Saturday 15 August 2020

Φώτης Κόντογλου: Ἡ Χαρὰ τῶν Χριστιανῶν

Ἡ Παναγία εἶναι τὸ πνευματικὸ στόλισμα τῆς ὀρθοδοξίας. Γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες εἶναι ἡ πονεμένη μητέρα, ἡ παρηγορήτρια κ᾿ ἡ προστάτρια, ποὺ μᾶς παραστέκεται σὲ κάθε περίσταση.
Σὲ κάθε μέρος τῆς Ἑλλάδας εἶναι χτισμένες ἀμέτρητες ἐκκλησιὲς καὶ μοναστήρια, παλάτια αὐτηνῆς τῆς ταπεινῆς βασίλισσας, κι᾿ ἕνα σωρὸ ρημοκλήσια, μέσα στὰ βουνά, στοὺς κάμπους καὶ στὰ νησιά, μοσκοβολημένα ἀπὸ τὴν παρθενικὴ καὶ πνευματικὴ εὐωδία της. Μέσα στὸ καθένα ἀπ᾿ αὐτὰ βρίσκεται τὸ παληὸ καὶ σεβάσμιο εἰκόνισμά της μὲ τὸ μελαχροινὸ καὶ χρυσοκέρινο πρόσωπό της, ποὺ τὸ βρέχουνε ὁλοένα τὰ δάκρυα τοῦ βασανισμένου λαοῦ μας, γιατὶ δὲν ἔχουμε ἄλλη νὰ μᾶς βοηθήσει, παρεκτὸς ἀπὸ τὴν Παναγία, «ἄλλην γὰρ οὐκ ἔχομεν ἁμαρτωλοὶ πρὸς Θεὸν ἐν κινδύνοις καὶ θλίψεσιν ἀεὶ μεσιτείαν, οἱ κατακαμπτόμενοι ὑπὸ πταισμάτων πολλῶν». Τὸ κάλλος τῆς Παναγίας δὲν εἶναι κάλλος σαρκικό, ἀλλὰ πνευματικό, γιατὶ ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ὁ πόνος κ᾿ ἡ ἁγιότητα, ὑπάρχει μονάχα κάλλος πνευματικό. Τὸ σαρκικὸ κάλλος φέρνει τὴ σαρκικὴ ἔξαψη, ἐνῶ τὸ πνευματικὸ κάλλος φέρνει κατυάνυξη, σεβασμὸ κι᾿ ἁγνὴ ἀγάπη. Αὐτὸ τὸ κάλλος ἔχει ἡ Παναγία. Κι᾿ αὐτὸ τὸ κάλλος εἶναι ἀποτυπωμένο στὰ ἑλληνικὰ εἰκονίσματά της ποὺ τὰ κάνανε ἄνθρωποι εὐσεβεῖς ὁποῦ νηστεύανε καὶ ψέλνανε καὶ βρισκόντανε σὲ συντριβὴ καρδίας καὶ σὲ πνευματικὴ καθαρότητα. Στὴν ὄψη τῆς Παναγίας ἔχει τυπωθεῖ αὐτὸ τὸ μυστικὸ κάλλος ποὺ τραβᾷ σὰν μαγνήτης τὶς εὐσεβεῖς ψυχὲς καὶ τὶς ἡσυχάζει καὶ τὶς παρηγορᾷ. Κι᾿ αὐτὴ ἡ πνευματικὴ εὐωδία εἶναι τὸ λεγόμενο Χαροποιὸν Πένθος (1) ποὺ μᾶς χαρίζει ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ἕνα βότανο ἄγνωστο στοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν πήγανε κοντὰ σ᾿ αὐτὸν τὸν καλὸν ποιμένα. Τούτη τὴ χαροποιὰ λύπη τὴν ἔχουνε ὅλα ὅσα ἔκανε ἡ ὀρθόδοξη τέχνη, καὶ τὰ εὐωδιάζει σὰν σμύρνα καὶ σὰν ἀλόη, κἂν εἰκόνισμα εἶναι, κἂν ὑμνωδία, κἂν ψαλμωδία, κἂν χειρόγραφο, κἂν ἄμφια, κἂν λόγος, κἂν κίνημα, κἂν εὐλογία, κἂν χαιρετισμός, κἂν μοναστήρι, κἂν κελλί, κἂν σκαλιστὸ ξύλο, κἂν κέντημα, κἂν καντήλι, κἂν ἀναλόγι, κἂν μανουάλι, ὅτι καὶ νἆναι ἁγιωτικό.
 Ἀπὸ τὰ ὀνόματα καὶ μόνο ποὺ ἔδωσε ἡ ὀρθοδοξία στὴν Παναγία, καὶ ποὺ μ᾿ αὐτὰ τὴν καταστόλισε, ὄχι σὰν εἴδωλο θεατρικό, ὅπως γίνηκε ἀλλοῦ ποὺ φορτώσανε μία κούκλα μὲ δαχτυλίδια καὶ σκουλαρήκια καὶ μὲ ἕνα σωρὸ ἄλλα ἀνίερα καὶ ἀνόητα πράγματα, λοιπὸν αὐτὰ μοναχά, λέγω, φαίνεται πόσο πνευματικὴ ἀληθινὰ εἶναι ἡ λατρεία τῆς Παναγίας στὴν ἑλληνικὴ ὀρθοδοξία. Πρῶτα-πρῶτα τὸ ἕνα ἁγιώτατο ὄνομά της: Παναγία. Ὕστερα τὰ ἄλλα: Ὑπερευλογημένη, Θεοτόκος, Παναμώμητος, Τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξωτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, Ζῶσα καὶ Ἄφθονος, Πηγή, Ἔμψυχος Κιβωτός, Ἄχραντος, Ἀμόλυντος, Κεχαριτωμένη, Ἀειμακάριστος καὶ Παναμώμητος, Προστασία, Ἐπακούουσα, Γρηγοροῦσα, Γοργοεπήκοος, Ἡγιασμένος Ναός, Παράδεισος λογικός, Ῥόδον τὸ Ἀμάραντον, Χρυσοῦν Θυμιατήριον, Χρυσὴ Λυχνία, Μαναδόχος Στάμνος, Κλίμαξ Ἐπουράνιος, Πρεσβεία θερμή, Τεῖχος ἀπροσμάχητον, Ἐλέους Πηγή, τοῦ Κόσμου Καταφύγιον, Βασιλέως Καθέδρα, Χρυσοπλοκώτατος Πύργος καὶ Δωδεκάτειχος Πόλις, Ἠλιοστάλακτος Θρόνος, Σκέπη τοῦ Κόσμου, Δένδρον ἀγλαόκαρπον, Ξύλον εὐσκιόφυλλον, Ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου, Σιὼν ἁγία, Θεοῦ κατοικητήριον, Ἐπουράνιος Πύλη, Ἀδικουμένων προστάτις, Βακτηρία τυφλῶν, Θλιβομένων ἡ χαρά, καὶ χίλια δυὸ ἄλλα, ποὺ βρίσκονται μέσα στὰ βιβλία τῆς ἐκκλησίας. Κοντὰ σ᾿ αὐτὰ εἶναι καὶ τὰ ὀνόματα ποὺ γράφουνε ἀπάνω στὰ ἅγια εἰκονίσματά της οἱ ἁγιογράφοι: Ὁδηγήτρια, Γλυκοφιλοῦσα, Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν, ἡ Ἐλπὶς τῶν ἀπελπισμένων, ἡ Ταχεία Ἐπίσκεψις, ἡ Ἀμόλυντος, ἡ Ἐλπὶς τῶν Χριστιανῶν, ἡ Παραμυθία, ἡ Ἐλεοῦσα κι ἄλλα πολλά, ποὺ γράφουνται ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὴ συντομογραφία: ΜΗΡ ΘΥ, ποὺ θὰ πεῖ Μήτηρ Θεοῦ. Πόση ἀγάπη, πόσο σέβας καὶ πόσα κατανυκτικὰ δάκρυα φανερώνουνε μοναχὰ αὐτὰ τὰ ὀνάματα, ποὺ δὲν εἰπωθήκανε σὰν τὰ λόγια ὁποῦ βγαίνουνε εὔκολα ἀπὸ τὸ στόμα, ἀλλὰ ποὺ χαραχτήκανε στὶς ψυχὲς μὲ πόνο καὶ μὲ ταπείνωση καὶ μὲ πίστη.

