ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΕΠΕΛΕΞΑΝ ΝΑ ΜΕΙΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΟΧΘΗ... ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΑΝΤΙΣΤΑΘΗΚΑΝ ΣΤΙΣ ΣΕΙΡΗΝΕΣ ΤΗΣ ΑΝΟΗΣΙΑΣ, ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΕΜΕΙΝΑΝ ΟΡΘΙΟΙ ΣΤΙΣ ΘΥΕΛΛΕΣ, ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΥΣ ΓΕΝΝΑΙΟΥΣ.
Τόσο καιρό περνάγανε δίπλα μου με τη μουσική στο τέρμα, και τα κλάξον να υπενθυμίζουν τη παρουσία τους στο μοναχικό μεσημέρι μου. Τους έβλεπα να χτίζουν τούβλα μόνιμα, για πρώτο σπίτι, για δεύτερο, για εξοχικό, κι εγώ τέλειωνα το μισθό την πρώτη μόλις έδινα το νοίκι.
Τους έβλεπα να αλλάζουν αμάξι κάθε χρόνο κι εγώ ένα σαράβαλο 15ετίας το πούλησα μια μέρα γιατί ούτε βενζίνη δεν έφτανε να βάλω. Τους έβλεπα να ψωνίζουν φιρμάτα τζιν και παπούτσια στα παιδιά, να τους αγοράζουν τελευταίας λέξης κινητά, να τους φορτώνουν παιχνιδομηχανές κι εγώ έπρεπε να πείσω τα δικά μου πως όλα αυτά ήταν χωρίς αξία.
Τους έβλεπα να ετοιμάζονται για ταξίδια κι εγώ δεν μπορούσα να πάω ούτε μέχρι το Πειραιά για καφέ.
Τους έβλεπα να φορτώνουν τα καρότσια στα σούπερ μάρκετ τα Σάββατα κι εγώ στηνόμουν μόνιμα στο ταμείο εξπρές μέχρι 10 τεμάχια.
Τους έβλεπα να ντύνονται άψογα κι εγώ έγινα εξπέρ στα καλάθια της λαϊκής κάθε Τετάρτη.
Τους έβλεπα να κανονίζουν σε πια ταβέρνα το σαββατόβραδο θα πέσουν σαν κανίβαλοι πάνω σε τρεις πιατέλες παιδάκια, σε ποιο μπουζουξίδικο του κώλου θα βγάλουν τις καψούρες τους κι εγώ τη πέρναγα με dvd εβδομαδιαία παραγγέλνοντας μια πίτα με από όλα από τον Παναγιώτη στη γειτονιά μου.
Τους έβλεπα να αρρωσταίνουν και να ζητούν μονόκλινο σε ιδιωτική κλινική λες και κλείνανε δωμάτιο για μπάνια στη Μύκονο, ενώ εγώ πάλευα να βρω γιατρό να ρίξει μια ματιά στη μάνα μου που την είχαν όλη νύχτα στο διάδρομο σ΄ ένα ράντζο.
Τους έβλεπα να είναι αμόρφωτοι, αστοιχείωτοι, να μην έχουν ανοίξει ποτέ ένα βιβλίο έτσι για περιέργεια, να αγνοούν τι θα πει ιστορία, γεωγραφία, τέχνη, πολιτισμός, κι όμως ήταν διευθυντάδες πάνω στη πλάτη μου και με απαξίωναν μόνιμα σαν να ήμουν τρίχα στο προζύμι τους
Ήμουν παρούσα κι ήταν απόντες.
Ονειρευόμουν κι αυτοί κοιμόντουσαν.
Μελετούσα κι εκείνοι ήταν σε μια μόνιμη κοπάνα.
Κοίταζα τη ανθρώπινη αδικία στα μάτια κι εκείνη την εξόριζαν μη τους κόψει την όρεξη.
Ήμουν η παρείσακτη στα σχέδια τους.
Η φωνή της συνείδησης στην ασυνειδησία τους.
Η ανθρωπιά στην απανθρωπιά τους.
Ήμουν ένα με όλα αυτά που όλοι αυτοί είχαν επιλέξει να περιφρονούν.
Σίγουροι πως ήταν στην απέναντι όχθη.
Σίγουροι πως είχαν ξεφύγει από τη βρώμα.
Σίγουροι πως οι κακές μέρες θα ξημέρωναν πάντα για τους άλλους.
Σίγουροι πως οι δυστυχισμένοι, οι πεινασμένοι, οι αδικημένοι, αυτής της ζωής ήταν κάποια ζωντόβολα άχρηστα που δεν είχαν ταλέντο να ζήσουν τσίφτικα όπως η μούρη τους.
Σίγουροι πως στην άλλη μεριά της όχθης ζούσαν άνθρωποι που καλά τα θέλανε και τα πάθανε.
Σίγουροι πως οι ίδιοι είχαν λίγη περισσότεροι αξία από ένα σκατό, και πως ο ρόλος του απόβλητου δεν ήταν δικός τους
Και τώρα τι?
Τώρα που κλείνουν τα λιμάνια και δεν μπορείτε να πάτε διακοπές εγώ τι θέλετε να κάνω?
Να βάλω τα κλάματα για πάρτη σας?
Μήπως θέλετε να πάω στο λιμάνι και να διώξω τις μύγες που ενοχλούν τα σχέδιά σας?
Μήπως θέλετε να κατηγορήσω τις πορείες, τις κινητοποιήσεις, τις απεργίες όσων ακόμα είναι ζωντανοί γιατί εμποδίζουν το παρκάρισμά σας όταν πάτε για ψώνια?
Μήπως θέλετε ακόμα περισσότερο να σας λυπηθώ αν αύριο βρεθείτε στο ταμείο εξπρές για 10 κομμάτια και δεν σας βγαίνουν τα ψιλά?
Μήπως να σας δανείσω κιόλας?
Μήπως να σας πάρω λίγο άρωμα να βρέξετε τη μυτούλα σας για ν΄αντέξετε τη βρώμα των ιδρωμένων του λεωφορείου όταν θα πουλήσετε το αυτοκίνητο?
Μήπως να σας σκουπίσω το δρόμο από τα ξερατά των πρεζάκηδων όταν αναγκαστείτε να κατέβετε Ομόνοια για να πάτε τα δαχτυλιδάκια για ενέχυρο στο τοκογλύφο?
Μήπως να κλείσω τα μπουρδέλα για να μη δείτε τη κόρη σας μέσα, μια και κινητό εσείς δεν έχετε πια να της πάρετε?
Μήπως να βάλω τα στήθη μπροστά να σταματήσω το δικαστικό κλητήρα την ώρα που θα σας βάζει κορδέλα στο σπίτι?
Μήπως να σας φέρω ένα τσιγαράκι στη φυλακή γιατί πόσο θα αντέξετε να ζήσετε τίμια, σαν και μένα, που άντεξα, ακόμα κι αν δεν έχετε να φάτε?
Τα μπιχλιμπίδια σας έχουν μεγαλύτερη αξία από την αξιοπρέπεια σας οπότε για νεο-νταβατζήδες σας κόβω.
Τι εύχομαι? Κι άλλο πέσιμο. Κι άλλες κωλοτούμπες. Εύχομαι να χαλάσει η ζαχαρένια σας κι άλλο. Να νιώσετε τη ζωή να στενεύει τόσο που να μη παίρνετε ανάσα.
Ίσως τότε κοιταχτούμε. Κι ανταλλάξουμε δυο κουβέντες.
Γιατί μέχρι τώρα... ούτε μας ξέρετε ούτε σας ξέρουμε.
Σε δυο διαφορετικές πατρίδες ζούσαμε.
Εμείς όλοι υπήρχαμε κι από χρόνια, ασυμβίβαστοι, αντιδραστικοί, ελεύθεροι, παρείσακτοι, αποφασίσαμε να μείνουμε στην από δω όχθη.
Με τους πολλούς, τους άλλους παρείσακτους αυτής της ζωής.
Και κάποια στιγμή βρήκαμε το νήμα το χαμένο.
Και καταλάβαμε πόσο πολύ μίζερη και άχρωμη ήταν η δική σας καλοπέραση.
Πόσο προσωρινή και ψεύτικη.
Εμείς μένουμε στη κόλαση.
Εσείς καλώς μας ήρθατε.
πηγή μας: Γιουκαλιλι
Το χαμομηλάκι λέει:
Τους έβλεπα, τους βλέπω, αλλά ΔΕΝ τους ζηλεύω.
Τους ΛΥΠΑΜΑΙ.