Friday, 10 May 2024
Το παιδί σου είναι ΔΙΚΗ ΣΟΥ ευθύνη, Αγαπητέ γονιέ.
Η Ζωοδόχος Πηγή
Ο ναός αυτός υπέστη κατά καιρούς διάφορες καταστροφές από σεισμούς και επιδρομές εχθρών, με μεγαλύτερη καταστροφή κατά την τουρκοκρατία, οπότε κατεδαφίσθη ολοσχερώς. Ανοικοδομήθηκε και πάλι το 1833-1834 (εντός 15 μηνών) επί σουλτάνου Μαχμούτ του Β΄ και πατριάρχου Κωνσταντίου του Α΄. Είναι ο γνωστός ναός της Ζωοδόχου Πηγής του Μπαλουκλή. Ο περιηγητής Gerlach (1576) αναφέρει για πρώτη φορά τους θρυλικούς ιχθύς εκ των οποίων προήλθε και η τουρκική ονομασία Μπαλουκλή (Θ.Η.Ε. 5,1242).
Έτσι την Παναγία μας, που την τιμάμε όλη την διάρκεια της Σαρακοστής με την ακολουθία των Χαιρετισμών, την τιμάμε και αμέσως μετά την ανάσταση με τη γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής. Θα λέγαμε ότι η γιορτή αυτή είναι και η πρώτη θεομητορική γιορτή μετά την ανάσταση του Χριστού.
Και η γιορτή αυτή δεν είναι τόσο η ανάμνηση του σπουδαίου αυτού γεγονότος, της ευρέσεως δηλαδή του αγιάσματος της Παναγίας μας και της ανεγέρσεως του ναού, όσο ένας πανηγυρισμός και μία υπενθύμιση της ζωντανής πραγματικότητας, ότι η Παναγία μας -κατ’ άνθρωπον- είναι η πηγή της ζωής. Ότι ο Χριστός είναι η αληθινή ζωή. Ότι ο Χριστός μας είναι ο χορηγός της ζωής.
Σήμερα στην αυλή της Ζωοδόχου Πηγής βρίσκονται οι τάφοι των Οικουμενικών
Πατριαρχών. Το δε αγίασμα βρίσκεται στον υπόγειο Ναό και αποτελείται
από μαρμαρόκτιστη πηγή, το νερό της οποίας θεωρείται αγιασμένο. Απ' εδώ
διαδόθηκε ο τύπος της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ψηφιδωτή παράσταση της εικόνας σώζεται στον
εσωνάρθηκα της Μονής της Χώρας.
Σε ανάμνηση των εγκαινίων του
Ναού από τον Αυτοκράτορα Λέοντα η Εκκλησία καθιέρωσε την κατ΄ έτος εορτή
της Ζωοδόχου Πηγής, την Παρασκευή της Διακαινήσίμου Εβδομάδας.
ποίημα του Γεώργιου Βιζυηνού
Σαράντα μέρες πολεμά ο Μωχαμέτ να πάρη
την Πόλη την μεγάλη.
Σαράντα μέρες έκαμεν ο 'γούμενος το ψάρι
στα χείλη του να βάλη.
Απ' τες σαράντα κι ύστερα, πεθύμησε να φάγη
τηγανισμένο ψάρι.
– Αν μας φυλάγ' η Παναγιά καθώς μας'ε φυλάγει,
την Πόλη ποιος θα πάρη;
Ρίχτει τα δίχτυα στον γιαλό, τρία ψαράκια πιάνει,
– Θεός να τα βλογήση!
Το λάδι βάλλει στην φωτιά μες στ' αργυρό τηγάνι,
για να τα τηγανίση.
Τα τηγανίζ' από την μια, και πά' να τα γυρίση
κι από το άλλο μέρος.
Ο παραγιός του βιαστικά πετά να του μιλήση,
και τάχασεν ο γέρος!
– Μην τηγανίζης, γέροντα, και μόσχισε το ψάρι
στην Πόλη την μεγάλη!
Την Πόλη την εξακουστή οι Τούρκοι έχουν πάρει,
μας κόβουν το κεφάλι!
– Στην Πόλη Τούρκου δεν πατούν κι Αγαρηνού ποδάρια!
Με φαίνεται σαν ψεύμα!
Μ' αν είν' αλήθεια το κακό, να σηκωθούν τα ψάρια
να πέσουν μες στο ρεύμα!
Ακόμ' ο λόγος βάσταγε, τα ψάρι' απ' το τηγάνι,
την μια μεριά ψημένα,
πηδήξανε κι επέσανε στης λίμνης την λεκάνη,
γερά, ζωντανεμένα.
Ακόμ' ώς τώρα πλέουνε, κόκκιν' από το μέρος,
όπου τα είχε ψήσει.
Φυλάγουν το Βυζάντιο ν' αναστηθή κι ο γέρος
να τ' αποτηγανίση.