Κάθε φορά που μασουλάτε πανευτυχείς ένα ζεστό κρουασανάκι με τον καφέ σας το πρωί, να ξέρετε πως άθελά σας, μνημονεύετε μια μεγάλη νίκη της Ευρώπης εναντίον του Οθωμανικού επεκτατισμού!
Λοιπόν, ακούστε μια ιστορία, που ξεκινάει με τη δεύτερη πολιορκία της Βιέννης (1683)από τον Καρά Μουσταφά Πασά και τις 120 χιλιάδες των στρατιωτών του.
Οι Τούρκοι, αδυνατώντας να πάρουν την πόλη εξ εφόδου, έσκαβαν συνεχώς λαγούμια, υπονόμους, με σκοπό να τινάξουν τα τείχη στον αέρα ή και να τα προσπεράσουν, ώστε να βρεθούν μέσα στην πόλη. Ο μύθος λέει πως κάποια στιγμή, οι βιεννέζοι αρτοποιοί, που είχαν πιάσει δουλειά απ' τα ξημερώματα, άκουσαν τους χτύπους από τις αξίνες των λαγουμιτζήδων, που είχαν φτάσει σχεδόν από κάτω τους. Οι φουρνάρηδες ειδοποίησαν τους στρατιώτες, οι οποίοι απώθησαν τελικά τους πολιορκητές. Για την ιστορία, ο αρχιστράτηγος των Οθωμανών, που απέτυχε να καταλάβει την Βιέννη, αποκεφαλίστηκε με φιρμάνι του Σουλτάνου.
Οι φουρνάρηδες, για να μην ξεχάσει κανείς τον άθλο τους, έψησαν κέικ στο σχήμα της ημισελήνου, που ήταν το έμβλημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για να δείξουν, ότι αυτοί, κάτι τέτοια τα μασάνε... Το ονόμασαν «Kipfel», δηλαδή μισοφέγγαρο.
Όταν η Αυστριακή Μαρία Αντουανέτα παντρεύτηκε τον επόμενο αιώνα τον Λουδοβίκο 16ο, λάνσαρε στην γαλλική αυλή το γλύκισμα, αλλάζοντας του όμως το όνομα: το είπε «κρουασάν», δηλαδή «ημισέληνος» στα γαλλικά. Τώρα, εάν η πολιτική ορθότητα σας απαγορεύει να φάτε ένα σύμβολο του Ισλάμ, τί να σας πω, πάρτε καμιά φρυγανιά για το πρωινό σας...
«O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν' ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να
διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι
δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του
καλού και την τάση προς αυτό...».
Γκαίτε
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι.
Σύμφωνα με τον υπέροχο και πασίγνωστο αυτό στίχο του Οδυσσέα Ελύτη (πρόκειται για την αρχή του ποιήματος «Ελένη», από την ενότητα «Σποράδες» της Συλλογής «Προσανατολισμοί»), όλοι έχουμε την αίσθηση πως το φθινόπωρο
αποτελεί πια πραγματικότητα, καθώς βιώνουμε τα πρώτα ανεπαίσθητα βήματα
του ερχομού του: τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, το μεγάλωμα της
νύχτας, το δροσερό αεράκι τα πρωινά και τα βράδια, την επάνοδο των
περισσότερων παραθεριστών…
Αποτελεί
αναμφισβήτητο γεγονός το ότι το φθινόπωρο, αυτή η εποχή της γλυκιάς
μελαγχολίας τόσο στη φύση όσο και στην ανθρώπινη ψυχή, υπήρξε ανέκαθεν
και θα είναι, για πάντα, μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης και για τους
ποιητές και για τους μουσικοσυνθέτες, Έλληνες και ξένους… Πόσα, στ’
αλήθεια, ποιήματα και πόσες μελωδίες έχουν γραφεί γι’ αυτή την εποχή,
που ο καθένας μας –άλλος λιγότερο κι άλλος περισσότερο– αγαπάει και
περιμένει!
Πιστεύω πως ένα από τα πιο γνωστά κι αγαπημένα φθινοπωρινά… τραγούδια είναι το περίφημο «Les feuilles mortes» («Τα νεκρά φύλλα»), με μουσική του JosephKosma, στίχους του σπουδαίου Γάλλου ποιητή Jacques Prévert, και ερμηνευτή τον αλησμόνητο Yves Montand.
Oh, je voudrais tant que tu te souviennes Des jours heureux où nous étions amis. En ce temps - là la vie était plus belle Et le soleil plus brûlant qu’ aujourd’ hui.
Les feuilles mortes se ramassent à la pelle, Tu vois, je n’ ai pas oublié, Les feuilles mortes se ramassent à la pelle, Les souvenirs et les regrets aussi.
Et le vent du nord les emporte Dans la nuit froide de l’ oubli. Tu vois, je n’ ai pas oublié La chanson que tu me chantais. C’ est une chanson qui nous ressemble, Toi, tu m’ aimais et je t’ aimais, Et nous vivions tous les deux ensemble, Toi qui m’ aimais, moi qui t’ aimais. Mais la vie sépare ceux qui s’ aiment Tout doucement, sans faire de bruit Et la mer efface sur le sable
les pas des amants désunis…
Ω, θα ’θελα τόσο πολύ να θυμάσαι
τις ευτυχισμένες μέρες που ήμασταν φίλοι.
Εκείνο τον καιρό η ζωή ήταν πιο όμορφη
κι ο ήλιος πιο καυτός από σήμερα.
Τα νεκρά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι,
βλέπεις, δεν ξέχασα,
τα νεκρά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι,
κι οι αναμνήσεις κι οι λύπες επίσης.
Κι ο Βοριάς τα παρασύρει μέσα στην παγωμένη νύχτα της λήθης.
Βλέπεις, δεν ξέχασα
το τραγούδι που μου τραγουδούσες.
Είναι ένα τραγούδι που μας μοιάζει,
εσύ μ’ αγαπούσες κι εγώ σ’ αγαπούσα,
και ζούσαμε μαζί οι δυο μας,
εσύ που μ’ αγαπούσες, εγώ που σ’ αγαπούσα.
Αλλά η ζωή χωρίζει αυτούς που αγαπιούνται,
τόσο γλυκά, δίχως να κάνει θόρυβο,
και η θάλασσα σβήνει πάνω στην άμμο
τα βήματα των εραστών που χώρισαν…
«Φθινοπώριασε» είναι ο τίτλος ενός πραγματικά θαυμάσιου ποιήματος του μεγάλου Γάλλου ποιητή Arthur Rimbaud. Η απαγγελία της σύνθεσης από τον Γιώργο Κιμούλη είναι κυριολεκτικά συγκλονιστική…
Ο περίφημος λυρικός ποιητής μας Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932), εμπνευσμένος από την εποχή του φθινοπώρου στη θάλασσα, έγραψε το υπέροχο ποίημα «Θαλασσινό φθινόπωρο», το οποίο μελοποίησε ο Μιχάλης Τερζής, και ερμήνευσε θαυμάσια ο Κώστας Καράλης.
Θαλασσινό φθινόπωρο
στον πάτο έχει σκεπάσει
τις αστραπές των κογχυλιών
και των φυκιών τα δάση.
Και μια θολούρα αδιάκοπη
ποιος ξέρει που ’χει πάρει
τις αστραπές των κογχυλιών
και των φυκιών το σμάρι.
Σαν κάστρα που ρημάξανε
τα βράχια στο Λιμάνι
μόνο της μπόρας έμειναν
οι γλάροι καπετάνιοι.
Κι η χειμωνιάτικη νυχτιά
μονάχα αυτή το ρίχτει
στην κυματούσα θάλασσα
το σκοτεινό της δίχτυ.
Στην Ενότητα Β της Συλλογής «Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου» του Τάσου Λειβαδίτη ανήκει ένα θαυμάσιο ποίημα, με τίτλο «Φθινόπωρο».
Ονειρεύομαι ένα άγαλμα να κλαίει μες στην ομίχλη,
έναν φυλακισμένο να τραγουδά,
μια γυναίκα να μην κλέβει τα χρόνια της,
ένα παιδί που να μη ρωτά.
Το φθινόπωρο θα μαζέψω όλα τα φύλλα στην πόρτα μου
να γείρει η χαμένη ζωή μου.
Στην Ενότητα Γ της ίδιας Συλλογής Τάσου Λειβαδίτη ανήκει και το πανέμορφο ποίημα «Φθινοπωρινό σούρουπο».
Βράδιαζε και στο βάθος του φθινοπωρινού δρόμου λιγόστευε
όλο και πιο πολύ το φως
σα να τέλειωνε για πάντα ο κόσμος.
Και ο Νίκος Γκάτσος, εμπνευσμένος κι αυτός από τη μελαγχολία του φθινοπώρου, έγραψε το ποίημα «Δάκρυα του φθινοπώρου», το οποίο μελοποίησε ο Σταύρος Ξαρχάκος, και ερμήνευσε υπέροχα η Δήμητρα Γαλάνη.
Αργά
χθες τη νύχτα, μετά τα μεσάνυχτα, βγήκα στη βεράντα. Ύψωσα το βλέμμα
μου στον ουρανό κι αντίκρυσα το φεγγάρι. Ήταν γερμένο, μισόγιομο, κι
απέπνεε θλίψη και παράπονο. Το φως του θαμπό, λιγοστό, μελαγχολικό. «Το
φθινοπωρινό φεγγάρι» σκέφθηκα… «Το φεγγάρι του Σεπτέμβρη… Πόσο
αλλιώτικο από την αυγουστιάτικη πανσέληνο…». Η δροσιά της υποβλητικής,
φθινοπωρινής νύχτας, που είχε τυλίξει το κορμί μου, μεταμορφώθηκε σε
μιαν ανεξήγητη μελαγχολία, που κατέκλυσε την ψυχή μου… Μπήκα μέσα κι
έκλεισα τη μπαλκονόπορτα. Κι αμέσως, θυμήθηκα εκείνο το γνωστό κι
αγαπημένο ποίημα του Νίκου Γκάτσου, το «Απόψε φθινοπώριασε», μελοποιημένο από τον Μάνο Χατζιδάκι, και ερμηνευμένο από τον Μανώλη Μητσιά… Το σιγοτραγούδησα κι αποκοιμήθηκα, επαναλαμβάνοντας –ξανά και ξανά– τους στίχους:
Απόψε φθινοπώριασε
και τ’ όνειρο ξεθώριασε.
Καρδιά μου, κάνε υπομονή,
κι ο ήλιος θα ξαναφανεί…
Εύχομαι από καρδιάς σε όλους ένα πανέμορφο Φθινόπωρο…
Γιόλα Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και ποιήτρια palmografos ΟΤΑΝ ΗΡΘΕΣ
Εσβήναν τα χρυσάνθεμα σαν πόθοι στον κήπον όταν ήρθες. Εγελούσες γαλήνια, σα λευκό χαμολουλούδι. Αμίλητος, τη μέσα μου μαυρίλα την έκανα γλυκύτατο τραγούδι κι απάνω σου το λέγανε τα φύλλα.
Κώστας Καρυωτάκης
Δημοσιεύτηκε στον «Νουμά» (650), 21 Σεπτεμβρίου 1919
ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ: «Φθινόπωρο» Τί γυρεύει το κορίτσι στο σκοτάδι της καρέκλας; Γρήγορα καθώς νυχτώνει το φθινόπωρο γδύνεται με σύννεφα μπροστά στα μάτια με τη βροχή μες στο κεφάλι με τη βελόνα στην καρδιά βγάζει τις κάλτσες βγάζει τα λουλούδια πετάει το φωτοστέφανο έξω τα φύλλα του καιρού βάφονται μες στο αίμα
Jacques Prévert: «Τα νεκρά φύλλα» Ω, θα ’θελα τόσο πολύ να θυμάσαι τις ευτυχισμένες μέρες που ήμασταν φίλοι. Εκείνο τον καιρό η ζωή ήταν πιο όμορφη κι ο ήλιος πιο καυτός από σήμερα.
Τα νεκρά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι, βλέπεις, δεν ξέχασα, τα νεκρά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι, κι οι αναμνήσεις κι οι λύπες επίσης.
Κι ο Βοριάς τα παρασύρει μέσα στην παγωμένη νύχτα της λήθης. Βλέπεις, δεν ξέχασα το τραγούδι που μου τραγουδούσες.
Είναι ένα τραγούδι που μας μοιάζει, εσύ μ’ αγαπούσες κι εγώ σ’ αγαπούσα, και ζούσαμε μαζί οι δυο μας, εσύ που μ’ αγαπούσες, εγώ που σ’ αγαπούσα.
Αλλά η ζωή χωρίζει αυτούς που αγαπιούνται, τόσο γλυκά, δίχως να κάνει θόρυβο, και η θάλασσα σβήνει πάνω στην άμμο τα βήματα των εραστών που χώρισαν…
ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΧΑΙΚΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ από την ανθολογία: Χάικου, μτφ. Χρήστος Καφτεράνης-Ηλίας Γκούμας, εκδ. μάτι 2002
Φθινοπωρινό σούρουπο στο γυμνό κλαδί ένα κοράκι
Ατέλειωτη νύχτα ο θόρυβος του νερού διηγείται αυτά που σκέφτομαι
Ποτάμια ομίχλη σπρώχνοντας το άλογο στο νερό ο υδάτινος ήχος
Πεζοπόρος στη φθινοπωρινή πεδιάδα πίσω μου έρχεται κάποιος
Το βουνό σκοτεινιάζει με την εκθαμβωτική πορφύρα των φθινοπωρινών φύλλων ΠΗΓΗ ΠΗΓΗ
— Κάτσε, χρυσό μου, φρόνιμα, να σε πλύνω! είπε η
μαμά. — Παιδί μου, πρέπει να σταθείς ήσυχο, έκανε το
νερό. — Αν δεν τριφτείς καλά με το σαπούνι, δε θα βγουν οι μουντζούρες! είπε ο
τρίφτης. — Το ένα αυτί το σκουπίσαμε, τώρα η σειρά του άλλου! έκανε η πετσέτα. — Λίγο βούρτσισμα ακόμη και θα είμαστε χτενισμένοι! είπαν η
βούρτσα
και το
χτένι. — Πρώτα το ένα χεράκι κι ύστερα το άλλο! συμβούλεψε τοπουκάμισο. — Όσο πάνε, τα γαμπάκια μας παχαίνουν! αναστέναξαν οι
κάλτσες. — Ό,τι αξίζει όλο το ντύσιμο, αξίζουν τα παπούτσια! καμάρωσαν τα μαύρα
γυαλιστερά
μποτάκια. — Τώρα φόρεσέ με δίχως να ξεχτενιστείς! είπε το κόκκινοπουλοβεράκι. — Και το τελευταίο εγώ! έκανε το μακρύ βελουδένιο
παντελόνι. — Τώρα δε μένει παρά να σου σκουπίσω τη μυτούλα! πρόσθεσε το κάτασπρο
μαντιλάκι. — Έτοιμοι! έτοιμοι! φώναξαν
όλα μαζί. — Τίποτε δεν είναι έτοιμο, αν δε φιλήσω εγώ το παιδάκι μου! είπε η
μανούλα και έδωσε ένα ζεστό ζεστό
φιλί στο μαγουλάκι.