπέζι: θα πρέπει να
χρησιμοποιηθούν μικρά παιδιά!
Έτσι, οι εταιρείες καθαρισμού άρχισαν να
προμηθεύονται μικρά παιδιά από διάφορες πηγές, όπως είναι τα άστεγα των
δρόμων, τα ορφανοτροφεία και οι φτωχές οικογένειες. Πρέπει να τονιστεί
ότι, εκείνα τα χρόνια, δεν υπήρχε νόμος που να απαγορεύει το εμπόριο
ανθρώπων ή την εκμετάλλευση των παιδιών.
Οι επιτήδειοι της εποχής, είτε
απήγαγαν τα παιδιά από τους δρόμους, είτε τα αγόραζαν από τα ιδρύματα ή
τους ίδιους τους γονείς τους, με σκοπό να αναλάβουν να τα «εκπαιδεύσουν» και να τους δώσουν δουλειά. Οι ιδιοκτήτες των εταιρειών
καθαρισμού των καπνοδόχων αγόραζαν με ένα μικρό ποσό αυτά τα παιδιά, με
μόνη υποχρέωση να τους παρέχουν ρούχα, τροφή και εργασία. Στο Λονδίνο,
μάλιστα, την πρωτεύουσα της Αγγλίας, υπήρχε και η Ένωση Εταιρειών
Καθαρισμού Καπνοδόχων με 1.000 περίπου μέλη, που διέθετε τους δικούς της
κανόνες, όπως για παράδειγμα ότι τα παιδιά δεν θα πρέπει να εργάζονται
την Κυριακή, αλλά να πηγαίνουν στο σχολείο και να διαβάζουν τη Βίβλο. Οι
συνθήκες εργασίας τους, όμως, στην πράξη ήταν σκληρές και απάνθρωπες
και δεν ακολουθούσαν κανένα κανόνα λογικής ή συναισθήματος. Τα παιδιά
πολύ συχνά στοιβάζονταν και κοιμούνταν σε άθλια κελάρια και αποθήκες,
ενώ το πλύσιμο και το καθάρισμα από την κάπνα αποτελούσαν περιττή
πολυτέλεια.
Οι μικροί καπνοδοχοκαθαριστές,
ηλικίας συνήθως μεταξύ 5 και 10 ετών, εργάζονταν χωρίς κατάλληλα
προστατευτικά ρούχα ή οποιοδήποτε άλλο μέτρο προστασίας, με αποτέλεσμα
πολλές φορές να παθαίνουν ασφυξία από τη σκόνη ή να σκοτώνονται
πέφτοντας από μεγάλο ύψος. Επίσης, δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που
τα παιδιά ''σφήνωναν'' και έβρισκαν τραγικό θάνατο στις στενές και
διακλαδιζόμενες καπνοδόχους, καίγονταν στα ζεστά τοιχώματα, ή
καταπλακώνονταν όταν αυτές γκρεμίζονταν λόγω της παλαιότητας και της
πρόχειρης κατασκευής τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι η διάμετρος των
καπνοδόχων σε ορισμένα σημεία ήταν τόσο μικρή, ακόμη και μικρότερη των
25 πόντων, ώστε μόλις και μετά βίας μπορούσε να περάσει μέσα από αυτές
ένα εξάχρονο αδύνατο παιδάκι.
Οι «ιδιοκτήτες», μάλιστα, αυτών των
παιδιών τους έδιναν πολύ λίγο φαγητό για να μην παχύνουν και δεν μπορούν
να διασχίσουν τις στενές καπνοδόχους!
Τα τοιχώματα των καπνοδόχων
καλύπτονταν από ένα στρώμα αιθάλης (κάπνας) μερικών εκατοστών, που
έπρεπε να απομακρυνθεί με συρμάτινες βούρτσες ή σπάτουλες. Οι καπνοδόχοι
της εποχής πολύ συχνά είχαν δεκάδες μέτρα μήκος και διακλαδίζονταν σε
διάφορες κατευθύνσεις, ώστε να φτάσουν σε κάποιο ψηλό σημείο, ψηλότερα
από όλα τα γειτονικά κτίρια, για να μην ενοχλεί ο καπνός τους γείτονες.
Κατά το καθάρισμα η σκόνη ήταν αποπνικτική και σε συνδυασμό με την
έλλειψη οξυγόνου στις πολυδαίδαλες στοές, οδηγούσε πολλές φορές στη
λιποθυμία τους μικρούς καπνοδοχοκαθαριστές.
Για να ειδοποιούν, μάλιστα,
τον υπεύθυνο της εταιρείας ότι είναι ζωντανά και δουλεύουν, ήταν
αναγκασμένα κάθε λίγα λεπτά να χτυπούν το τοίχωμα της καπνοδόχου με ένα
μεταλλικό αντικείμενο. Όταν, όμως, τα παιδιά έπεφταν αναίσθητα από την
κάπνα και την έλλειψη οξυγόνου, ή όταν σφήνωναν σε κάποια γωνία και δεν
μπορούσαν να κινηθούν, οι άνθρωποι της εταιρείας έκαναν την απεχθέστερη
πράξη: άναβαν το τζάκι, ώστε με τον καυτό αέρα και τον πυκνό καπνό να
''ξυπνήσει'' το παιδί και να συνεχίσει να δουλεύει. Στις περισσότερες,
βέβαια, περιπτώσεις τα παιδιά έβρισκαν τραγικό θάνατο, ενώ μετά από
αυτό, κάποιος άλλος δύστυχος 6χρονος ή 7χρονος θα έπρεπε να μπει μέσα,
με ένα αναμμένο κερί στο στόμα για να φωτίζει το χώρο, να τραβήξει έξω
το άψυχο σώμα του συναδέλφου του και μετά να ολοκληρώσει το καθάρισμα
της καπνοδόχου!
Το λεπτό δέρμα των παιδιών
συχνά γδέρνονταν, τρυπούσε και με το πέρασμα του χρόνου γινόταν σκληρό
σαν λάστιχο, αφού