Η μέχρι πρόσφατα καθαρά εμπειρική εικασία ότι η ανάγνωση βιβλίων βελτιώνει σημαντικά τις εγγενείς εγκεφαλικές μας ικανότητες, θεωρείται σήμερα επαρκώς επιβεβαιωμένη.
Υπάρχει όμως και μια άλλη, εξαιρετικά επωφελής, λειτουργία της αναγνωστικής πρακτικής, την οποία τείνουμε να την παραλείπουμε ή να την υποβαθμίζουμε: ό,τι διαβάζουμε, επηρεάζει βαθύτατα τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα και τους άλλους.
Αρκετές νευροψυχολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι εγκεφαλικές περιοχές που ενεργοποιούνται κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης ενός διηγήματος δεν είναι οι ίδιες με τις εγκεφαλικές περιοχές που σχετίζονται με την κατανόηση των λέξεων και των σημασιολογικών δομών του κειμένου που διαβάζουμε.
Υπό αυτή την έννοια ο χρόνος που «σπαταλάμε» στην ανάγνωση ενός λογοτεχνικού διηγήματος μας αποδίδει στο τέλος, εκτός από τις όποιες αισθητικές απολαύσεις, και μια βαθύτερη γνώση του εαυτού μας και των συνανθρώπων μας. Επιπλέον, η διαπιστωμένη χαλαρωτική δράση του λογοτεχνικού, κυρίως, λόγου πάνω στον αναγνώστη, σχετίζεται στενά με το γεγονός ότι η ίδια η πράξη της ανάγνωσης απαιτεί τη συγκέντρωση της προσοχής του αναγνώστη στο κείμενο και άρα την απόσπασή του από την πραγματικότητα και την οικειοθελή παράδοσή του στη «μαγεία» της διήγησης.
Όλο και μεγαλύτερος αριθμός ψυχοθεραπευτών υιοθετούν ως θεραπευτική στρατηγική τη διήγηση ή την ανάγνωση κλασικών διηγημάτων και παραμυθιών, με σκοπό να βοηθήσουν τους ασθενείς να ξεπεράσουν τις ψυχικές και σωματικές διαταραχές τους.
Για να καταλάβει κανείς πώς η ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένωνδρα πάνω στο νου των ενηλίκων θα πρέπει να αναλογιστεί τη στάση των παιδιών απέναντι στα παραμύθια. Τα παιδιά λατρεύουν να ακούνε ξανά και ξανά την ίδια ιστορία, χωρίς παραλλαγές. Αυτό συμβαίνει επειδή επαναλαμβάνοντας νοητικά τα συμβάντα και τα γεγονότα της ιστορίας που τους δημιουργούν μεγάλο άγχος ή αμηχανία, βρίσκουν το χρόνο για να ελέγξουν και ενδεχομένως να συνειδητοποιήσουν ό,τι τα φοβίζει.
Η αγχολυτική και θεραπευτική επίδραση της λογοτεχνίας βασίζεται ίσως σε έναν ανάλογο ψυχολογικό μηχανισμό, το ακριβές νευροεγκεφαλικό υπόστρωμα του οποίου απομένει ακόμη να αποκαλύψουμε.
Η Έλενα Ράπτη, προωθεί με τη δράση της το έργο της εκστρατείας, με σκοπό την προστασία των παιδιών από την σεξουαλική κακοποίηση.
Το πρόγραμμα «Χτίζοντας μια Ευρώπη για και με τα παιδιά» έχει σκοπό να προωθήσει τα δικαιώματά τους αφ’ ενός, αφ’ ετέρου να προστατέψει τα παιδιά από τη βία. Πριν μερικά χρόνια το Συμβούλιο της Ευρώπης υιοθέτησε μια εκστρατεία κατά της σεξουαλικής βίας έναντι των παιδιών, με τον τίτλο «One in Five».
Η Έλενα Ράπτη συντονίζει την εκστρατεία αυτή, με δράσεις και ενημερωτικές δραστηριότητες σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, ενώ επικοινωνεί με σθένος την καμπάνια αυτή μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα.
Στο πλαίσιο αυτής της εκστρατείας, η κα. Ράπτη θα βρεθεί την Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου στην Ηγουμενίτσα σε ειδική ενημερωτική ημερίδα που θα πραγματοποιηθεί στην αίθουσα εκδηλώσεων του Α’ Δημοτικού Σχολείου Ηγουμενίτσας στις 6 το απόγευμα με θέμα «Πρόληψη της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης».
Την ημερίδα συνδιοργανώνουν η Σχολική Επιτροπή Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του Δήμου Ηγουμενίτσας, η Περιφέρεια Ηπείρου και το Α’ Δημοτικό Σχολείο Ηγουμενίτσας.
Εκτός από την κα. Ράπτη, ομιλήτρια θα είναι και η κα. Ελεάνα Αθανασίου Ψυχολόγος-Επιστημονικώς Υπεύθυνη του Κέντρου Ψυχικής Υγείας Ηγουμενίτσας. ............... Την εκδήλωση θα συντονίσει η πρόεδρος της Σχολικής Επιτροπής Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Δήμου Ηγουμενίτσας Χριστίνα Τζέλλου.
Η εφηβεία είναι λοιπόν, λόγω αυτών των αλλαγών και των αναταράξεων, η πιο πολυσυζητημένη ίσως ηλικία του ανθρώπου. Για καμιά άλλη ηλικία δεν ανησυχούν τόσο πολύ οι γονείς, οι οποίοι πολύ συχνά, μισο-αστεία, μισο-σοβαρά εκφράζουν αυτή τους την ανησυχία από την πολύ τρυφερή ηλικία των παιδιών τους: «αν κάνει έτσι τώρα στα πέντε του, φαντάσου τι μας περιμένει στην εφηβεία!», «προσπαθώ από τώρα να βάλω κάποιους περιορισμούς για να αποφύγουμε στην εφηβεία τα χειρότερα..», «ως τώρα καλά τα πήγαμε, τώρα που έρχεται η εφηβεία να δούμε τι μας περιμένει..».
Από τη συμβουλευτική ψυχολόγο Λουίζα Βογιατζή
Ανησυχίες και φόβοι δικαιολογημένοι εν μέρει, άσκοποι όμως από την άλλη μεριά επειδή, αν κάτι χαρακτηρίζει την εφηβεία, αυτό είναι ότι δεν είναι ούτε προβλέψιμη ούτε γενικεύσιμη.
Οι ανατροπές και οι μεταβολές που συμβαίνουν στον κάθε έφηβο είναι τέτοιες που μπορούν πραγματικά να μετατρέψουν το πιο ήρεμο παιδί σε ταύρο μαινόμενο και το πιο ατίθασο σε σιωπηλό και αποτραβηγμένο παρατηρητή. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο κάθε έφηβος αλλάζει: όχι προς το καλύτερο ή το χειρότερο αλλά κατά ένα κομμάτι πιο κοντά προς αυτό που είναι ο εαυτός του και που αρχίζει να φαίνεται καλύτερα όταν η έντονη εποχή της εφηβείας έχει πια περάσει. Στο μεταξύ, υπάρχει χάος, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο εμφανές.
Εν αναμονή του χάους λοιπόν πολλοί γονείς φοβούνται τα χειρότερα και προσπαθούν να ανακαλύψουν στα παιδιά τους τα «σημάδια» γι’ αυτό που πρόκειται να συμβεί. Προσπαθούν να μαντέψουν, να προβλέψουν, να προετοιμαστούν, για να αποφύγουν την «αρρώστια». Η εφηβεία όμως είναι αλλαγή, δεν είναι αρρώστια έστω κι αν μερικές φορές μοιάζει σαν τέτοια. Έστω κι να θυμίζει αρρώστια το γεγονός ότι σαν γονείς πολλές φορές κατά την διάρκεια της εφηβείας των παιδιών μας νιώθουμε ότι στεκόμαστε άπραγοι χωρίς να μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να απαλύνουμε αυτό που τους συμβαίνει.
Παρόλα αυτά όμως ο υπερβολικός φόβος και η «παρατήρηση» προς αναζήτηση ανησυχητικών «σημαδιών» εφηβείας στα παιδιά δεν βοηθάει την κατάσταση. Όποιος φοβάται ξεχνάει πολλές φορές να αντιδράσει και όποιος παρατηρεί, ξεχνάει να ακούσει και να επικοινωνήσει. Και όποιος περιμένει να ανακαλύψει συγκεκριμένα «σημάδια» μπορεί να βγάζει βιαστικά συμπεράσματα και να βλέπει φαντάσματα εκεί που δεν υπάρχουν.
Η επικοινωνία όμως, ομολογουμένως δύσκολη και γεμάτη εμπόδια πολλές φορές είναι αναγκαία (αν και διαφορετικού είδους) κατά την εφηβεία σχεδόν όσο και κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του παιδιού.
Τι μπορούν όμως να κάνουν οι γονείς απέναντι σ’ αυτούς τους συχνά τόσο δυσπρόσιτους έφηβους που άλλοτε αποτραβιούνται στη σιωπή τους και απομονώνονται και άλλοτε εξεγείρονται με τεράστια ορμή στην παραμικρή παρατήρηση που τους γίνεται; Ας δούμε μία- μία μερικές από τις πιο δύσκολες «στιγμές» της επικοινωνίας με έναν (μία) έφηβο(η).
-«Και ξαφνικά, άρχισε να μου μιλάει άσχημα..» Στην προε-φηβεία συνήθως, εκεί γύρω στα 11 με 12, αρκετά παιδιά αρχίζουν, διστακτικά στην αρχή και πιο έντονα καθώς μεγαλώνουν, να μιλάνε άσχημα στους γονείς τους, κυρίως βέβαια όταν θυμώσουν, συγκρουστούν, νευριάσουν.
Ιδιαίτερα όταν αυτή η συμπεριφορά πρωτοεμφανίζεται, τα παιδιά τρομάζουν και τα ίδια με το θράσος τους, γιατί όσο θυμωμένα κι αν είναι με τους γονείς τους, δεν παύουν να είναι γι’ αυτά οι πιο σημαντικοί άνθρωποι. Σε καμία περίπτωση η συμπεριφορά αυτή δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί με χαλαρότητα και να επιτραπεί με το σκεπτικό «ας κάνουμε ότι δεν ακούμε, δεν το εννοεί».
Οι έφηβοι έχουν ανάγκη από όρια και ζητάνε από μας να τους δείξουμε ότι περιμένουμε να μας σέβονται όπως τους σεβόμαστε κι εμείς (που είναι επίσης απαραίτητο). Κοφτά και χωρίς ενδοιασμούς, αλλά και χωρίς μακροσκελή κηρύγματα, υπερβολές και δαιμονοποιήσεις πρέπει να τους δείξουμε ότι δεν ανεχόμαστε αυτή τη συμπεριφορά.
-«Ρωτάω και δεν παίρνω απάντηση» Ένα δύσκολο παιχνίδι επικοινωνίας με τους εφήβους είναι αυτό της «σωστής απόστασης». Οι έφηβοι έχουν ανάγκη από περισσότερο ιδιωτικό χώρο ο οποίος μάλιστα έχει μια ιερότητα που δεν υπάρχει σε άλλες ηλικίες. Έτσι, οι ερωτήσεις των γονιών εκλαμβάνονται συχνά σαν ανεπιθύμητες εισβολές στον ιδιωτικό αυτό χώρο. Σαν γονείς πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν μπορούμε πια να ξέρουμε όλα όσα συμβαίνουν στη ζωή τους με κάθε λεπτομέρεια. Δεν πρέπει όμως να αφήσουμε να μας επιβληθεί η σιωπή σαν νόμος. Έστω για πρακτικά θέματα, όπως το τι ώρα θα γυρίσει, πού θα βρίσκεται αν αργήσει το βράδυ δικαιούμαστε να έχουμε απάντηση.
-«Δεν τολμάμε να μιλήσουμε πια για θέματα όπως το σχολείο και τους βαθμούς, τα ρούχα, την εμφάνιση τους…» Πολλοί έφηβοι, εξαιτίας της ανάγκης τους να ταυτιστούν πλέον περισσότερο με τους συνομηλίκους τους και λιγότερο με την οικογένεια τους ντύνονται άλλοτε προκλητικά, άλλοτε ατημέλητα, άλλοτε εκκεντρικά. Φυσικά οι γονείς δεν μπορούν να περιμένουν να ντύνεται όπως θα άρεσε σ’ αυτούς αλλά φυσικά δεν απαγορεύεται να πουν την άποψη τους για την εμφάνιση του παιδιού τους ειδικά όταν αυτή είναι κραυγαλέα: Ένα παιδί που κυκλοφορεί σχεδόν μεταμφιεσμένο θα ένιωθε σαν να μην το βλέπουν αν οι δικοί του δεν έλεγαν τίποτε για την αμφίεση του. Όσον αφορά το σχολείο και τους βαθμούς, όσο κι αν διαμαρτύρονται, οι έφηβοι έχουν ανάγκη να νιώθουν ότι οι γονείς τους ενδιαφέρονται, ότι ανησυχούν και συζητούν μαζί τους τυχόν δυσκολίες και ψάχνουν να βρουν τρόπους αντιμετώπισης των δυσκολιών αυτών.
-«Όλα τα κάνω στραβά, δέχομαι κριτική για τα πάντα» Κατά την εφηβεία των παιδιών τους οι γονείς εκθρονίζονται. Αυτοί που ήξεραν και μπορούσαν τα πάντα, που ήταν οι καλύτεροι, οι εξυπνότεροι και οι ομορφότεροι γίνονται ξαφνικά αντικείμενα αυστηρότατης κριτικής και ανελέητης αμφισβήτησης, κάτι που δεν είναι ούτε ευχάριστο ούτε ανώδυνο γι’ αυτούς. Εδώ καλούμαστε να δείξουμε αυτοπεποίθηση. Αντί να αμυνόμαστε με οργή ή αντίθετα να προσπαθούμε να κάνουμε τα πάντα για να τους γίνουμε περισσότερο αρεστοί, έχουμε μια ευκαιρία να τους δείξουμε ότι μπορείς να έχεις διαφορετικές απόψεις και παρόλα αυτά να συζητάς και να εκτιμάς τον άλλο.
-«Αισθάνεται συνέχεια ή τουλάχιστον έτσι λέει, ότι δεν τον (την) καταλαβαίνουμε…» Ένα από τα πράγματα που μοιραία περνάει ο κάθε έφηβος και από το οποίο, παρά τις όποιες καλές μας προθέσεις δεν μπορούμε να τον απαλλάξουμε, είναι η αίσθηση ότι δεν τον καταλαβαίνει κανείς και πολύ λιγότερο οι γονείς του.
Ο ίδιος είναι που δεν καταλαβαίνει τον εαυτό του γιατί όσα αντιλαμβάνεται και όσα νιώθει φάσκουν και αντιφάσκουν. Ας προσπαθήσουμε να μην παριστάνουμε ότι καταλαβαίνουμε γιατί «έτσι ακριβώς ήμουν κι εγώ».
Στην εφηβεία ένα παιδί θέλει να μοιάζει όσο το δυνατόν λιγότερο στους γονείς του και δεν το καθησυχάζουμε επαναλαμβάνοντας του πόσο πολύ μας μοιάζει. Αρκεί να του δείχνουμε ότι κάνουμε προσπάθεια να καταλάβουμε τα δικά του συναισθήματα και ότι δυστυχώς πολλές φορές δεν μας είναι εύκολο αυτό.
-«Είναι σαν να μην υπάρχει στο σπίτι, κλείνεται στο δωμάτιο του (της) κι εξαφανίζεται…» Ο ιδιωτικός χώρος, η προστατευτική σφαίρα που δημιουργεί γύρω του συμβολίζει τον καινούργιο κόσμο που φτιάχνει για τον εαυτό του. Η μουσική του, η επικοινωνία με τους φίλους, το κλείσιμο στο δωμάτιο πρέπει να γίνουν σεβαστά απ’ τους γονείς γιατί ο έφηβος δεν μπορεί να κάνει χωρίς αυτά. Όμως κάποιες κοινές στιγμές πρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν, έστω κι αν δυσανασχετεί: π. χ. όταν τρώνε όλοι μαζί πρέπει να παρίσταται (εκτός από εξαιρέσεις όταν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος) και μάλιστα χωρίς τα ακουστικά του mp3 στ’ αυτιά!
Όλα αυτά βέβαια δεν εγγυώνται μία γαλήνια και αρμονική συμβίωση, ιδιαίτερα με έναν (μία) επαναστατημένο(η) έφηβο(η). Ούτε εξασφαλίζουν ότι θα είμαστε οι τέλειοι γονείς για τους εφήβους μας. Άλλωστε αυτό είναι το τελευταίο που έχουν ανάγκη: εφηβεία και τελειότητα είναι έννοιες διαμετρικά αντίθετες. Εξάλλου αν είμαστε τέλειοι πώς θα καταφέρουν να αποκοπούν από μας;
Μπορεί όμως να είναι μια μικρή βοήθεια για να διατηρήσουμε μέσα σ’ αυτή την ταραγμένη περίοδο που περνάει η σχέση μας με τα έφηβα παιδιά μας μερικές πόρτες ανοιχτές που να κρατούν ζωντανή την επικοινωνία ακόμη και σε στιγμές κρίσης. Κι αν κάποιες φορές αισθανόμαστε να μην ξέρουμε πια αυτό το απρόσιτο πλάσμα που έχουμε απέναντι μας που δεν μοιάζει καθόλου με το αγαπημένο μας μικρό παιδί και να χάνουμε τη μπάλα τότε δεν έχουμε παρά να κάνουμε αυτό που κάναμε συχνά όταν ήταν μωρό: να πάμε πάνω απ’ το κρεβάτι του το βράδυ και να το κοιτάξουμε καθώς κοιμάται. Δεν έχει ακόμη κάτι απ’ το αγγελικό πρόσωπο που είχε και τότε;
Η επικοινωνία με τους εφήβους είναι τόσο δύσκολη γιατί οι έφηβοι είναι διχασμένοι: απ’ τη μια νιώθουν ότι θέλουν να στείλουν στο φεγγάρι τους γονείς τους κι απ’ την άλλη έχουν τεράστια ανάγκη από τη σταθερότητα που αυτοί τους παρέχουν, ακριβώς επειδή οι ίδιοι αισθάνονται «τη γη να τρέμει κάτω απ’ τα πόδια τους». Όποιο λοιπόν κι αν είναι το παιδαγωγικό μας «ύφος», αυστηρό ή επιεικές, φιλικό ή αυταρχικό, αυτό που έχει σημασία είναι να είμαστε όσο μπορούμε πιο σταθεροί και σίγουροι απέναντι τους: σχετικά μ’ αυτά που περιμένουμε, που απορρίπτουμε, που επιθυμούμε, που χαιρόμαστε σ’ αυτούς.
.........
η κοινωνία, αν τη φανταστούμε σαν διευρυμένη οικογένεια, έχει αδιαφορήσει εντελώς για τις πρωταρχικές –κοινωνικές- ανάγκες των νεαρών μελών της: την παροχή πραγματικής αίσθησης ασφάλειας, την διαφύλαξη των ιδιωτικών τους χώρων, τον αλληλοσεβασμό και την ανάληψη ευθύνης και την παροχή ουσιαστικής, χρήσιμης γνώσης που να οδηγεί σε πραγματική πρακτική και διανοητική αυτονομία.