Ἀμὴ οἱ ὕμνοι τῆς ποῦναι ἀμέτρητοι σὰν τἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ κ᾿ ἐξαίσιοι στὸ κάλλος, καὶ ποὺ τοὺς συνθέσανε οἱ ἅγιοι ὑμνολόγοι, «θίασον συγκροτήσαντες πνευματικόν»! Σ᾿ αὐτὸ τὸ εὐωδιασμένο περιβόλι βρίσκουνται ὅλα τὰ ἀμάραντα ἄνθη καὶ τὰ εὐωδιασμένα βότανα τοῦ λόγου. Ἀληθινὰ προφήτεψε ἡ ἴδια ἡ Παναγία γιὰ τὸν ἑαυτό της, τότε ποὺ πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Ζαχαρία καὶ τὴν ἀσπάσθηκε ἡ Ἐλισάβετ, πὼς θὰ τὴ μακαρίζουνε ὅλες οἱ γενεές: «Ἐκεῖνες τὶς μέρες, σηκώθηκε ἡ Μαριὰμ καὶ πῆγε στὴν Ὀρεινὴ μὲ σπουδὴ στὴν πολιτεία τοῦ Ἰούδα καὶ μπῆκε στὸ σπίτι τοῦ Ζαχαρία καὶ χαιρέτησε τὴν Ἐλισάβετ. Καὶ σὰν ἄκουσε ἡ Ἐλισάβετ τὸν χαιρετισμὸ τῆς Μαρίας πήδηξε τὸ παιδὶ μέσα στὴν κοιλιά της (2).

Καὶ γέμισε Πνεῦμα Ἅγιο ἡ Ἐλισάβετ καὶ φώναξε μὲ φωνὴ μεγάλη κ᾿ εἶπε: Βλογημένη εἶσαι ἐσὺ ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες καὶ βλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου. Κι᾿ ἀπὸ ποῦ μοῦ ἦρθε αὐτὸ τὸ καλό, νἄρθει ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου μου πρὸς ἐμένα; γιατὶ μόλις ἦρθε ἡ φωνὴ τοῦ χαιρετισμοῦ σου στ᾿ αὐτιά μου, ξεπέταξε τὸ παιδὶ στὴν κοιλιά μου, κι᾿ εἶναι μακάρια ἐκείνη ποὺ πίστεψε σὲ ὅσα τῆς εἶπεν ὁ Κύριος (3). Κ᾿ εἶπε ἡ Μαριάμ: «Δοξολογᾷ ἡ ψυχή μου τὸν Κύριο κι᾿ ἀναγάλλιασε τὸ πνεῦμα μου γιὰ τὸ Θεὸ τὸν Σωτῆρα μου, γιατὶ καταδέχθηκε νὰ κυτάξει τὴν ταπεινή τη δούλα του. Γιατί, νά, ἀπὸ τώρα κ᾿ ὕστερα θὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλες οἱ γενεές, ἐπειδὴ ἔκανε σὲ μένα μεγαλεῖα ὁ Δυνατός, κ᾿ εἶναι ἁγιασμένο τ᾿ ὄνομά του, καὶ τὸ ἔλεός του πηγαίνει ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ σὲ κείνους ποὺ ἔχουνε τὸν φόβο του».

Ἀμέτρητες εἶναι οἱ ὑμνωδίες τῆς Παναγίας, μὰ ἀμέτρητα εἶναι καὶ τὰ σεμνόχρωμα εἰκονίσματά της, ποὺ καταστολίζουνε τὶς ἐκκλησιές μας, ζωγραφισμένα στὸ σανίδι εἴτε στὸν τοῖχο. Σὲ κάθε ὀρθόδοξη ἐκκλησιὰ στέκεται τὸ εἰκόνισμά της στὸ τέμπλο ἀπὸ τὰ δεξιὰ τῆς ἅγιας Πόρτας. Σὲ ἄλλες εἰκόνες ζωγραφίζεται καὶ μοναχή, μὰ στὰ εἰκονίσματα τοῦ τέμπλου κρατᾶ πάντα τὸν Χριστὸ στὴν ἀγκαλιά της ἀπ᾿ τ᾿ ἀριστερά, σπάνια ἀπ᾿ τὰ δεξιά, (τότε λέγεται Δεξιοκρατοῦσα). Τὸ κεφάλι της εἶναι σκεπασμένο σεμνὰ καὶ σοβαρὰ μὲ τὸ μαφόριο, ἕνα φόρεμα φαρδὺ κι᾿ ἱερατικὸ σκοῦρο βυσσινί, ποὺ πέφτει στὸν ὦμο της ἁπλόχωρο, ἀφήνοντας νὰ φαίνεται μοναχὰ τὸ μακρουλὸ πρόσωπό της καὶ τὰ χέρια της. Ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ σκέπασμα φαίνεται μία στενὴ λουρίδα ἀπὸ τὸ δέσιμο τοῦ κεφαλιοῦ της ποὺ σφίγγει τὸ μέτωπό της καὶ ἀφίνει νὰ φανοῦνε μονάχα οἱ ἄκρες τῶν αὐτιῶν της. Τὸ μέτωπό της εἶναι σὰν μελαχροινὸ φίλντισι, ἁγνό, ἁπλὸ καὶ κατακάθαρο. Τὰ ματόφρυδά της εἶναι καμαρωτά, ζωηρὰ καὶ μακρυά, φτάνοντας ἴσαμε κοντὰ στ᾿ αὐτιά της, τὰ μάτια της ἀμυγδαλωτά, ἰσκιωμένα, καστανά, βαθειά, σοβαρὰ μὰ γλυκύτατα, μὲ τ᾿ ἀσπράδι καθαρὸ μὰ ἰσκιωμένο. Τὸ βλέμμα της εἶναι μελαγχολικὸ ἁπλό, ἴσιο, ἥσυχο, συμπαθητικό, ἀγαπητό, θλιμένο μὰ καὶ μαζὶ χαροποιό, αὐστηρὸ μὰ καὶ μαζὶ συμπονετικό, ἁγιώτατο, πνευματικό, ἀθῶο, σκεφτικό, ἄμωμο, ἐλπιδοφόρο, ὑπομονητικό, πρᾶο, σεμνώτατο, μακρυὰ ἀπὸ κάθε σαρκικὸν λογισμό, καθρέφτισμα μυστικὸ τοῦ παραδείσου, βασιλικὸ καὶ ταπεινό, ἀνθρώπινο καὶ θεϊκό, ἄκακο, ἀδελφικό, εὐγενικό, ἐλεγκτικό, ἄγρυπνο, γαληνό, φιλάνθρωπο, μητρικό, παρθενικό, δροσερό, καυτερὸ γιὰ ὅσους ἔχουνε πονηροὺς λογισμούς, τρυφερό,διαπεραστικό, ἐρευνητικό, ἀπροσποίητο, ἡγεμονικό, συγκαταβατικό, παρακαλεστικό, ἀμετασάλευτο. Ἡ μύτη της εἶναι μακρυὰ καὶ στενή, μὲ μέτρο, ἰουδαϊκή, ἄσαρκη, μὲ λεπτὰ ρουθούνια, λίγο γυριστή, σεμνή. Τὸ στόμα της μικρό, ντροπαλό, φρόνιμο, κλειστό, καθαρό, ἰσκιωμένο κατὰ τὸ μάγουλο, σὰν νὰ χαμογελᾶ ἐλαφρά. Τὸ πηγούνι της γυριστό, σεβαστό, ἀνεπιτήδευτο, ταπεινό. Τὸ μαγουλό της, παρθενικό, καθαρό, χνουδωτό, εὐωδιασμένο, ντροπαλό, χλωμὸ μὲ μίαν ἐλαφρότατη ροδοκοκκινάδα. Ὁ λαιμός της γυρτὸς ταπεινά, σμίγει μὲ τὸ πηγούνι μ᾿ ἕνα ἁπαλὸ ἴσκιασμα ποὺ τὸ λέγανε οἱ παλαιοὶ γλυκασμό. Τὸ ὅλο πρόσωπό της εἶναι ἱερατικὸ καὶ θρησκευτικό, καὶ μαρτυρᾶ ἀρχαία φυλή. Τὰ ἄχραντα χέρια της εἶναι μικρά, στενὰ μακροδάχτυλα, λεπτόνυχα. Μὲ τὸ ἀριστερὸ βαστᾶ τὸν Χριστό, καὶ τὸ δεξὶ τὄχει ἀκουμπισμένο σεμνὰ ἀπάνω στὸ στῆθος της, σὲ στάση παρακαλεστική, μὲ τὸ μεγάλο δάχτυλο μακρυὰ ἀπὸ τ᾿ ἄλλα. Στὰ πιὸ ἀρχαῖα εἰκονίσματα αὐτὸ τὸ χέρι εἶναι πιὸ ὄρθιο καὶ πιὸ ψηλά, κοντὰ στὸ λαιμό.

Ὁ πιὸ αὐστηρὸς τύπος τῆς Παναγίας εἶναι ἡ λεγόμενη Ὁδηγήτρια, ποὺ ἔχει ὄρθια τὴν κεφαλή της, ἔκφραση ἀπαθέστερη καὶ τὸ ὅλο σχῆμα της εἶναι πιὸ ἱερατικό. Ἐνῶ ἡ Γλυκοφιλοῦσα ἔχει τὸ κεφάλι της γυρτὸ κατὰ τὸ παιδί της, ποὺ τ᾿ ἀγκαλιάζει σφιχτότερα, κ᾿ ἡ ἔκφρασή της εἶναι πιὸ αἰσθηματική. Ἡ Πλατυτέρα παριστάνεται καθισμένη ἀπάνω στὸ θρόνο, αὐστηρὴ κι᾿ ἀλύγιστη, καὶ βαστᾶ τὸν Χριστὸ στὰ γόνατά της, ἀκουμπώντας τὅνα χέρι της στὸν ὦμο του καὶ μὲ τ᾿ ἄλλο βαστώντας τὸ πόδι του ἢ ἕνα μαντήλι.

Στὴν Ἑλλάδα, οἱ περισσότερες ἐκκλησιὲς τῆς Παναγίας γιορτάζουνε κατὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, δηλαδὴ στὶς 15 Αὐγούστου. Τὰ τροπάρια ποὺ ψέλνουνε σ᾿ αὐτὴ τὴ γιορτὴ εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ ἐξαίσια. Τὸ δοξαστικὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ εἶναι τὸ μονάχο τροπάρι ποὺ ψέλνεται μὲ τοὺς ὀχτὼ ἤχους, κάθε φράση κι᾿ ἄλλος ἦχος· ἀρχίζει ἀπὸ τὸν πρῶτον ἦχο καὶ τελειώνει πάλι στὸν πρῶτον.
Μὰ ὁλάκερη ἡ Ἑλλάδα δὲν ὑμνολογᾶ τὴν Παναγία μονάχα μὲ τοὺς ψαλτάδες καὶ μὲ τοὺς παπάδες στὶς ἐκκλησιές, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ κάθε τί της, μὲ τὰ χωριά, μὲ τὰ βουνά, μὲ τὰ νησιά, ποὔχουνε τ᾿ ἁγιασμένο τ᾿ ὄνομά της. Τὰ καράβια βολτατζάρουνε στὴ δροσερὴ θάλασσα, ἀνοιχτὰ ἀπὸ τοὺς κάβους ποὖναι χτισμένα τὰ μοναστήρια της, ἔχοντας στὴ πρύμνη σκαλισμένο τ᾿ ἀγαπημένο καὶ προσκυνητὸ ὄνομά της. Ὅποιος ταξιδεύει στὰ ἑλληνικὰ νερά, σ᾿ ὅποιο μέρος κι᾿ ἂν βρεθεῖ τὴ μέρα τῆς Παναγίας, θὰν ἀκούσει ἀπ᾿ ἀνοιχτὰ τὶς καμπάνες ἀπάνω ἀπὸ τὸ πέλαγο. Ἄλλες ἔρχουνται ἀπὸ τ᾿ Ἅγιον Ὄρος ποὺ τὸ λένε Περιβόλι τῆς Παναγίας, ἄλλες ἀπὸ τὴν Τῆνο ποὔχει τὸ ξακουστὸ παλάτι της, ἄλλες ἀπὸ τὴν Σαλαμίνα ποὺ γιορτάζει ἡ Φανερωμένη, ἄλλες ἀπὸ τὴ Μυτιλήνη, ἀπὸ τὴν Παναγιὰ τῆς Ἁγιάσσος καὶ τῆς Πέτρας, ἄλλες ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Σίφνου, ἄλλες ἀπὸ τὴ Σκιάθο, ἄλλες ἀπὸ τὴ Νάξο, ἀπὸ κάθε νησί, ἀπὸ κάθε κάβο, ἀπὸ κάθε στεριά.

Σημειώσεις

1.- Βλέπε τὸ «Χαροποιὸν Πένθος» τεῦχος 61 τ. 6ος Ἑλληνικὴ Δημιουργία» σ.σ. 247-251.
2.- Τὸ παιδὶ ἤτανε ὁ Πρόδρομος.
3.- Δηλαδὴ σὲ ὅσα εἶπε, στὴν Παναγία ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό.

Ἑλληνικὴ Δημιουργία, τ.61, 1959 ἢ στὸ βιβλίο «Παναγία καὶ Ὑπεραγία» των ἐκδόσεων Ἀρμός

users.uoa.gr
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Η Μονή Σουμελά το ελληνικό Ορθόδοξο μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία

Η Ιερά Μονή Παναγίας Σουμελά (ή Μονή Σουμελά) είναι ένα πασίγνωστο χριστιανικό ορθόδοξο μοναστήρι, σύμβολο του Ποντιακού Ελληνισμού. Tο 386 οι Aθηναίοι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος πάνω στους όρους Μελά, κοντά στην πόλη Τραπεζούντα, ιδρύθηκαν αυτό το μοναστήρι αφιερωμένο της ιερής εικόνας της Παναγίας της Aθηνιώτισσας που σύμφωνα με την παράδοση είχε μεταφερθεί από αγγέλους. Δημιουργός του ιερού είναι ο Eυαγγελιστής Λουκάς. Tο 1923 οι μοναχοί, όπως και το σύνολο του χριστιανικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας και του Πόντου, άφησε την Μονή και υπό τους όρους της Συνθήκης της Λωζάνης μετακόμισε στην Ελλάδα. Η ίδια την Ιερά, μετά από 1,629 χρόνια ύπαρξης, λεηλατήθηκε από Τούρκων εθνικιστών.

Η ίδρυση της μονής
Η εικόνα της Παναγίας μετά το θάνατο του Λουκά αποθηκεύτηκε στην Αθήνα σε έναν από τους ναούς προς τιμήν της Μητέρας του Θεού, όπου έμεινε μέχρι να βγει ο βυζαντινός αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α (379-395). Η εικόνα της Παναγίας Σουμελά προοριζόταν να είναι η μεσολάβηση των Ποντιακών Ελλήνων. Οι ιδρυτές του μοναστηριού, που ήταν αφιερωμένο στην Εικόνα της Παναγίας Σουμελά στον Πόντο ήταν ο Βαρνάβας και ο Σωφρόνιος. Μετά την εμφάνιση της Παναγίας, πήραν το μαντείο και επισκέφθηκαν έναν από τους αθηναϊκούς ναούς, στον οποίο διατηρήθηκε η θαυματουργή εικόνα. Μετά τη δεύτερη εμφάνιση της Παναγίας, προορίζονταν να πάνε στον Πόντο στο όρος Μέλα. Εν τω μεταξύ μπροστά στα μάτια τους η εικόνα είχε μεταφερθεί από δυο αγγέλους.

Μετά από μακρές μέρες περιπλάνησης και αναζήτησης, ο Βαρνάβα και ο Σοφρώνιος κατάφεραν να φτάσουν στον τόπο που τους υποδείχθηκε. Η θαυματουργή εικόνα ήταν σε ένα σπήλαιο σε μια ψηλή απότομη πλαγιά. Η κύρια δυσκολία για τους μοναχούς ήταν ότι δεν υπήρχαν πηγές νερού κοντά. Οι προσευχές των μοναχών για βοήθεια στέφθηκαν με ένα θαύμα. Το ιερό νερό που προέρχεται από την πηγή των Τούρκων μέχρι σήμερα αποκαλείται στα ελληνικά “Αγίασμα”.

Χάρη στην υποστήριξη της Μητέρας του Θεού, οι πρώτοι μοναχοί στο Όρος Μέλα δεν στερήθηκαν ποτέ από φαγητό και νερό. Με την πάροδο του χρόνου, το μοναστήρι έγινε γνωστό σε όλη την περιοχή. Οι ντόπιοι Χριστιανοί, παρά τη δύσκολη αναρρίχηση στην κορυφή του βουνού, ήρθαν να προσκυνήσουν την εικόνα. Ο αριθμός των μοναχών έχει επίσης αυξηθεί.
Με την υποστήριξη της γειτονικής Μονής Βαζέλων, οι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος έχτισαν στο σπήλαιο ένα κελλί και ένα καθολικό – η Εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου. Σταδιακά, με βάση τις ιδιαιτερότητες του βουνού, άρχισε να διαμορφώνεται ένα αρχιτεκτονικό συγκρότημα πολυκατοικίας που αποτελείται από οικιστικά και εμπορικά καταστήματα. Δώδεκα χιλιόμετρα από το μοναστήρι, κοντά στο χωριό Σκαλίτα, χτίστηκε ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου και της Ελένης. Δύο χιλιόμετρα μακριά χτίστηκε το εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας. Ο Βαρνάβας και ο Σωφρόνιος ανέβηκαν στον ουρανό την ίδια ημέρα το 412. Κατά τη διάρκεια της ζωής τους και στους επόμενους αιώνες, το μοναστήρι άκμασε.


Η ιερή άνοιξη προσελκύει προσκυνητές στο μοναστήρι μέχρι σήμερα. Παρά τις μακρές δεκαετίες αντιπαράθεσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, οι ποντιακοί Χριστιανοί από διάφορα μέρη του κόσμου τείνουν να φτάνουν στο μοναστήρι αφιερωμένο στην προστάτιδα τους. Το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά συμβολίζει τον Πόντο, καθώς η ακρόπολη συμβολίζει κάθε αρχαία ελληνική πόλη και την Ακρόπολη της Αθήνας – την Αθήνα

Βασίλης Τσενκελίδης, ιστορικός


Η Μονή Σουμελα είναι ένα ελληνικό Ορθόδοξο μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία, που βρίσκεται στο βουνό Μελά εντός των Ποντίων βουνών στην επαρχία Τραπεζούντας στη βορειοανατολική σύγχρονη Τουρκία. Χτισμένο τον 4 ο αιώνα, το μοναστήρι είναι ένα από τα παλαιότερα μοναστήρια του χριστιανικού κόσμου

Τα καλύτερα θα έρθουν... γιατί μας αξίζουν
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Στην Κωνσταντινούπολη ο Θρόνος της Παναγίας

Όταν την Πόλη πήραν την, και τα φουσάτα του Μωάμεθ του πορθητή μιας προδομένης κερκόπορτας μπήκαν έφιππα μες την Αγια-Σοφιά, το μέγα μοναστήρι, όπου είχαν καταφύγει οι τελευταίες χιλιάδες των Ρωμιών για να 'βρουν σωτηρία, κανείς λογικός νους δεν θα πίστευε πως απ' τη φωτιά, το τσεκούρι και το γιαταγιάνι των βαρβαρικών ορδών θα γλίτωνε έστω και το παραμικρό στοιχείο που θα θύμιζε στη συνέχεια της ζωής, ότι το δημιούργημα του Ανθεμίου και του Ισιδώρου ήταν κάποτε το κέντρο αναφοράς των Ορθοδόξων της Οικουμένης και το διαχρονικό σύμβολο της ρωμιοσύνης.
Και το σημαντικότερο ίσως, πώς θα 'ντεχε στον χρόνο, υπομένοντας τις βάναυσες προσβολές του κατακτητή που το μετέβαλε σε χώρο πίστεως δικόν του, προσπαθώντας να εξαφανίσει με βίαιη ασέβεια κάθε ορατή γλυκύτητα που κοσμούσε το εσωτερικό τής του Θεού Σοφίας. Καταστρέφοντας οτιδήποτε θύμιζε την πίστη των κατακτημένων, πίστεψαν λαθεμένα οι Οθωμανοί πως είχαν καταφέρει να περάσουν στο σκοτάδι της λησμονιάς την Ιστορία και, το κυριότερο γι' αυτούς, ότι είχαν «πετύχει» να... διώξουν τον Ρωμιό θεό απ' το «σπίτι» του, με τη νίκη, τη σφαγή και τη βεβήλωση, των όποιων συμβόλων του.

Άλλοι είπαν, «δεν υπάρχει πια ο Θεός τους» και μερικοί, πως «τους εγκατέλειψε». Και μ' αυτήν την ψεύτικη αίσθηση έζησαν επί αιώνες οι Τούρκοι, που στην πραγματικότητα όμως ποτέ δεν είχαν μέσα τους αποδεχθεί την Αγια-Σοφιά σαν τον καταδικό τους τόπο λατρείας. Γι' αυτό από «ζήλεια» προς τον Ιουστινιανό, ο Πορθητής έκτισε, «και κατ' εικόνα και ομοίωση» απέναντι ακριβώς από την Αγια-Σοφιά, το μπλε τζαμί, που για τους κατακτητές έγινε πλέον το δικό τους σημείο αναφοράς. Γιατί, η Αγια-Σοφιά, πράγματι, ποτέ δεν θα γινόταν δική τους. Με το σπαθί την πήραν, «σκλάβα» ήταν και όλοι οι σκλάβοι, απλώς υπομένουν. Κατά πολύ περισσότερο μάλιστα όταν σ' αυτόν τον χώρο που φυλασσόταν από τον ίδιο τον Χριστό, εξακολουθούσε να μυρίζει έντονα άρωμα Ορθοδοξίας, ρωμιοσύνης, ελευθερίας. O «σκλάβος» λοιπόν δεν έγινε ποτέ φίλος με τον αφέντη. Αυτό το καταλάβαιναν οι πιο ρεαλιστές και φιλελεύθεροι Τούρκοι, γι' αυτό και ζητούσαν να μεταβληθεί σε μουσείο, αφού γνώριζαν πως δεν πρόκειται ποτέ να κερδίσει τις οθωμανικές καρδιές η Αγια-Σοφιά. Μόνον προβλήματα θα δημιουργούσε μεταξύ των δύο πλευρών. Ομως επέμεναν οι Οθωμανοί, γιατί ήταν γι' αυτούς το κορυφαίο λάφυρο που πιστοποιούσε την κατάκτηση της βασιλίδος των Πόλεων.

Το «κορυφαίο λάφυρο» όμως διέψευσε τις προσδοκίες τους για αφανισμό, όχι μόνον των Ρωμιών, αλλά και κάθε στοιχείου που θύμιζε την ιστορική και πνευματική τους παρουσία. Στάθηκε όρθιο, νίκησε τον χρόνο, δεν έχασε την «ταυτότητά» του, προς έκπληξη των «βασανιστών». Με την παρουσία του έδινε ελπίδα, συνεχίζοντας να φωτοδοτεί και να εμπνέει. Ούτε τούρκικο έγινε, ούτε έπαψε να αποτελεί το σύμβολο Ορθοδοξίας και ρωμιοσύνης. Και η εξήγηση που «ερμήνευσε» τελικά τον «θρύλο του μαρμαρωμένο βασιλιά», δόθηκε από την αρχαιολογική προσέγγιση.

Όταν μετά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο Αμερικανοί αρχαιολόγοι ανέλαβαν να αποκαταστήσουν τον ήδη λειτουργούντα ως Μουσείο πλέον, από τα χρόνια του Κεμάλ, εσωτερικό χώρο της Αγίας Σοφίας, με θαυμασμό διαπίστωσαν πως κάτω από τον οθωμανικό σοβά και τα αραβικά σύμβολα του Ισλάμ, παρέμενε ολοζώντανη και αγέρωχη με τα σωστικά της μάτια ορθάνοιχτα η προστάτιδα της Κωνσταντινουπόλεως, η μάνα του Χριστού, που ο ίδιος της είχε αναθέσει αυτόν τον μοναδικό ρόλο. Πάνω από το Ιερό της Εκκλησίας των Εκκλησιών, ορθή η Πλατυτέρα επί αιώνες φύλαγε τον ναό που της αφιέρωσε ο Ιουστινιανός και την Πόλη που της προσέφερε ο Μέγας Κωνσταντίνος. Ένθρονη η θεομήτωρ, με τον μικρό Χριστό στην αγκαλιά δέχεται τα μοναδικά δώρα που καταθέτουν στην χάρη της οι δύο αυτοί μεγάλοι αυτοκράτορες.
Μετά δηλαδή την Πλατυτέρα που ευλογεί και σώζει, δίνοντας έτσι την εξήγηση για το πώς σώθηκαν σύμβολα, μνήμες και άνθρωποι από τη λαίλαπα των Οθωμανών, ένα άλλο μοναδικό ψηφιδωτό στον νάρθηκα αποκαλύπτει την αλήθεια: «H Παναγιά είναι δικαιωματικά προστάτιδα της Πόλης των Πόλεων». Γι' αυτό και οι εκκλησίες της Βασιλευούσας που είναι αφιερωμένες σ' αυτήν, αλλά και πολλές άλλες, προστατεύονται από θαυματουργές εικόνες της, ενώ οι θρύλοι που ακολουθούν ναούς και εικονίσματα, βγαλμένοι από την ιστορική παράδοση, αλλά και την ανθρώπινη επικοινωνία με το θείο, γίνονται παραμύθι, τραγούδι, μοιρολόι ελπίδας όμως.

Ως φύλαξ άγγελος τής Κωνσταντίνου Πόλεως που την έκτισε και της την παρέδωσε και ως πλατυτέρα μέσα από τον ναό της του Θεού Σοφίας που της προσέφερε ο Ιουστινιανός η Παναγία αγκάλιασε την Πόλη της και τη γέμισε με τον χρόνο, από την παρουσία της. «Ζωοδόχος Πηγή» στην Ιερά Μονή Βαλουηλίου, έξω από τα Δυτικά Τείχη, με τη θαυματουργή εικόνα της, τη μισοκαμένη από τους βανδαλισμούς του 1955, ακοίμητη περιθάλπει, σφογγίζει δάκρυα, μοιράζει ελπίδα. Είναι η αγαπημένη της Λωξάνδρας όπως και των περισσοτέρων Κωνσταντινουπολιτών που την επικαλούνται σε κάθε καλή ή κακή στιγμή τους, πηγαίνουν και την προσκυνούν και κατεβαίνουν στο αγίασμά της να δροσίσουν την ψυχή, να ευλογηθούν και να ζήσουν από κοντά τον θρύλο με τα κοκκινόψαρα που ακόμη μέχρι σήμερα θυμίζουν το πάρσιμο της Πόλης. Δεν πίστεψε η καλοκάγαθη καλόγρια της Μονής το θλιβερό μαντάτο που της ανήγγειλαν την ώρα που τηγάνιζε ψάρια.

- Αν είναι αλήθεια ότι αλώθηκε η Πόλη, είπε, τότε να ζωντανέψουν τα ψάρια που τηγανίζω και να πέσουν στο νερό.
Και αυτό έγινε μονομιάς. Τα κοκκινόψαρα απέκτησαν ζωή, πήδησαν στην παρακείμενη πηγή και άρχισαν να κολυμπούν, ενώ η δύσμοιρη καλογριά έπεσε σε λυγμούς. Αυτά τα κοκκινόψαρα και σήμερα θυμίζουν την θλιβερή επιβεβαίωση. Και από αυτά τα ψάρια η Ιερά Μονή της Ζωοδόχου Πηγής πήρε το λαϊκό προσονύμιο Βαλουκλιώτισσα ή Μπαλουκλιώτισσα από το τουρκικό «μπαλίκ» που σημαίνει «ψάρι».

Στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου από το 1601 όπου μεταφέρθηκε το Κέντρο της Ορθοδοξίας και του Γένους, δύο Παναγιές θαυματουργές το προστατεύουν και δέχονται τις παρακλήσεις των πιστών.


Η ψηφιδωτή-μωσαϊκό φορητή εικόνα της Παμμακαρίστου του 12ου αιώνα που την έφεραν στο Φανάρι οι χειμαζόμενοι πατριαρχικοί έπειτα από περιπλάνηση. Ήταν η προστάτιδα εικόνα της Ιεράς Μονής Παμμακαρίστου, όπου είχε εγκατασταθεί το Πατριαρχείο έπειτα από πολλές περιπέτειες. Στη συνέχεια ένας νέος διωγμός από τον περικαλλή μεγάλο βυζαντινό ναό που τον έκαναν τζαμί οι Τούρκοι, ανάγκασε τον πατριάρχη και τον λοιπό κλήρο να μεταφερθούν στον Άγιο Δημήτριο Ξυλόπορτας, όπου έφεραν και την θαυματουργή εικόνα της Παμμακαρίστου. Από το 1601, όμως, που εγκαταστάθηκε το Πατριαρχείο στο Φανάρι, η εικόνα της βρίσκεται στον ναό του Αγίου Γεωργίου, στο δεξιό κλίτος, λίγα μέτρα αριστερά του ιστορικού τέμπλου. Απέναντι ακριβώς στο αριστερό κλίτος η φορητή, επίσης θαυματουργή, Παναγία της Φανερωμένης της Κυζίκου του 12ου αιώνος, την οποία ευλαβούνται όλοι οι Μικρασιάτες ειδικά.


Πάνω από το Φανάρι και πλάι στη Μεγάλη του Γένους Σχολή βρίσκεται η Παναγιά η Μουχλιώτισσα με την βυζαντινή εικόνα της και τον θαυμάσιο ναό που θυμίζει άλλες εποχές. Και φθάνουμε στην Παναγιά των Βλαχερνών, στο Αγίασμα μέσα από το οποίο αναδύθηκε το άσμα των ασμάτων για την υπεραγία Θεοτόκο. Μέσα σε έναν μοναδικό σε κάλλος και αρχιτεκτονική ναό που τον έκαψαν οι Σταυροφόροι, χιλιάδες πιστοί υπό τον Πατριάρχη Σέργιο και τον πρωθυπουργό Βώνο, λέει η παράδοση, ότι έψαλαν το «τη υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια», το οποίο μόλις είχαν εμπνευστεί, ευχαριστώντας την Παναγιά που έσωσε με την παρουσία της την Κωνσταντινούπολη από τους Αβάρους τον 7ο μ.Χ. αιώνα. Την πολιορκούσαν από ξηράς και θαλάσσης, επιθυμώντας να την καταλάβουν, δραττόμενοι της ευκαιρίας ότι απουσίαζε με τον στρατό ο αυτοκράτορας Ηράκλειος. Οι Βυζαντινοί μαχητές την έβλεπαν να πολεμά δίπλα τους, να ανταριάζει τη θάλασσα και να βουλιάζει τα καράβια των εχθρών που επιβουλεύονταν τη δική της Πόλη. Σήμερα, μόνο το Αγίασμα και ένας ταπεινός ναός με έναν μεγάλο ολάνθιστο κήπο, και με τη συνδρομή της ψυχής και της φαντασίας, θυμίζουν το χθες, τον Βώνο και τον Σέργιο να γυρίζουν τα τείχη και να εμψυχώνουν τους πολεμιστές.


Ιστορικό είναι επίσης το αγίασμα της Θεοτόκου Βεφά, ενώ μια εξίσου θαυματουργή βυζαντινή εικόνα της Παναγίας βρίσκεται στον ιερό ναό Αγίας Τριάδος της Σχολής στην Χάλκη. Είναι η Παναγιά της Παυσολύπης, που καλεί κάθε Ρωμιό να παύσει να λυπάται για το χθες και να κοιτάζει μπροστά, χωρίς όμως να το λησμονεί.

Όμως, οι Παναγίες της Κωνσταντινουπόλεως δεν σταματούν εδώ. Πολλές και ιστορικές καλύπτουν πολλούς αιώνες. Τα Εισόδια της Θεοτόκου στο Σταυροδρόμι, ο Ευαγγελισμός Προπόδων στα Ταταύλα, η Κοίμηση Διπλοκιονίου, καθώς και ο ναός των Γενεθλίων της Παναγίας Παλαιού Μπάνιου, επίσης στο Διπλοκιόνιο, ο Ευαγγελισμός στο Βαφεοχώρι, η Κοίμηση στο Νεοχώρι, η Παναγιά της Ελπίδος στο Κοντοσκάλι, η Κοίμηση της Θεοτόκου εξ Μαρμάρων, το γενέθλιο της Θεοτόκου Βελιγραδίου, η Κοίμηση του Βαλίνου, η Παναγιά των Ουρανών Σαλματοβρουκίου, η Παναγιά Χαντσεργιώτισσα, η Παναγία της Σούδας-Εγρίκα που, ενώ σε όλους, μα όλους τους ναούς της Πόλης, δεκάδες ιστορικές βυζαντινές ή μεταβυζαντινές εικόνες της Παναγίας εξιστορούν στον προσκυνητή τα όσα είδαν μέσα στους αιώνες, τους «βεβαιώνουν» ότι η Θεοτόκος παραμένει ακοίμητη μάνα της Κωνσταντινουπόλεως και «δηλώνουν» ότι θα συνεχίσουν τον δικό τους ιστορικό και πνευματικό δρόμο, που στις μέρες μας μπορεί να είναι εξίσου δύσβατος, αλλά η ευαισθησία των Ρωμιών έχει αρχίσει να το διαβαίνει.

Χάρις στο ενδιαφέρον του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου που κατάφερε να ξεσηκώσει τις ψυχές πολλών ευπόρων Ελλήνων, αλλά και να προσεγγίσει τις καρδιές χιλιάδων Ρωμιών ανά τον κόσμο, τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν αναστηλωθεί και συντηρηθεί πολλοί βυζαντινοί ναοί, προσκυνήματα και αγιάσματα, ενώ οι προσκυνηματικές επισκέψεις έχουν πολλαπλασιαστεί εντυπωσιακά. H Θεοτόκος έβαλε και πάλι το χέρι της, ώστε να σωθεί κάθε τι που κρατά ζωντανή τη δική της Πόλη.

Του Γρηγόρη Καλοκαιρινού, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki