Monday 25 March 2019

Η Παναγιά και το 1821

Ο θρυλικός Γέρος του Μωριά, ο αρχιστράτηγος του Ξεσηκωμού, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αναφέρει στα απομνημονεύματά του ότι πολλοί αγωνιστές δείλιαζαν μπροστά στην προοπτική της Τριπολιτσάς, ενώ αρκετοί οπλαρχηγοί τους είχαν εγκαταλείψει.
Τότε εισήλθε στην εκκλησία της Παναγίας στο Χρυσοβίτσι, έκανε τον σταυρό του και φίλησε την εικόνα της λέγοντας δακρυσμένος «Παναγιά μου, βοήθησε και τούτη τη φορά τους Έλληνες να ψυχωθούν». Στη συνέχεια βγήκε από την εκκλησία και βροντοφώναξε στα παλληκάρια του την πασίγνωστη φράση «Ο Θεός υπέγραψε τη λευτεριά της Ελλάδος και δεν θα πάρει πίσω την υπογραφή Του».
Η εικόνα της Παναγίας στη Μονή Προυσού με αργυρόχρυση επένδυση -
τάμα του αρχιστράτηγου Γεώργιου Καραϊσκάκη
Την Ευζωνική στολή, έτσι όπως την ξέρουμε σήμερα, τη βλέπουμε, σε πίνακες της περιόδου της Τουρκοκρατίας (1453-1821), να τη φορούν οι αρματωλοί και οι κλέφτες. Ο τσολιάς, με την φουστανέλα και το τσαρούχι, γίνεται σύμβολο της Εθνεγερσίας. Μετά την Επανάσταση του 1821 η στολή του Εύζωνα καθιερώνεται επίσημα σαν Εθνική ενδυμασία όλων των οπλαρχηγών και αγωνιστών της επαναστάσεως.

Το Χαμομηλάκι

Ο θάνατος του Αγωνιστού - —«Τί ήμουνα έγώ, παιδί μου; Ένας μούτσος, ένα παληόπραμμα...»

Ήτο ή εποχή, πού έζούσαν ακόμη, αραιοί, σπάνιοι, φεύγοντες ό ένας μετά τόν άλλον, οί βε­τεράνοι τού Αγώνος. Τά προγράμματα της Εθνικής Εορτής τούς έπεφύλασσαν τήν τιμητικήν θέσιν εις τάς δοξολογίας καί τάς τελετάς. 
Εις τά ταπεινά των σπιτάκια έφθανεν μεγαλοπρεπής, κατά τάς παραμονάς τού νέου έτους, ό μεγάλος φάκελος του Βασιλικού Αύλαρχείου, διά νά τούς προσκαλέση εις τούς ανακτορικούς χορούς τής δευτέρας Βασιλείας. 
Ή λευκή των φουστανέλα καί τά άσπιλα χιό­νια τής κόμης των - χιόνια ηρωικής βουνοκορφής- εξακο­λουθούσαν νά είνε τό ύποβλητικώτερον διακοσμητικόν στοιχείον όλων των μεγάλων εορτών. Ήσαν οί Άγωνισταί! Μία λέξις ό τίτλος των, που έλεγε πολλά. Καί ήτον ό μόνος τίτλος ευγε­νείας, τόν όποιον είχαμεν εις τήν Ελλάδα. Ένας τίτλος, ό όποιος κατηργήθη αυτοδικαίως μαζή μέ τό «τελευταίον λείψανον του Ιερού Αγώνος», που κατέβη εις τόν τάφον. Ποίον ήτο τό τελευταίον αυτό λείψανον, κανείς δέν γνω­ρίζει ακριβώς. 
Διότι, μέχρι τών τελευταίων ακόμη ετών, εις κάποιαν γωνίαν τής Ελληνικής γής, έσβυνεν, άπό καιρού είς καιρόν, άγνωστος, λησμονημένος, ό αιωνόβιος, πού είχεν ίδή τόν Καραϊσκάκην, τόν Κολοκοτρώνην, τόν Μπότσαρην, τόν Κανάρην, όπως ό βετεράνος τής μεγάλης στρατιάς τού Ναπολέοντος, πού είχεν ίδή τόν Αυτοκράτορα: L' homme qui a vu Γ Emperour!

Ένας άπό τούς βετεράνους αυτούς, πού έρχεται, κάθε τέτοιαν ήμέραν άπό τά βάθη της μνήμης μου νά μου κάμη την έπίσκεψίν του — την συμπαθητικήν έπίσκεψίν, πού είνε ή επί­σκεψις των φαντασμάτων—δέν μού έλειψε καί αυτό τό πρωΐ. Μέ τό μαύρο του σκουφάκι, επάνω εις τά πλούσια, άσπρα του μαλλιά, πού έπλαισίωναν ένα πρόσωπον ασκητού, μέ τό μακρύ του μαύρο κομπολόγι στό χέρι καί μέ τη σβυσμένη πίπα κρεμασμένην άπό τά χείλη του, άνέβηκεν ό μπάρμπα-Κόλας, όπως πάντα, τά σκαλοπάτια της παλαιάς μας αυλής, όπου είχε τό κελλί του, καί μού έφερε, μαζή μέ τό καλημέρισμά του, τό δώρόν του των επισήμων ήμερων, ένα μυριστικό της μικρής του άλτάνας, ένα κλωναράκι άρμπαρόρριζα.

— Βοήθεια μας ή Ευαγγελίστρια! Νά χαίρεσθε!...

Καί, σφίγγοντας μου τό χέρι, μέ τά ξυλια­σμένα εκείνα καί ψυχρά δάκτυλα, πού είχαν κρατήσει κάποτε τόν δαυλό τού πυρπολητού, έφυγε σκυφτός καί ταπεινός, όπως ήλθε, κατέ­βηκε τά πέτρινα σκαλοπάτια τής αυλής μας καί έχώθη πάλι στό κελλί του, όπου τόν έπερίμεναν οί Άγιοι του, εις τό χαμηλόν είκονοστάσιον, καί ή πετονιές του. Μέσα εις τό κελλί αυτό μού είχεν ομιλήσει ή Ιστορία, κατά τά παιδικά μου χρόνια, όχι μέ τήν έμφασιν πού ομιλεί μέσα στά βιβλία, άλλά μέ τόν σιγαλόν καί διακριτικόν λόγον, πού αναβλύζει άπό τά βάθη μιας πα­λαιάς πηγής καί χύνεται άπό τά τρεμουλιαστά χείλη, πού αναδεύονται ακόμη θλιβερά άπό τήν άνάμνησιν, πρίν κλεισθούν διά παντός. Καί μέσα είς τό κελλί αυτό, όπου ό πυρπολητής τού Αγώνος είχε λησμονήσει τήν Άρμάδαν καί τόν δαυλόν του, κ' έπερνούσε τάς τελευταίας άσκητικάς του ημέρας, στρίβοντας, μέ τήν τέχνην τού παλαιού γεμιτζή, τής άλογότριχες, πού τού έφερναν οΐ ψαράδες γιά τής πετονιές τους, θυ­μιατίζοντας τής εικόνες του καί φυλλο­μετρώντας μίαν κιτρινισμένην, παμπάλαιαν Ίεράν Σύνοψιν, ή Ιστορία μού είχεν ομιλήσει, ώς παραμύθι. Μέ τόν ώραιότερον δηλαδή τρό­πον πού ομιλεί ή Ιστορία.

Άπό τό παραμύθι όμως αυτό, ό μπάρμπα Κόλας έφρόντιζε ν' άπουσιάζη πάντα ό ίδιος.

—Τί ήμουνα έγώ, παιδί μου; Ένας μούτσος, ένα παληόπραμμα...


Καί όμως ήτον ό ίδιος, τήν στιγμήν αυτήν, τό ζωντανόν παραμύθι, τό όποιον διηγείτο, όταν τού άφιναν ολίγον καιρόν ή κόττες του, τό πό­τισμα τής άλτάνας του, ή πετονιές του καί ή Σύνοψίς του, καί όταν τό βασίλεμα τού Ηλίου ήτο πολύ μελαγχολικόν καί κάποια βραδυνή πνοή άπό τά δένδρα τών κήπων έφούσκωνεν ευνοϊκά τά πανιά τής ταξειδεύτρας ψυχής πρός τό ταξείδι τών περασμένων. Καί ό μπάρμπας Κόλας έταξείδευεν, όταν είχε πρίμον τόν και­ρόν τό φανταστικόν του ταξείδι πρός τά ωραία πέλαγα, πρός τά ωραία λιμάνια πρός τής ωραίες δόξες. Κ' έταξειδεύαμεν μαζή. Καπετά­νιος αυτός, ένας μούτσος, ένα τιποτένιο πράμμα έγώ.

Έξαφνα ένα πρωί έκλεισε τά μάτια.
Ητον μία 25 Μαρτίου. Κανένας δέν έμαθε τόν θάνα­τον του, καμμία έφημερίς δέν έτύπωσε τό όνομα του, κανένας επίσημος δέν ήλθε νά τού κατάθεση στέφανο ν, καμμία μουσική δέν ήκολούθησε τήν κηδείαν του. Τόν έφέραμεν τρεις άνθρωποι είς τόν τάφον του. Όλοι οί άλλοι είχαν τρέξει ν' ακούσουν τόν λόγον τού ρήτορος τής ημέρας. Καί, καθώς έπερνούσε τό ταπεινόν φέρετρον ανάμεσα άπό τά πλήθη τών πανηγυριστών, κανένας δέν έγύρισε νά ιδή τί έκλεινε μέσα του τό φέρετρον εκείνο. Μερικοί, σταματημένοι εις τά πεζοδρόμια, έσταυροκοπήθησαν μηχανικώς, καί έσπευσαν καί αυτοί νά προφθάσουν τήν Τελετήν. Άλλά ό Θεός δέν ηθέλησε νά κατεβή χωρίς τιμάς είς τόν τάφον του ό μπάρμπα Κόλας. Τήν στιγμήν πού τόν κατεβάζαμεν εις τό χώμα, τό πυροβολείον έχαιρέτιζε τήν δύσιν τής μεγάλης ημέρας. Ή ήχώ τών κανονιών έφθανεν άπό μακρυά, άργή καί επιβλητική. Ένα πικρό χαμόγελο σάν νά έταράχθη τότε επάνω είς τό πρόσωπον τού νε­κρού. 

Τά κανόνια δέν έπεφταν γι' αυτόν!
-Τί ήμουνα έγώ; Ένας μούτσος! Ένα παληόπραμα!...

agiameteora.net
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

ΟΡΚΟΣ ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

Ένας Όρκος Ξεχασμένος
«Ορκίζομαι ενώπιον του αληθινού Θεού, ότι θέλω είμαι επί ζωής μου πιστός εις την Εταιρείαν κατά πάντα. Να φανερώσω το παραμικρόν από τα σημεία και τους λόγους της, μήτε να σταθώ κατ΄ουδένα λόγον ή αφορμή του να καταλάβωσι άλλοι ποτέ, ότι γνωρίζω τι περί τούτων, μήτε εις συγγενείς μου, μήτε εις πνευματικόν ή φίλον μου.

Ορκίζομαι ότι εις το εξής δεν θέλω έμβει εις καμμίαν εταιρείαν, οποία και αν είναι, μήτε εις κανέναν δεσμόν υποχρεωτικόν. Και μάλιστα, οποιονδήποτε δεσμόν αν είχα, και τον πλέον αδιάφορον ως προς την Εταιρείαν, θέλω τον νομίζει ως ουδέν.

Ορκίζομαι ότι θέλω τρέφει εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της πατρίδος μου, των οπαδών και των ομοφρόνων με τούτους, θέλω ενεργεί κατά πάντα τρόπον προς βλάβην και αυτόν τον παντελή όλεθρόν των, όταν η περίστασις το συγχωρήσει.

Ορκίζομαι να μη μεταχειριστώ ποτέ βίαν δια να αναγνωρισθώ με κανένα συνάδελφον, προσέχων εξ εναντίας με την μεγαλυτέραν επιμέλειαν να μην λανθασθώ κατά τούτο, γενόμενος αίτιος ακολούθου τινός συμβάντος, με κανένα συνάδελφον.

Ορκίζομαι να συντρέχω, όπου εύρω τινά συνάδελφον, με όλην την δύναμιν και την κατάστασίν μου. Να προσφέρω εις αυτόν σέβας και υπακοήν, αν είναι μεγαλύτερος εις τον βαθμόν και αν έτυχε πρότερον εχθρός μου, τόσον περισσότερον να τον αγαπώ και να τον συντρέχω, καθ΄όσον η έχθρα μου ήθελεν είναι μεγαλυτέρα.

Ορκίζομαι ότι καθώς εγώ παρεδέχθην εις Εταιρείαν, να δέχομαι παρομοίως άλλον αδελφόν, μεταχειριζόμενος πάντα τρόπον και όλην την κανονιζομένην άργητα, εωσού τον γνωρίσω Έλληνα αληθή, θερμόν υπερασπιστήν της πατρίδος, άνθρωπον ενάρετον και άξιον όχι μόνον να φυλάττη το μυστικόν, αλλά να κατηχήση και άλλον ορθού φρονήματος.

Ορκίζομαι να μην ωφελώμαι κατ΄ουδένα τρόπον από τα χρήματα της Εταιρείας, θεωρών αυτά ως ιερό πράγμα και ενέχυρον ανήκον εις όλον το Έθνος μου. Να προφυλάττωμαι παρομοίως και εις τα λαμβανόμενα εσφραγισμένα γράμματα.

Ορκίζομαι να μην ερωτώ κανένα των Φιλικών με περιέργειαν, δια να μάθω οποίος τον εδέχθη εις την Εταιρείαν. Κατά τούτο δε μήτε εγώ να φανερώσω, ή να δώσω αφορμήν εις τούτον να καταλάβη, ποίος με παρεδέχθη. Να αποκρίνομαι μάλιστα άγνοιαν, αν γνωρίζω το σημείον εις το εφοδιαστικόν τινός.

Ορκίζομαι να προσέχω πάντοτε εις την διαγωγήν μου, να είμαι ενάρετος. Να ευλαβώμαι την θρησκείαν μου, χωρίς να καταφρονώ τας ξένας. Να δίδω πάντοτε το καλόν παράδειγμα. Να συμβουλεύω και να συντρέχω τον ασθενή, τον δυστυχή και τον αδύνατον. Να σέβομαι την διοίκησιν, τα έθιμα, τα κριτήρια και τους διοικητάς του τόπου, εις τον οποίον διατριβώ.

Τέλος πάντων ορκίζομαι εις Σε, ω ιερά πλην τρισάθλια Πατρίς!

Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους Σου. 
Ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα τα οποία τόσους αιώνας έχυσαν και χύνουν τα ταλαίπωρα τέκνα Σου, εις τα ίδια μου δάκρυα, χυνόμενα κατά ταύτην την στιγμήν, και εις την μέλλουσαν ελευθερίαν των ομογενών μου ότι αφιερώνομαι όλως εις Σε. Εις το εξής συ θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου. Το όνομά σου ο οδηγός των πράξεών μου, και η ευτυχία Σου η ανταμοιβή των κόπων μου. Η θεία δικαιοσύνη ας εξαντλήσει επάνω εις την κεφαλήν μου όλους τους κεραυνούς της, το όνομά μου να είναι εις αποστροφήν, και το υποκείμενόν μου το αντικείμενον της κατάρας και του αναθέματος των Ομογενών μου, αν ίσως λησμονήσω εις μίαν στιγμήν τας δυστυχίας των και δεν εκπληρώσω το χρέος μου. Τέλος ο θάνατός μου ας είναι η άφευκτος τιμωρία του αμαρτήματός μου, δια να μη λησμονώ την αγνότητα της Εταιρείας με την συμμετοχήν μου».
elesme.gr
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki