Tuesday, 12 July 2022

Η στιγμή που συνειδητοποιείς πως οι γονείς σου...

... σε χρειάζονται πιο πολύ απ’ ό,τι εσύ εκείνους

    Όταν αρρώστησε η μητέρα μου, συνειδητοποίησα πρώτη φορά πως πλέον θύμιζε ελάχιστα την δυνατή γυναίκα που με μεγάλωσε.
Μέτρησα τις ρυτίδες της, χάιδεψα τα ροζιασμένα χέρια της κι εντόπισα στο βλέμμα της την κούραση και την γλυκιά σοφία που κουβαλoύν όλοι οι άνθρωποι που έχουν μεγαλώσει.
    Η τυπική επίσκεψη στον γιατρό της, κατά την οποία διαπιστώσαμε πως έχει κάποιο πρόβλημα υγείας, μετατράπηκε σ’ εκείνη την συγκλονιστική στιγμή που αλλάζει μια για πάντα τη ζωή σου. 
Τη στιγμή που συνειδητοποιείς πως οι γονείς σου είναι άνθρωποι κι όχι ρομπότ, πως αρρωσταίνουν, χρειάζονται την φροντίδα σου κι ότι κάποια στιγμή θα πεθάνουν. 
Σκέψεις που κάνεις από μικρό παιδί, αλλά δύσκολα τις «χωνεύεις».
    Οι γονείς μας είναι «πάντα εκεί», κοντά μας, δίπλα μας. Είναι όρθιοι, υγιείς, ατρόμητοι και έτοιμοι να μας σταθούν και να μας υποστηρίξουν σε κάθε στραβοπάτημα κι αναποδιά. Έχουμε την αίσθηση πως είναι οι μοναδικοί που θα νικήσουνε τον χρόνο. Λες κι όταν μας γέννησαν, έκαναν κάποια άτυπη συμφωνία όπως ο Φάουστ για να φροντίζουν αιωνίως τα παιδιά τους.
    Όμως κάποια στιγμή οι ρόλοι αντιστρέφονται και πρέπει εσύ να τους φροντίσεις. Μέχρι να συμφιλιωθείς με την ιδέα αυτή, τα στάδια που περνάς σε προσγειώνουν στην πραγματικότητα με κρότο: την πραγματικότητα της ανθρώπινης φθοράς που τώρα αγγίζει τους γονείς σου, και κάποτε θα έρθει κι η δική σου η σειρά.

Πρώτο στάδιο: Πανικός    
    Ο τρόμος της απώλειας σου παραλύει το μυαλό κι ο φόβος για τη νέα σου ζωή ως «κηδεμόνας» των γονιών σου γίνεται γρήγορα πανικός. 
Αλήθεια, πώς ζεις γνωρίζοντας πως αυτοί οι δύο ήρωες δεν θα είναι πάντα πίσω σου να σε κρατούν; 
Πώς συνεχίζεις χωρίς το αποκούμπι σου που νόμιζες πως θα’ ναι πάντα ακλόνητο και σταθερό; 
Πώς αντιμετωπίζεις τη συνειδητοποίηση πως κάποια μέρα οι γονείς σου θα πεθάνουν; 
Και πώς θα συνεχίσεις να αναπνέεις, δίχως τον άνθρωπο που κάποτε σου χάρισε την πρώτη σου αναπνοή;

Δεύτερο στάδιο: Ξαναζείς τα παιδικά σου χρόνια
    Σιγά σιγά, ο φόβος και ο πανικός υποχωρούν και τότε παίρνει τη θέση τους η νοσταλγία. Φέρνεις στη μνήμη σου όλα όσα ζήσατε μαζί και σε τυλίγει μια γλυκιά μελαγχολία. 
Όλα τα «πρώτα» σας σε αγκαλιάζουν τρυφερά και πιάνεσαι απ’ τις μνήμες σου για να μην πέσεις. Το πρώτο επιτραπέζιο που παίξατε μαζί, η πρώτη φορά που περιμένατε τον Άι-Βασίλη, η πρώτη τιμωρία που σου έβαλαν έπειτα από μια ζημιά, ο πρώτος σας καβγάς, το πρώτο σου ποδήλατο, η πρώτη φορά που χτύπησες κι εκείνοι σε πήραν αγκαλιά, η πρώτη μέρα στο σχολείο…
    Κλείνεις τα μάτια σου και είναι όλα εκεί. Ποτέ σου δεν τα ξέχασες κι ας νόμιζες πως δεν θυμάσαι τίποτα απ’ τα μικράτα σου! Τα ξαναφέρνεις όλα στην μνήμη σου και συνειδητοποιείς πόσο πολύ τους αγαπάς και πόσα έκαναν για σένα. Είναι η στιγμή που εκτιμάς ακόμα πιο πολύ τους κόπους και τις θυσίες του. Σε φρόντισαν, σε σπούδασαν, σε έκαναν άνθρωπο σωστό και ικανό, και τώρα ήρθε η στιγμή να τους το ανταποδώσεις.

Τρίτο στάδιο: Συνειδητοποιείς πως ήρθε η σειρά σου να τους φροντίσεις
    Ξαφνικά παύεις να τους βλέπεις μόνο σαν γονείς. Νιώθεις απέναντί τους όπως αισθάνεσαι για τα παιδιά σου. Σε πλημμυρίζει η αγάπη σου γι’ αυτούς και θέλεις να είσαι εκεί και να κρατάς το χέρι τους να μην φοβούνται. Δεν περιμένεις να χτυπήσει το τηλέφωνο όπως παλιά, τους καλείς πρώτος εσύ και αγωνιάς συνέχεια για το πώς είναι. 
    Τους θυμίζεις τα φάρμακά τους, μαγειρεύεις περισσότερο φαΐ για να τους πας, στριμώχνεις στο ήδη φορτωμένο πρόγραμμά σου τα ραντεβού με τους γιατρούς και μιλάς συνέχεια στα παιδιά σου για την γιαγιά και τον παππού, λες και η αναφορά στο πρόσωπό τους θα γίνει η αιτία για να ζήσουν πιο πολύ. Σιγά σιγά, συμφιλιώνεσαι με την ιδέα πως οι γονείς σου έχουν μεγαλώσει, και «ενηλικιώνεσαι» απότομα.

Τέταρτο στάδιο: Μεγαλώνεις ξαφνικά…
    Παρόλο που είσαι ενήλικας και έχεις την δική σου οικογένεια, η στιγμή που αντιλαμβάνεσαι ότι οι άνθρωποι που ήταν πάντα εκεί για σένα πλέον χρειάζονται τη δική σου βοήθεια, σε ταρακουνάει! Είναι, ίσως, η πρώτη φορά που νιώθεις εκατό τις εκατό πως είσαι απόλυτα υπεύθυνος για τον εαυτό σου. Σταδιακά, η οπτική σου αλλάζει κι αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο και την καθημερινότητά σου διαφορετικά. 
    Το βάρος της ευθύνης σου σε ωριμάζει απότομα. Αποκτάς περισσότερη κατανόηση, συγχωρείς πιο εύκολα και σκέφτεσαι ενδεχόμενα και λεπτομέρειες που ξαφνιάζουν ακόμα και σένα. Το βάρος της ευθύνης σου είναι το κομβικό σημείο που σε «ενηλικιώνει», σε σοβαρεύει και σε κάνει ακόμα πιο προσεκτικό και μεγαλόκαρδο.

    Η στιγμή που συνειδητοποιείς πως οι γονείς σου σε χρειάζονται πιο πολύ απ’ ότι εσύ εκείνους, ίσως να είναι το τελευταίο δώρο που έχουν να σου κάνουν. Το όνειρό τους, να σε δουν να στέκεσαι ανεξάρτητος και απελευθερωμένος από τα δεσμά στα πόδια σου γίνεται πραγματικότητα, και πλέον είναι έτοιμοι να αποχωρήσουν ήσυχοι πως τώρα θα τα βγάλεις πέρα μόνος σου.

Αλεξάνδρα Κεντρωτή

mama365.gr
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Η "Γλυκούλα" και ο "Τζουτζούκος", ή το "Κάθαρμα" και η "Βλαμμένη"

Εκείνος περπατούσε καμαρωτός και με γρήγορο βήμα.
Στα χέρια του κρατούσε μία ανθοδέσμη με κατακόκκινα τριαντάφυλλα, μία ντουζίνα, τόσα πρότεινε η γλυκανάλατη ξανθιά με τη μαύρη ρίζα στο ανθοπωλείο. 

Ο,τιδήποτε λιγότερο από δωδεκάδα ήταν απαράδεκτο, καθώς και πολύ φθηνό…
Κρατούσε αγκαλιά και ένα κουτί σοκολατάκια, με γέμιση πάστας αμυγδάλου. Ήταν σε σχήμα καρδούλας και πολύ μοδάτα. 
Έτσι του είπε ο ζαχαροπλάστης, λίγο πριν βάλει στο ταμείο του το εικοσάευρω, θωπεύοντάς το με λατρεία.

Εκείνη βαφόταν μπροστά στον καθρέφτη της. Είχε βάλει το κατακόκκινο κραγιόν, τελευταία δημιουργία της Maybelline, που άστραφτε με κρυστάλλινη λάμψη και τη μάσκαρα που φούσκωνε τις βλεφαρίδες της τρεις φορές περισσότερο. 
Αχ, και πόσο της πήγαιναν, της είπε η κοπελίτσα στο ταμείο του Hondos, σφίγγοντας το πενηντάευρω στη χούφτα της… 
Είχε φορέσει και το κατάμαυρο Nikos-Takis της, -που έκαναν κωλοτούμπες και ο Νίκος και ο Τάκης, όταν το αγόρασε με μετρητά-, και ήταν έτοιμη για τη μεγάλη έξοδο, για να γιορτάσουν μαζί, με πίστη και ευλάβεια, τον Άγιο Βαλεντίνο…

Το κουδούνι χτύπησε κι εκείνη έτρεξε να ανοίξει, αφού έβαλε πρώτα στο αυτί δύο σταγόνες από το νέο Σανέλ, που ήταν τόσο μεθυστικό, όσο έλεγε και η διαφήμιση.

– Τζουτζούκο μου!
– Γλυκούλα μου!

Φιλήθηκαν με πάθος και της έδωσε τα λουλούδια και τα σοκολατάκια.

– Αυτά για σένα, γλυκούλα μου!
– Αχ, τζουτζούκο μου, δεν έπρεπε να το κάνεις! (ένας ξαφνικός βήχας έπιασε απότομα την ανθοπώλη και τον ζαχαροπλάστη…)

Έβαλε τα λουλούδια σε ένα βάζο και πόζαρε μπροστά του με χάρη, περιμένοντας το κολακευτικό σχόλιο για το νέο φόρεμα και το μαλλί-αριστούργημα που χρυσοπλήρωσε στου Τέρη Κικέρη…

– Λοιπόν, πάμε; Έχω κλείσει τραπέζι στο εστιατόριο και θα αργήσουμε, γλυκούλα μου…

Εκείνη δυσανασχέτησε…

– Τζουτζούκο μου, δεν σου αρέσει το νέο μου φόρεμα;
– Είναι πολύ ωραίο, γλυκούλα μου… Σε κάνει πολύ όμορφη…

Το χαμόγελο έφυγε από τα χείλη της και μία γκριμάτσα εγκαταστάθηκε…

– Τι εννοείς, με κάνει; Δεν είμαι, δηλαδή;
– Όχι, γλυκούλα μου, δεν εννοούσα αυτό, είσαι πολύ όμορφη…
– Ναι, αλλά δεν είπες τίποτα για το νέο μου κούρεμα, δεν σου αρέσει;
– Άλλαξες τα μαλλιά σου; Εμένα μου φαίνονται ίδια…
– Σου φαίνονται ίδια, γιατί δεν με προσέχεις ποτέ, αναίσθητε! ξέσπασε εκείνη
– Θα σε πρόσεχα λίγο παραπάνω, αν έλεγες και τίποτε ουσιώδες που και που, όχι μόνο για μαλλιά και φούστες! αντεπιτέθηκε εκείνος.
– Είσαι ένα γουρούνι! Ένα αναίσθητο γουρούνι!
– Κι εσύ είσαι μια ανορεξική σκύλα! Φάε κάνα σοκολατάκι μπας και πάρεις κάνα γραμμάριο πάνω σου!


Η ανθοδέσμη με τα δώδεκα τριαντάφυλλα, μαζί με το βάζο, εκτοξεύθηκαν στον απέναντι τοίχο, καθώς η εξώπορτα έκλεινε με δύναμη.

– Κάθαρμα! ούρλιαξε εκείνη.
– Βλαμμένη! φώναξε απ’ έξω εκείνος.


Ο Τέρης Κικέρης, ο ζαχαροπλάστης, η ανθοπώλις, οι κοπέλες στο Hondos και ο Νίκος παρέα με τον Τάκη, νιώσανε ένα σφίξιμο στην καρδιά… Κάτι κακό είχε συμβεί!

Μυγδαλιά Αρκαδίας
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki