Η καλοσύνη, είπ' η γιαγιά, μονάχα η καλοσύνη·
όλα στον κόσμο χάνονται, μόνη απομένει εκείνη.
Στα λόγια της μαζεύτηκαν προσεκτικά τ' αγγόνια.
Ω χρόνια των παραμυθιών, αθώα, ωραία χρόνια.
Έξω το χιόνι αναγελά την άγρια ανεμοζάλη
κι εδώ στα μισοσκότεινα, τριγύρω στο μαγκάλι,
που κρύβει ανάρια χόβολη κι ονείρατα ανασταίνει,
άλλο απ' τ' αγγόνια πρόσχαρο τα χέρια του ζεσταίνει,
άλλο με στόμα ορθάνοιχτο δείχνει την προθυμιά του,
άλλο καθίζει στην προβιά που 'ναι στρωμένη κάτου,
άλλο σταυροποδίζοντας μαζεύεται παρέκει,
άλλο στο πλάγι κάθεται κι έν' άλλο ολόρθο στέκει,
κι όλα μαζί με μια ψυχή, μ' έναν παλμό στα στήθη
θωρούν στα μάτια τη γιαγιά που αρχίζει παραμύθι...
Ιωάννης Πολέμης
👵👴👵👴👵👴
Μιά φορά κι έναν καιρό, στα παλιά χρόνια..............
αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ'την αρχή.
Τα καλοκαίρια τα περνούσαμε πάντα στο χωριό. Θυμάμαι ακόμα εκείνα τα καλοκαίρια όταν αποσπερίζαμε στην αυλή, με τη γιαγιά και τον παππού, ακούγοντας ώρες ατέλειωτες ιστορίες μιας εποχής, τόσο μακρινής, τόσο μαγικής και τόσο όμορφης.
Ίστορίες με όντα αλαφροΐσκιωτα, με νεράιδες και ξωτικά, νάνους και μάγισσες, γεμάτες μυστήριο, όπως τις άκουσαν απ' τον πατέρα τους, ανθρώπους απλοϊκούς, που με την πείρα και τη σοφία τους, τους δίδαξαν τις γνώσεις και τα μηνύματα της φύσης, τα μηνύματα της ίδιας της ζωής, όπου το κακό τιμωρείται και οι αρετές πάντα επιβραβεύονται.
Παραμύθια και ιστορίες χωρίς βασιλιάδες και βασιλόπουλα αλλά το ίδιο όμορφα, για τα ζώα και τα δέντρα, τον όφιο, τον μυλωνά και τους καλικάντζαρους, τον τσαγκάρη και τα ξωτικά, τον τρελογιάννη και τους ληστές, τα ζωάκια... που μιλούσαν, που θύμωναν, που μαγείρευαν, που χόρευαν και τραγουδούσαν και έφερναν λαχανικά από το δικό τους κήπο πριν ακόμα ξημερώσει για να μαγειρέψει η γιαγιά. να φάνε τα εγγονάκια της, (αν βέβαια ήταν φρόνιμα).
Και έτσι ξεγελιόμασταν και τρώγαμε του παππού τα φασολάκια, που μα την αλήθεια δεν υπήρχαν πιο νόστιμα (έξυπνη ιδέα του παππού να φάμε λαχανικά).
Λοιπόν.........στα παλιά χρόνια, όπως έλεγε ο παππούς, ήταν μια μάγισσα..... κι εμείς, στο άκουσμά της, κουρνιάζαμε στην αγκαλιά τους και περιμέναμε τη συνέχεια.
Κι άρχιζε τις ιστορίες για τη γριά μάγισσα που ζούσε σε κάτι χαλάσματα, κάστρα μισογκρεμισμένα και με τα χρόνια έγινε γκρινιάρα και παράξενη και έψαχνε αφορμή να χαλάσει ότι καλό γινόταν στο χωριό.
Μας άρεσε αυτή η μάγισσα που ήταν διαφορετική από τα παραμύθια της μαμάς.
Πετούσε με την αχυρένια σκούπα της τα βράδια με φεγγάρι και έριχνε φίλτρα μαγικά που έφτιαχνε από μαγικά φυτά και βότανα στο μεγάαλο καζάνι (άνοιγε ο παππούς τα χέρια για να μας δείξει πόσο μεγάλο ήταν) που έκανε πράσινες μπουρμπουλίθρες.
Άδειαζε ένα σιχαμερό πράσινο ζουμί στο μπαξέ και έκανε τα πιπέρια να καίνε τόσο πολύ, που όταν έτρωγε ο παππούς κοκκίνιζαν τα μάγουλά του, έτρεχαν δάκρυα απ' τα μάτια του, κι όλο έλεγε: α την άτιμη, α την άτιμη, αυτή τη φορά το παράκανε με το πιπέρι κι εμείς γελούσαμε.
Ααα ξέχασα... έλεγε ο παππούς και χτυπούσε με το χέρι του το γόνατο. Οι νάνοι που ζούν στο νανοχώρι, στο μεγάλο δάσος, προχθές είχαν γιορτή. Τους είδα, αλήθεια λέω, όταν πήγα για ξύλα στο βουνό. Μαζεύτηκαν στο ξέφωτο παρέα με τις νεράιδες και όλα τα ζώα του δάσους και τραγουδούσαν και χόρευαν κι έλεγαν ιστορίες. Κι άρχιζε ένα σωρό όμορφες ιστορίες ... με την υπόσχεση την επόμενη φορά να μας πάρει μαζί του.
Και πες-πες καθώς ξετυλίγονταν το παραμύθι, η φαντασία ζωντάνευε όλα τα απίθανα που μπορούσαν να συμβούν στη μικρή μας αυλή.
Και στα σκοτεινά μικρά βατραχάκια χοροπηδούσαν χαρούμενα κοάζοντας, βρε-κε-κεξ- βρε-κε-κεξ.
Και ο τρελογιάννης που είδε τον παλιό ουρανό να πέφτει, έγινε τόσο συμπαθητικούλης κι ας μην είχε κουκούτσι μυαλό ο καημένος και η καμήλα που έπεφτε απ 'τον ουρανό κάθε πρωτοχρονιά φορτωμένη δώρα και οι νεράιδες που λούζονταν κάτω στο ποτάμι και τα γέλια τους ακούγονταν στο χωριό και ....και...
και τελείωνε πάντα με το "ήμουνα κι εγώ εκεί με ένα κόκκινο βρακί... κι αν θέλετε το πιστεύετε"
Τελειωμό δεν είχαν οι ιστορίες, μέχρι που έκλειναν τα μάτια μας.
Στη μέση του ουρανού ένα φεγγάρι έριχνε το ασημένιο του φως και τα σκοτάδια και οι σκιές διαλύονταν μαζί με τους φόβους μας. Τα λαγουδάκια κουρασμένα κι αυτά πήγαιναν για ύπνο και οι νάνοι έσβηναν τις μεγάλες φωτιές κουρασμένοι αλλά χαρούμενοι έπεφταν στ' αχυρένια κρεβατάκια τους.
Ακόμη και η μάγισσα με τη μεγάλη αχυρένια της σκούπα χαζογελούσε όταν σκεφτόταν τις σκανταλιές της επόμενης μέρας. Και 'κει που τελείωναν τα παραμύθια άρχιζαν το τραγούδι τα τριζόνια. Γεμάτοι με εικόνες, ήρεμοι κι ευτυχισμένοι πηγαίναμε για ύπνο για να συνεχίσουμε την ιστορία στα όνειρά μας, εκεί που η φαντασία ζωντανεύει και οι ευχές γίνονται πάντα πραγματικότητα νικώντας το φόβο.
Πάντως ζήσανε αυτοί καλά και μεις σίγουρα καλύτερα.
Και κάπως έτσι μεγαλώσαμε αφήνοντας τον παππού και τη γιαγιά να πιστεύουν πως τάχα μας ξεγελούν. Το σίγουρο είναι πως μέσα απ' τη μαγεία των παραμυθιών, μέσα από απίθανα και απίστευτα γεγονότα, αποκτήσαμε ένα πλούσιο συναισθηματικά κόσμο, κατανοήσαμε πιο εύκολα αξίες και παραδόσεις και αποκτήσαμε το προζύμι για τα δικά μας εγγόνια στο μέλλον.