Wednesday 23 December 2020

Θύμησες και νοσταλγίες 🌼Χριστουγεννιάτικες🌼

Τούτες οι μέρες πλημμυρίζουν θύμησες και νοσταλγίες ... Από χρόνια παιδικά, χρόνια αθωότητας, "τότε που φτιάχναμε χαρά κι αδελφοσύνη'"... 

Δεκαετία '60 και '70, η φτώχια σεργιάνιζε στους δρόμους του χωριού μου... Γονείς του αγώνα και της βιοπάλης, μεροδούλι-μεροφάι, μα δίκαιοι και συντρέχτες του διπλανού τους οι περισσότεροι ...
Παιδιά ευφάνταστα και δημιουργικά, βρέξει-χιονίσει στις αλάνες, να συναγωνίζονται, να συνεργάζονται, να συμπράττουν ...

Κι έτσι, να γεμίζει η ψυχή τους, και η στέρηση να περνά σε δεύτερη μοίρα...

Παραμονές Χριστουγέννων έφερνε ο πατέρας το Κρατικό Λαχείο στο σπίτι, και μαζί την ελπίδα και το όνειρο ... "Κι αν το κερδίσουμε κόρη μου, τι θα τα κάνουμε τόσα λεφτά;". 
Και ξάφνου, στα μικράτα μου χρόνια, γινόμουν παντοκράτορας, κι όλες τις αδικίες, διόρθωνα ... και μοίραζα τον θησαυρό μας, ανάλογα με της ανάγκες φίλων και συγχωριανών, και γέμιζα και 'γω απ' τον πλούτο του δοσίματος και της αλληλεγγύης ... Με τον πατέρα να επιδοκιμάζει πάντα, χαμογελαστός .... Κι έτσι μεγαλύναμε, έτσι γινόμασταν άνθρωποι ... 

Τα χρόνια πέρασαν, οι καιροί άλλαξαν, και κάποτε ήρθαν καλύτερες μέρες ... Μα 'κεινη την αρχοντιά του φτωχού εργάτη, δεν την είδα σε κανένα επιδεικτικά λαμπερό σαλόνι. Κείνο τον πλούτο του ατόφιου ανθρώπου, δεν τον βρήκα σε καμιά φωτισμένη μεζονέτα, όπου ο κυρ-παντελισμός. κατοικεί .... 

Μα τα συναντώ ακόμα, στα πλεχτά σκουφάκια της γιαγιάς Χαρίκλειας, που με κόπο έφτιαξε για τα μικρά προσφυγόπουλα του Καρά-Τεπέ, στον μισό τόνο καυσόξυλα που ο άνεργος Αποστόλης αγόρασε για ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, στο ζεστό φαγάκι που με αγάπη μαγειρεύει ο Κωσταντίνος. ο Δικός μας Ανθρωπος...

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Ακούστε και δείτε σε video τα Κάλαντα απ' όλη την Ελλάδα...

... μέσα από έναν διαδραστικό χάρτη

Μια νέα εφαρμογή ανέβηκε πρόσφατα στο διαδίκτυο και έχει γίνει ήδη viral! Ο λόγος είναι ότι παρουσιάζει τον διαδραστικό χάρτη της Ελλάδας όπου ο χρήστης πατώντας πάνω σε κάθε νομό έχει τη δυνατότητα να ακούσει τα κάλαντα των Χριστουγέννων αυτής της περιοχής.

Πρόκειται για μια έξυπνη και άκρως χριστουγεννιάτικη εφαρμογή που καλό θα είναι να τη δουν όσα πιο πολλά παιδιά γίνεται, τόσο στα σπίτια μας όσο και στις ψηφιακές τάξεις.

Πατήστε εδώ και στην συνέχεια επιλέξτε την περιοχή που θέλετε για να ακούσετε τα κάλαντά της.

Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Ἡ καλωσύνη (ἔμμετρο παραμύθι)

Ἐλήφθη ἀπὸ τὸν ἐκλεκτὸ ἱστοχῶρο «Παιδικὴ Ἀνθολογία» τοῦ Ἀρχιμήδη Ἀναγνώστου. Ὁ Ἀ.Ἀ. σημειώνει: «Δὲν γνωρίζω τὴν ἀκριβῆ προέλευση τοῦ παρακάτω ἐμμέτρου παραμυθιοῦ. Μᾶς τὸ ἐδιηγεῖτο ἡ μάννα μου, ποὺ τὸ ἤξερε ἀπὸ τὴ γιαγιά μου, ποὺ τὸ εἶχε μάθει ἀπὸ τὸν παπποῦ μου, ποὺ τοῦ τὸ ἔλεγε ἡ προγιαγιά μου ὅταν ἦταν μικρός. Εἶχε δημοσιευτεῖ σὲ κάποια παλιὰ ἐφημερίδα τοῦ προηγουμένου αἰώνα. Ἀποστηθίζεται πολὺ εὔκολα».

Ἡ καλωσύνη

Ἡ καλωσύνη εἶπε ἡ γιαγιά, μονάχα ἡ καλωσύνη,
ὅλα στὸν κόσμο χάνονται, μόνη ἀπομένει ἐκείνη.
Στὰ λόγια της μαζεύτηκαν προσεχτικὰ τὰ ἐγγόνια,
ὦ, χρόνια τῶν παραμυθιῶν, ἀθῶα ὡραῖα χρόνια.
Ἔξω τὸ χιόνι ἀναγελᾶ στὴν ἄγρια ἀνεμοζάλη
κι ἐδῶ στὰ μισοσκότεινα, τριγύρω στὸ μαγκάλι
ποὺ κρύβει ἀνάρια χόβολη κι ὀνείρατα ἀνασταίνει,
ἄλλο ἀπ᾿ τὰ ἐγγόνια πρόσχαρο τὰ χέρια του ζεσταίνει
κι ἄλλο στέκεται παρ᾿ ἔκει
κι ὅλα μὲ μιὰ ψυχή, μὲ μιὰ καρδιά,
κοιτοῦν στὰ μάτια τὴ γιαγιά, ποὺ ἀρχίζει παραμύθι.
Ἡ ρόκα ξεκουράζεται στ᾿ ἄσαρκο μέσα χέρι,
ὥσπου ν᾿ ἀρχίσει τὸ μακρὺ κι ἀκούραστο νυχτέρι.

Ἦταν, τοὺς λέει, μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ
μιὰ πόλη πανώρια, μαρμαρόχτιστη,
καληώρα σὰν τὴν Ἀθήνα. Πιὸ τρανὴ κι ἄλλη τόση
κι εἶχε ἕναν γέρο βασιλιὰ μὲ φρόνηση, μὲ γνώση.
Κι αὐτὸς ὁ γερο-βασιλιάς, βλαστάρια του μονάχα
εἶχε δυὸ βασιλόπουλα, δυὸ γιοὺς νὰ ποῦμε τάχα.
Ὁ πρῶτος ἄγριος καὶ κακός, τὸν κόσμο τυραννοῦσε,
μήτε φτωχὸ σπλαχνίζονταν μηδ᾿ ἄρχοντ᾿ ἀψηφοῦσε.
Ὁ δεύτερος εὐγενικός, γενναῖος ὅσο πρέπει,
ἤξερε χάρες νὰ σκορπᾶ, χαρὰ παντοῦ νὰ φέρνει.
Κι ὁ πρῶτος τοὖπε κάποτε «τὸν κόσμο δὲν τὸν ξέρεις,
εἶναι ἄκαρδος, εἶναι σκληρὸς κι ὅλα κακὰ τὰ βλέπει.
Ἂν θὲς νὰ γίνεις βασιλιὰς κι ἂν θὲς καὶ δόξα,
πρέπει νὰ γίνεις ἄκαρδος, σκληρὸς ὡσὰν ἐμένα.
Ὁ φόβος μόνο κυβερνᾶ τὸν κόσμο καὶ τὰ πλούτη».
Ἐγύρισεν ὁ δεύτερος κι εὐγενικὰ ἀπεκρίθη,
«ὁ φόβος δὲν τὸν κυβερνᾶ, προσωρινὰ τὸν δένει,
εἶναι νὰ ποῦμε φυλακὴ μὲ φρύγανα χτισμένη,
ποὺ ἡ θύρα της συχνὰ κι εὔκολα ἀνοίγει
κι ὁρμᾶ μὲ μιὰ ὁ κατάδικος καὶ τὸν φρουρό του πνίγει.
Τὸ χαλινάρι βάλε του τῆς Θεϊκῆς ἀγάπης,
γίνου πατέρας βασιλιὰς κι ὄχι σκληρὸς σατράπης».

Νὰ μὴ σᾶς τὰ πολυλογῶ, ὕστερα ἀπὸ ἕνα χρόνο,
πέθανε ὁ γερο-βασιλιὰς κι ἀνέβηκε στὸ θρόνο,
ὁ γιός του ὁ πρῶτος ὁ κακός, τρόμος παντοῦ καὶ φρίκη,
βασίλευε μὲ τὸ σπαθὶ βγαλμένο ἀπὸ τὴ θήκη.
Οἱ φυλακὲς ἐγέμισαν, τὸ ψέμα, ἡ ἀδικία,
ἡ ψευτιά, ἡ ἀπάτη, ἡ κολακεία,
ὅ,τι κακὸν εὑρέθηκε τὴ μαύρη ἐκείνη ὥρα,
ἐφούντωσε καὶ θέριεψε στὴ μαύρη ἐκείνη χώρα.
Ὡσότου τὰ παράπονα ἐφτάσαν μιὰν ἡμέρα,
ὡσὰν αὐτὸς ὁ βασιλιὰς δὲ θὲ ν᾿ ἀλλάξει γνώμη,
νὰ κυβερνᾶ τὴ χώρα του μὲ τοῦ Θεοῦ τὸ νόμο,
εὐθὺς αὐτὴ θὰ σηκωθεῖ γιὰ νὰ τὸν ξεθρονίσει,
νὰ φέρει τὸ μικρότερο γιὰ νὰ τὴν κυβερνήσει.
Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ βασιλιάς, τὸν ἀδελφό του κράζει
κι ἄδικα καὶ παράπονα μονάχος τὸν δικάζει.
Τὸν βρῆκε ψεύτη κι ἔνοχο καὶ δίχως ἄλλα λόγια,
τὸν ἔκλεισε στοῦ παλατιοῦ τὰ σκοτεινὰ κατώγια,
τὶς μέρες καὶ τὶς νύχτες του μὲ πίκρες νὰ περνάει
Μὰ τὸ ἄδικο δὲ ζεῖ πολὺ καὶ δὲν πολυχρονάει.
Κάποιος μεγάλος βασιλιὰς ἀπὸ ἄλλη πολιτεία,
κάκιωσε δίχως ἀφορμὴ καὶ δίχως ἄλλη αἰτία
καὶ παίρνει τὰ φουσάτα του καὶ ξεκινάει καὶ μπαίνει,
στὴ χώρα τὴν πολύπαθη, κακοκυβερνημένη
καὶ σὲ μιὰ μάχη μοναχὰ νικάει καὶ δεκατίζει
καὶ πιάνει καὶ τὸν βασιλιὰ καὶ σκλάβο τὸν ὁρίζει.
«Καὶ ὁ ἀδελφός;», ἐρώτησαν τὰ ἐγγόνια μ᾿ ἕνα στόμα;
«Τώρα θὰ δεῖτε μάτια μου, δὲν τέλειωσεν ἀκόμα».

Ὅταν ἡ μάχη ἀπόσωσε καὶ εἰρήνευσε τὸ ἀσκέρι,
ἔστειλε ὁ νέος βασιλιὰς τὴν κόρη του νὰ φέρει,
μὲ ἄλογα χρυσοστόλιστα καὶ μὲ χιλιάδες ἄτια,
νὰ δεῖ τὰ μαρμαρόχτιστα, νὰ δεῖ τὰ ὡραῖα παλάτια.
Κι ἔτρεξε ἐκείνη βιαστικὴ νὰ δείξει τὴ χαρά της,
σὲ κάθε τι πολύτιμο ποὺ βλέπει ὁλόγυρά της.
Μὰ ὅταν ἔφτασε καὶ στοῦ παλατιοῦ τὰ σκοτεινὰ κατώγια,
ὅπου ὁ ἀδελφὸς τοῦ βασιλιᾶ βρισκόταν ἕνα χρόνο,
ἔνοιωσε θλίψη στὴν ψυχὴ καὶ στὴν καρδιά της πόνο.
Καὶ δίχως νὰ τὸ στοχαστεῖ, δίχως νὰ ξέρει τὶ ἔχει,
στὸ βασιλιὰ πατέρα της ἀλαφιασμένη τρέχει
καὶ κλαίει, κλαίει γονατιστὴ μὲ τὸν κρυφό της πόθο
κι ὁ βασιλιὰς πατέρας της «σήκω», τῆς λέει, «σὲ νοιώθω».
Ἔφερε τὸ μικρὸ ἀδελφὸ ἀπ᾿ τὰ σκοτεινὰ κατώγια
καὶ δίχως νὰ μακρηγορεῖ, δίχως μεγάλα λὀγια,
τοῦ λέει: ἡ κόρη μου σ᾿ ἀγάπησε, γυναίκα σοῦ τὴ δίνω
καὶ γίνανε οἱ γάμοι τους τὸ ἴδιο βράδυ ἐκεῖνο,
μὲ ὄργανα μὲ τούμπανα καὶ μὲ χαρὲς μεγάλες.
Καὶ τὸν κακὸ τὸ βασιλιὰ τὸν ξαναφέραν πάλι,
μαζὶ μὲ δούλους νὰ κερνᾶ τὸ ἀσκέρι στὴ χαρά τους
καὶ ζήσανε αὐτοὶ καλὰ κι ἐμεῖς καλύτερά τους.

Ἀγνώστου δημιουργοῦ
users.uoa.gr/~nektar
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki