Από Κλαίρη Τζωρτζάκη
Αυτή τη φορά δεν υπήρξαν εναγκαλισμοί ή ασπασμοί.
Ο αποχαιρετισμός ήταν θυμωμένος και βιαστικός.
Δε θα καταλάβαινα καν ότι ήταν αποχαιρετισμός, αν δεν έβλεπα ξεκάθαρα ότι απομακρυνόσουν μέσα στη νύχτα, με το σακ βουαγιάζ στον ώμο, χωρίς να γυρίσεις να κοιτάξεις, χωρίς να πεις «γεια» ή να σου πω «καλό ταξίδι, πάρε με μόλις φτάσεις», λες και είχαμε μαζέψει στην τσέπη μας υπογραφές και εγγυήσεις πως «ναι, θα τα ξαναπούμε σύντομα» και όλα αυτά είναι ναζάκια που κάνουμε, ξέρεις τώρα, σαχλίτσες και μικροεγωϊσμοί, τσακωθήκαμε μεν αλλά έχουμε όλο τον χρόνο μπροστά μας να τα ξαναβρούμε.
Ας μείνουμε λίγο θυμωμένες μεταξύ μας, δε βαριέσαι, μάνα και κόρη που είπαν μια κουβέντα παραπάνω, θα ηρεμήσουν τα πνεύματα χωρίς να χρειαστεί να κάνουμε κάτι.
Εγώ όμως το σκέφτομαι συνέχεια και με στεναχωρεί και με κάνει να αναρωτιέμαι, είναι άραγε και για εσένα το ίδιο σπουδαίο μέσα στην ημέρα σου(;) το γεγονός ότι πέρασε ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο χωρίς να μιλήσουμε η μία στην άλλη – τι κάνεις αγάπη μου; καλά είμαι, μαμά, καφέ πίνω και σε μια ώρα θα πάω στη σχολή – θυμάσαι να μας έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο (;) να έχουμε χάσει δηλαδή με τόσο χαζό τρόπο, είτε εσύ, είτε εγώ, ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο από τη μεταξύ μας ζωή;
«Ποτέ μην κοιμάσαι τσακωμένη» σου έλεγα όταν ήσουν μικρή, και αν κάπου εδώ θα έπρεπε να σου ζητήσω συγγνώμη, καρδιά μου, για να λήξει όλο αυτό, δεν το κάνω όχι για κανένα άλλο λόγο αλλά από μια νοσηρότατη περιέργεια να δω αν κατάφερα ως μάνα να σε μάθω να ζητάς.