Tuesday 31 December 2019

Παραμονές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς στην Κατοχική Ελλάδα του 1941

…από το ημερολόγιο “Φύλλα κατοχής”
21 Δεκέμβρη 1941
Παραμονές Χριστουγέννων. Αποφασίσαμε να ξεγελάσομε τη στέρηση και την πίκρα και να ετοιμάσωμε χριστουγεννιάτικο δέντρο για τα παιδά­κια της Πλάκας. Δυο δωμάτια του σπιτιού έχουν γίνει σωστό εργαστήρι. Η Δέσποινα και η Ντό­ρα, μαζί με μερικές συμμαθήτριες των, βάφουν, ράβουν, συγκολλούν, ανανεώνουν όλα τα παιχνί­δια τους. Και τα δικά τους και όσα έχουν φέρει οι φίλες τους. Τους έδωσα όλα τα αποκόμματα υ­φασμάτων που είχα, για να τα κάνουν κουβέρτες. στρωματάκια και φουστάνια κούκλων.

***********************
29 Δεκέμβρη 1941
Όλα είναι έτοιμα. Κάτω από το δέντρο ο μικρός Χριστούλης μέσα στη φάτνη του φάνταζε αληθινός. Στην τραπεζαρία, το μεγάλο τραπέζι ανοιγμένο, είναι φορτωμένο από παιχνίδια. Η κυρία Δρακούλη μας έστειλε μια πιατέλα κουραμπιέδες. Η κυρία Χαρίτου μια πίττα και η Ελ. Ποταμιάνου μελομακάρονα. Το σπίτι γεμίζει από ευτυχισμένα παιδάκια. Τρώνε γλυκά και χαζεύουν τα παιχνίδια. Η Δέσποινα και ή Ντόρα και οι φί­λες τους, με το παιδικό τους ένστικτο, καταλαβαί­νουν αμέσως τις επιθυμίες τους και προσπαθούν να τα ευχαριστήσουν.
************************
31 Δεκέμβρη 1941
Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Κλείσαμε αργά το γραφείο της οδού Βύρωνος και κίνησα πια για το σπίτι Προχωρούσα μέσα στην παγωμένη νύχτα. Το σκοτάδι ήταν πηχτό. Που και που ακούονταν κάτι σαν κλάμα, σαν παράπονο. Φανταζόμουνα σκελε­τωμένα χέρια να τεντώνονται ζητώντας κάτι, πού ήμουνα σε απόλυτη αδυναμία να τους δώσω. Ούτε ή πιο μηδαμινή ελπίδα μπορεί να εισχώρηση. Οι γερμανοί θριαμβεύουν παντού. Κ’ αυτή ή πεί­να, σαν ομαδική εξόντωση της φυλής, μας σκοτώ­νει όλους μας.
Βιαζόμουν να φτάσω. Μα ο φακός μου είχε χαλάσει και όλο και μπερδευόμουνα σε ανύποπτα εμπόδια… σ’ ένα λάκκο… σ’ ένα κορμό ξυλιασμένου δέντρου…
(1) Την κίνηση αυτή την ονομάσαμε “Ζωή στο παιδί”
...................
από το βιβλίο – ημερολόγιο : “Φύλλα Κατοχής” της Ιωάννας Τσάτσου, εκδόσεις Εστίας
για την αντιγραφή: ιστολόγιο “Αντέχουμε…”

Μνήμες από τα Χριστούγεννα της Κατοχής…
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς και ο Άγιος Βασίλειος (από ένα παλιό αναγνωστικό)

Είναι παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Τά παι­διά είναι όλο χαρά. Φτάνει ό Αγιος Βασίλης, ό γελαστός παππούς με τό σκουφί καί με την παράξενη φορεσιά. Έρχεται καταφορτωμένος. Όλόκληρο σακί έχει στή ράχη του. Καί τί δεν έχει μέσα στό σακί! Σφυρίχτρες, στρατιω­τάκια, κούκλες μεγάλες, κούκλες μικρές, ποδηλατάκια. Γιά κάθε παιδί έχει κι ένα δώρο. Γι’ αυτό καί τά παιδιά τόν περιμένουν καί τόν τρανουδούν:
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
κι αρχή καλός μας χρόνος,
Αγιος Βασίλης έρχεται άπό τήν Καισαρεία.
Βαστά εικόνα καί χαρτί, χαρτί καί καλαμάρι…»

Όλοι   οί   δρόμοι   είναι   γεμάτοι   κόσμο. Παιδιά με τρομπέτες, μέ μπαλόνια, μέ ποδηλαντάκια, μέ κούκλες, μέ ό,τι νά πεις, γυρίζουν, χαρούμενα. Όπου κι αν γυρίσεις τά μάτια, βλέπεις κόσμο.  Τά μαγαζιά γεμάτα. “Αλλοι μπαίνουν, άλλοι βγαίνουν. Οί καταστηματάρ­χες δεν προφταίνουν νά πουλούν.
— Χρόνια πολλά, Λεωνίδα! Ευτυχισμένος ό καινούριος χρόνος!
— Καλή χρονιά, Νικολάκη!
Οί χαιρετισμοί κι οί ευχές δίνουν καί παίρ­νουν. Όλοι είναι χαρούμενοι, πού ήρθε ή μεγάλη αυτή γιορτή.
Στό σπίτι ή μητέρα έχει ετοιμάσει τή βασι­λόπιτα. Όταν όλοι μαζευτούν στό τραπέζι, ό παππούς θά τήν κόψει σέ κομμάτια. Θά κάνει πρώτα τό σταυρό του, θά πει «χρόνια πολλά» καί θά τή μοιράσει.
Ένα κομμάτι γιά τό Χριστό, ένα γιά τόν Άγιο-Βασίλη, τρίτο γιά τόν εαυτό του, ένα γιά τόν πατέρα, ένα γιά τή μητέρα. Ώς καί γιά τόν ξενιτεμένο αδερφό θά κόψει κομμάτι ό παππούς.
Μά ποιος θά είναι ό τυχερός, νά βρει τό φλουρί, πού είναι στή βασιλόπιτα; Ή Κούλα κι ό Παντελάκης όλο γι’ αυτό συζητούν .
βασιλοπιτα

Ό καινούριος χρόνος
1 Ιανουαρίου γράφει τό ημερολόγιο. Ό χρόνος αλλάζει. Ό παλιός φεύγει. Έρχεται ό καινούριος. Ό παλιός δε γυρίζει πιά. Όπως δέν ξαναγυρίζει τό νερό, πού τρέχει άπό τή βρύση. Ό παππούς γίνεται πιό μεγάλος ένα χρόνο. Ό πατέρας, ή μητέρα, ό Παντελάκης, ή Κούλα, όλοι μεγαλώνουμε ένα χρόνο ακόμη.
Χρόνια πολλά παππού! εύχονται τά παι­δάκια στον παππού τους καί του φιλούν τό χέ­ρι.
Χρόνια πολλά παιδάκια μου! Καλός κι ευτυχισμένος ό καινούριος χρόνος, τους εύχεται κι εκείνος καί τά χαϊδεύει τρυφερά.
Μά όταν μείνει μονός ό παππούς, σκέφτε­ται. Σκέφτεται πώς ήταν κι αυτός σάν τόν Παντελάκη καί σάν τήν Κούλα. Καί χρόνο μέ τό χρόνο έγιναν τά μαλλιά του βαμπάκι. Καί τήν ώρα εκείνη θυμάται κάποιο τραγούδι:
Ό Άι-Βασίλης έρχεται
με γέλια καί μέ δώρα,
καινούριος χρόνος έφτασε
μ’ ελπίδες καί χαρά.
.
Ό άλλος χρόνος γέρασε
καί φεύγει μακριά μας,
σάν όνειρο έπέρασε
μέ τήν Πρωτοχρονιά.
.
Ό Άι-Βασίλης έρχεται,
καινούριος χρόνος έφτασε.
Ό άλλος χρόνος γέρασε,
σάν όνειρο έπέρασε.
.
Όλοι μαζί πάλι,παιδιά,
ήρθ’ ή χρυσή, καλή χρονιά.
Γιορτάστε τήν Πρωτοχρονιά
μέ μιά καρδιά καί μέ χαρά.

Παλιό Αναγνωστικό Β Δημοτικού , Αθήνα 1979
ΑΙ -βΑΣΊΛΗς
Ελάτε στο τραπέζι μας απόψε,
για τή χαρά νά κάμωμε μια θέσι.
 Τήν πίττα μας, πατέρα, τώρα κόψε,
νά ίδούμε το φλουρί σε ποιόν θα πέση.
.
Κι ας μένη έτσι στρωμένο απόψε, άς μένη
κι ή σόμπα μας άς καίη εκεί στο πλάι
Άπόψε με τήν κάπα χιονισμένη
Θά ‘ρθη κι ό “Αι-Βασίλης για νά φάη.

Παλιό Αναγνωστικό Δ Δημοτικού

για την αντιγραφή: ιστολόγιο “Αντέχουμε…”
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

“Καρδία συντετριμμένη και τεταπεινωμένη…” (παραμονή πρωτοχρονιάς με τον Φώτη Κόντογλου)

Του αειμνήστου ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ † 1965
…Χρυσά χέρια και πολλά χαρίσματα μου έδωσε ο Κύριος. Δεν τα μεταχειρίσθηκα για να αποχτήσω υλικά αγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενός είδους καλοπέραση. Τα μεταχειρίσθηκα προς δόξαν του Κυρίου και της Ορθοδοξίας του.
Όχι μόνο τον εαυτό μου παράβλεψα, μα και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου τα αδίκησα, κατά το πνεύμα του κόσμου.
Κανένας άνθρωπος δεν στάθηκε τόσο ανίκανος να βοηθήσει τους συγγενείς του, όσο εγώ. Μ’ όλο που είχα ένα όνομα και πολλούς θαυμαστές, ποτέ δεν τα μεταχειρίσθηκα για ωφέλειά μου, τόσο, ώστε ν’ απορούν οι γνωστοί μου κι οι ξένοι.
Λεπτομέρεια από την οικογένεια του ζωγράφου, με τη Δεσπούλα να συμμετέχει στο έργο του Φωτίου.
Λεπτομέρεια από την οικογένεια του ζωγράφου,
με τη Δεσπούλα να συμμετέχει και να πρωταγωνιστεί στο έργο του Φωτίου (περ. 1930).
Ήμουνα προσηλωμένος στο έργο που έβαλα για σκοπό μου, και στον σκληρόν αγώνα για την Ορθόδοξη πίστη μας. Για τούτο τυραννιστήκαμε και τυραννιόμαστε στη ζωή μας. Φτωχός εγώ, φτωχά και τα παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή.
Μα, με την ελπίδα του Θεού, όλα γαληνεύουν. Όλα τα θλιβερά τα περνούμε με ευχαριστία. Ξέρω πως όσα βάσανα μας έρχονται, μας έρχονται γιατί δεν πέσαμε να προσκυνήσουμε τον διάβολο, να καλοπεράσουμε, παρά ακολουθούμε Εκείνον που μας δείχνει «την στενήν και τεθλιμμένην οδόν», και σ’ αυτόν τον δρόμο τον ακολουθούμε πρόθυμα….
Νωπογραφία με την οικογένεια από το σπίτι της οδού Βιζυηνού που φυλάσσεται στην Εθνική Πινακοθήκη.
Νωπογραφία με την οικογένεια από το σπίτι της οδού Βιζυηνού που φυλάσσεται στην Εθνική Πινακοθήκη (1932). Μαρία και Δεσπούλα. Η λατρεμένη σύντροφος και η πολυαγαπημένη κόρη του Φωτίου εμπνέουν και απεικονίζονται πολύ συχνά από τον ζωγράφο
*********
Εχθές, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήμουνα ξαπλωμένος στο κουβούκλι μας περασμένα τα μεσάνυχτα, και συλλογιζόμουνα. Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μια Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθότανε η γυναίκα μου κι έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπόν εκεί που ζωγράφιζα την Παναγία, κι η Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου με τη γλυκειά φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ο Θεός, ας είναι δοξασμένο τ’ όνομά του για όλα τα μυστήρια της οικονομίας του. Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε, και πρώτο απ’ όλα για την απλή τη Μαρία, που μου τη δώρισε συντροφιά στη ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι που γλυκομουρμουρίζει μέρα νύχτα δίπλα σ’ έναν παλιόν καστρότοιχο….

Κοντά μου κάθεται και με συντροφεύει, ήμερος άνθρωπος, Μαρία η Απλή. Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κι εγώ δουλεύω την αγιασμένη τέχνη μου και φιλοτεχνώ εικονίσματα που τα προσκυνά ο κόσμος. Τί χάρη μας έδωσε ο Παντοδύναμος, που την έχουνε λιγοστοί άνθρωποι: «Ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν των δούλων αυτού». Το καλύβι μας είναι φτωχό στα μάτια του κόσμου, και μολαταύτα στ’ αληθινά είναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κι ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε η πίστη κι η ευλάβεια. Κι εμείς που καθόμαστε μέσα, ήμαστε οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς, πλην μας πλουτίζει με τα πλούτη του Εκείνος που είπε: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού».

Αφού λοιπόν τελείωσα τη δουλειά μου κατά τα μεσάνυχτα, ξάπλωσα στο μεντέρι μου, κι η Μαρία ξάπλωσε και κείνη κοντά μου και σκεπάσθηκε και την πήρε ο ύπνος. Έπιασα να συλλογίζουμαι τον κόσμο. Συλλογίσθηκα πρώτα τον εαυτό μου και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Γύρισα και κοίταξα τη Μαρία που ήτανε κουκουλωμένη και δεν φαι­νότανε αν είναι άνθρωπος αποκάτω από το σκέπασμα.

Κι είπα: Ποιος μας συλλογίζεται; Οι άνθρωποι λένε λόγια πολλά, μα δεν πιστεύουνε σε τίποτα, γι’ αυτό είπε ο Δαυίδ:«Πας άνθρωπος ψεύστης». Γύρισα και κοίταξα το φτωχικό μας, πούνε σαν ξωκλήσι, στολισμένο με εικονίσματα και με αγιωτικά βιβλία, χωμένο ανάμεσα στ’ αρχοντόσπιτα της Βαβυλώνας, κρυμένο, σαν τον φτωχό που ντρέπεται μη τον δει ο κόσμος. Η καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμένη και κείνη μέσα μου.

Ένοιωσα πως ήμουνα χωρισμένος από τον κόσμο, κι οι λογισμοί μου πως ήτανε και κείνοι κρυμένοι πίσω από το καταπέτασμα που χώριζε τον κόσμο από μένα, και πως άλλος ήλιος κι άλλο φεγγάρι φωτίζανε τον δικό μας τον κόσμο. Κι αντί να πικραθώ, ευφράνθηκε η ψυχή μου πως μ’ έχουνε ξεχασμένο, κι η χαρά η μυστική, που τη νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, άναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κι η παρηγοριά με γλύκανε σαν μπάλσαμο, ανακατεμένη με το παράπονο.

Και φχαρίστησα Εκείνον που φανερώνει τέτοια μυστήρια στον άνθρωπο, και που κάνει πλούσιους τους φτωχούς, τους χαρούμενους, τους θλιμμένους, που δίνει μυστική συντροφιά στους ξεμοναχιασμένους, και που μεθά με το κρασί της τράπεζάς του όσους κρεμάσανε την ελπίδα τους σε Κείνον. Αν δεν ήμουνα φτωχός και ξευτελισμένος, δεν θα μπορούσα να αξιωθώ τούτη την πονεμένη χαρά, γιατί δεν ξαγοράζεται με τίποτα άλλο, παρεκτός με την συντριβή της καρδιάς, κατά τον Δαυίδ που λέγει: «Κύριε, εν θλίψει επλάτυνάς με». Επειδή όποιος δεν πόνεσε και δεν ταπεινώθηκε, δεν παίρνει έλεος. Έτσι τα θέλησε η ανεξιχνίαστη σοφία. Μα οι άνθρωποι δεν τα νοιώ­θουνε αυτά, γιατί δεν θέλουνε να πονέσουνε και να ταπεινωθούνε, ώστε να νοιώσουνε κάποιο πράγμα που είναι παραπέρα από την καλοπέραση του κορμιού κι από τα μάταια πάθη τους.

Ολοένα, χωρίς να το καταλάβω, ανεβαίνανε τα δάκρυα στα μάτια μου, δάκρυα για τον κόσμο και δάκρυα για μένα. Δάκρυα για τον κόσμο γιατί γυρεύει να βρει τη χαρά εκεί που δεν βρίσκεται, και δάκρυα για μένα γιατί πολλές φορές δείλιασα μπροστά στη φτώχια και στους άλλους πειρασμούς, και δικαίωσα τους ανθρώπους, ενώ τώρα ένοιωσα πως δεν παίρνει ο άνθρωπος μεγάλο χάρισμα χωρίς να περάσει μεγάλον πειρασμό. Κι αντρειεύθηκα κατά το πνεύμα, κι ένοιωσα πως δεν φοβάμαι τη φτώχια, παρά πως την αγαπώ. Και κατάλαβα καλά πως δεν πρέπει ο άνθρωπος να αγαπήσει άλλο τίποτα από τον πόνο του, γιατί από τον πόνο αναβρύζει η αληθινή χαρά κι η παρηγοριά, κι εκεί βρίσκουνται οι πηγές της αληθινής ζωής.

Αληθινά, η φτώχια είναι φοβερό θηρίο. Όποιος το νικήσει όμως και φτάξει να μην το φοβάται, θα βρει μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη την αφοβία τη δίνει ο Κύριος, άμα ταπεινωθεί ο άνθρωπος. Σ’ αυτόν τον πόλεμο που η αντρία λέγεται ταπείνωση, και τα βραβεία είναι καταφρόνεση και εξευτελισμός, δεν βα­στάνε οι αντρείοι του κόσμου. Όποιος δεν περάσει από τη φωτιά της δοκιμής, δεν ένοιωσε αληθινά τί είναι η ζωή, και γιατί ο Χριστός είπε: «Εγώ είμαι η ζωή», και γιατί είπε πάλι: «Μακάριοι οι πικραμένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε». Όποιος δεν απελπί­σθηκε από όλα, δεν τρέχει κοντά στον Θεό, γιατί λογαριάζει πως υπάρχουνε κι άλλοι προστάτες γι’ αυτόν, παρεκτός του Θεού.

Κι εκεί που τα συλλογιζόμουνα αυτά, ένοιωσα μέσα μου ένα θάρρος και μια αφοβιά ακόμα πιο μεγάλη, κι ειρήνη με περισκέπασε, κι είπα τα λόγια που είπε ο Ιωνάς μέσα από το θεριόψαρο: «Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεόν μου και εισήκουσέ μου. Από την κοιλιά του Άδη άκουσες την κραυγή μου, άκουσες τη φωνή μου. Άβυσσο άπατη με έζωσε. Το κεφάλι μου χώνεψε μέσα στις σκισμάδες των βουνών, κατέβηκα στη γης, που την κρατάνε αμπάρες ακατάλυτες. Ας ανεβεί η ζωή μου από τη φθορά προς εσένα, Κύριε ο Θεός μου. Την ώρα που χάνεται η ζωή μου, θυμήθηκα τον Κύριο. Ας έρθει η προσευχή μου στην αγιασμένη εκκλησιά σου. Όσοι φυλάγουνε μάταια και ψεύτικα θα παρατηθούνε χωρίς έλεος. Μα εγώ θα σε φχαριστήσω και με φωνή αινέσεως θα σε δοξολογήσω».
Η οικογένεια του ζωγράφου.
Και πάλι δόξασα τον Θεό και τον φχαρίστησα γιατί μ’ έκανε αναίσθητο για τις ηδονές του κόσμου, τόσο που να συχαίνουμαι όσα είναι ποθητά για τους άλλους, και να νοιώσω πως είμαι κερδισμένος όποτε οι άλλοι λογαριάζουνε πως είμαι ζημιωμένος. Και γιατί πήρα δύναμη από Κείνον να καταφρονήσω τον σατανά, που παραφυλάγει πότε θα λιγοψυχήσω, κι έρχεται και μου λέγει: «Πέσε προσκύνησέ με, γιατί θα γίνουνε ψωμιά αυτές οι πέτρες που βλέπεις».

Και πάλι ξανάρχεται και μου λέγει: «Ε, πως χαίρεται ο κόσμος! Ακούς τον αλαλαγμό, τις φωνές που βγαίνουνε από τα παλάτια όπου διασκεδάζουνε οι φτυχισμένοι υποταχτικοί μου, άντρες και γυναίκες; Πέσε προσκύνησέ με και σαν απλώσεις μοναχά το χέρι σου να τα πάρεις όλα. Εσύ είσαι άνθρωπος τιμημένος για την τέχνη σου. Γιατί να υποφέρνεις, σε καιρό που αυτοί χαίρουνται όλα τα καλά και τ’ αγαθά, μ’ όλο που δεν έχουνε τη δική σου την αξιοσύνη; Κοίταξε τη φτώχια σου, κι αν δεν λυπάσαι τον εαυτό σου, λυπήσου την καϋμένη τη γυναίκα σου και το φτωχό το παιδί σου, που υποφέρνουνε από σένα!».

Άλλη φορά τον άκουγα, μ’ όλο που δεν έκανα ότι μούλεγε, μα τώρα τον άφησα να λέγει χωρίς να τον ακούσω ολότελα. Έμενα ο νους μου ήτανε σε κείνους τους θλιμμένους και τους βασανισμένους που δεν έχουνε ελπίδα, και σε κείνους που τρώγανε και πίνανε κείνη τη νύχτα και που χορεύανε με τις γυναίκες που δεν έχουνε ντροπή, και σε κείνους που μαζεύουνε πλούτη κι αδιαφόρετα πράματα που δεν μπορούνε να τ’ αποχωριστούνε σαν σιμώσει ο θάνατος, και που καταγίνουνται να δέσουνε τον εαυτό τους με πιο πολλά σκοινιά, αντίς να τα λιγοστέψουνε.

Επειδής οι δύστυχοι είναι φτωχοί από μέσα τους κι αδειανοί και τρεμάμενοι, και θέλουνε να ζεσταθούνε και γι’ αυτό ρίχνουνε από πάνω τους όλα αυτά τα πράματα, σαν τον θερμιασμένον που ρίχνει απάνω του παπλώματα και ρούχα, δίχως να ζεσταθεί. Λογαριάζω πως οι σημερινοί οι άνθρωποι είναι πιο φτωχοί στο απομέσα πλούτος και γι’ αυτό έ­χουνε ανάγκη από τόσα πολλά μάταια πράματα. Αυτά που λένε χαρές και ηδονές, τα δοκίμασα κι εγώ σαν άνθρωπος, και πίστευα κι εγώ πως ήτανε στ’ αληθινά χαρά κι ευτυχία.

Μα γλήγορα κατάλαβα πως ήτανε ψευτιές και φαντασίες ασύστατες, και πως χοντραίνουνε την ψυχή και στραβώνουνε τα πνευματικά της μάτια, και τότε δε μπορεί να δει, και γίνεται κακιά κι αλύπητη στον πόνο τ’ αδερφού της, αδιάντροπη, ακατάδεκτη, άθεη, θυμώτρα, αιμοβόρα.

Όσοι είναι σκλάβοι στην καλοπέραση του κορμιού τους δεν έχουνε αληθινή χαρά, γιατί δεν έχουνε ειρήνη. Για τούτο θέλουνε να βρίσκουνται μέσα σε φουρτούνα και να ζαλίζουνται, ώστε να θαρούνε πως είναι φτυχισμένοι. Η χαρά η αληθινή είναι μια θέρμη της διάνοιας και μιαν ελπίδα της καρδιάς που τις αξώνουνται όσοι θέλουνε να μην τους ξέρουνε οι άνθρωποι, για να τους ξέρει ο Θεός. Γι’ αυτό, Κύριε και Θεέ και πατέρα μου, καλότυχος όποιος έκανε σκαλούνια από τη φτώχια κι από τα βάσανα κι από την καταφρό­νεση του κόσμου, για ν’ ανεβεί σε Σένα. Καλότυχος ο άνθρωπος που ένοιωσε την αδυναμία του αληθινά. Όσο πιο γλήγορα το κατάλαβε, τόσο πιο γλήγορα θα απογευτεί από το ψωμί που θρέφει κι από το κρασί που δυναμώνει, αν έχει την πίστη του σε Σένα. Αλλοιώς θα γκρεμνιστεί στο βάραθρο της απελπισίας.
Με τί λόγια να φχαριστήσω τον Κύριό μου, που ήμουνα χαμένος και με χεροκράτησε, στραβός και μ’ έκανε να βλέπω; Εκείνος έστρεψε την λύπη μου σε χαρά. «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγεν ημάς εις αναψυχήν. Μακάριος άνθρωπος ο ελπίζων επ’ Αυτόν».

Αδέλφια μου, δώστε προσοχή στα λόγια μου! Έτσι που βλέπετε, έβλεπα κι εγώ, και θαρρούσα πως έβλεπα» μα τώρα κατάλαβα πως ήμουνα στραβός και κουφός και ποδαγρός. Μετά χαράς δέχουμαι κάθε κακοπάθηση, γιατί αλλοιώς δεν ανοίγουνε τα μάτια στο αληθινό το φως, μήτε τ’ αυτιά ακούνε τα καλά μηνύματα, μήτε τα πόδια περπατάνε στον δρόμο που πάγει εκεί όπου είναι η αιώνια πολιτεία του Χριστού, εκεί που βρίσκουνε ειρήνη κι ανάπαψη οι αγαπημένοι του. Όποιος δεν καταλάβει πως είναι απροστάτευτος από τους ανθρώπους κι έρημος στον κόσμον τούτον, δεν θα ταπεινωθεί. Κι όποιος δεν ταπεινωθεί δεν θα ελεηθεί. Η λύπη της διάνοιας μας σιμώνει στον Θεό. Γι’ αυτό δεν θέλω καμιά καλοπέραση, αλλά καρδιά συντριμμένη.

Αυτά κι άλλα πολλά αναβρύζανε από μέσα μου κείνη τη νύχτα, και τα μάτια μου τρέχανε. Δεν ήξερε τι συλλογίζουμαι κανένας άνθρωπος, εκεί που ήμουνα τρυπωμένος, στο κουβούκλι μου, ούτε καν η Μαρία που κοιμότανε δίπλα μου κουκουλωμένη. Ο βοριάς έκανε μεγάλη ταραχή απ’ όξω. Τα δέντρα αναστενάζανε, θαρρούσες πως κλαίγανε και πως παρακαλούσανε ν’ ανοίξω να μπούνε μέσα να προστατευτούνε. Το καντήλι έριχνε το χρυσοκέρινο φέγγος του απάνου στα κονίσματα και στ’ ασημωμένο Ευαγγέλιο.

Δόξα σοι ο Θεός, καλά ήμαστε! Μακάριος είναι όποιος είναι ξεχασμένος. Ο κόσμος παραπέρα γλεντά, χορεύει, κάνει αμαρτίες με τις γυναίκες, παίζει χαρτιά. Ο δυστυχής γιορτάζει τον θάνατο του κορμιού του, που κάνει τόσα για να το φχαριστήσει. Λες πως κερδίσανε την αθανασία, τώρα που ήρθε ο καινούργιος χρόνος, αντίς να κλάψουνε πως σιμώνουνε ολοένα στο τέλος αυτής της πονηρής ζωής. «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τί ποιούσι». Τί κάνουνε; Πού πάνε; Σε λίγο θα καταντήσουνε τα κόκκαλά τους σαν λιθάρια άψυχα, θα γκρεμνιστούνε τα παλάτια τους, θα σβύσει όλη τούτη η οχλοβοή κι η φωτοχυσία, σαν κάποιο πράγμα που δεν γίνηκε ποτές. Ω κατάδικοι, τί ξεγελοιώσαστε;«Ίνα τί αγαπάτε ματαιότητα και ζητήτε ψεύδος;».

Ξημέρωμα 1ης Ιανουαρίου 1950
Αξιοπρόσεκτες ευσεβείς σκέψεις
του ακαταβλήτου αγωνιστού
αειμνήστου ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ † 1965
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη» Θεσσαλονίκη 

Πηγή κειμένου:Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου   impantokratoros   /το διάβασα στο Αβέρωφ, εικόνες από : https://ardalion.wordpress.com/2009/06/02/despo/

antexoume
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Monday 30 December 2019

Το κορίτσι και ο χιονάνθρωπος

Μια υπέροχη animation ταινία μικρού μήκους, που δείχνει τη σχέση ενός μικρού κοριτσιού με τον αγαπημένο της χιονάνθρωπο και πώς αυτή αλλάζει με την πάροδο των ετών. 
Μας θυμίζει πως πρέπει να αφιερώνουμε χρόνο σε αυτούς που αγαπάμε και έχουν σημασία για μας πριν τους πάρει μακριά ο χρόνος.
enallaktikidrasi.com
the psychology secrets
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Παιδί 6 ετών έτρεξε με το ποδήλατό του και πήγε άρρωστο πουλάκι στο νοσοκομείο με όλες του τις αποταμιεύσεις

Από τέτοια παραδείγματα, γνωρίζουμε ότι μπορούμε ακόμα να διατηρήσουμε την ελπίδα. Αυτή είναι μια τρυφερή ιστορία που έχει κλέψει τις καρδιές μας. 
Και είναι ότι ένα μικρό αγόρι έτρεξε  με το ποδήλατό του  κρατώντας το πουλάκι και δεν δίστασε να θυσιάσει τις αποταμιεύσεις του που το έφερε στο νοσοκομείο.

Εάν περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν στον κόσμο με μια καρδιά τόσο μεγάλη όσο αυτό το παιδί, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα ζήσουμε σε ένα καλύτερο κόσμο.
Ο μικρός δεν δίστασε να βοηθήσει το πουλάκι

Ο Ντερέκ Λαλχανχίμα είναι το μικρό αγόρι μόλις 6 ετών πρωταγωνιστής αυτής της όμορφης και τρυφερής ιστορίας. Όταν οδηγούσε το ποδήλατό του μέσα σε ένα σοκάκι  στον κήπο του σπιτιού του, έπεσε τυχαία πάνω σε ένα μικρό πουλάκι που βρισκόταν στο έδαφος.

Το αγόρι δεν δίστασε για μια στιγμή να το πάρει με τα χέρια του για να τον φέρει στο πλησιέστερο νοσοκομείο.
Αν και προσφέρθηκε να δαπανήσει όλες τις αποταμιεύσεις που είχε εξοικονομήσει , η ζωή του πτηνού τελείωσε. Και ούτε οι γονείς ούτε κανείς δεν ήξερε πώς να εξηγήσει αυτό το τρομερό συμβάν.
Η νοσοκόμα αποφάσισε να τραβήξει μια φωτογραφία για να δείξει το θάρρος του  μικρού παιδιού και αυτή η είδηση  έφτασε στο  σχολείο όπου σπούδαζε.  Εκεί αποφάσισαν να την αναγνωρίσουν για την όμορφη πράξη της ανιδιοτελούς καλοσύνης.

Πηγή:fumara.gr
newsitamea.gr
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Sunday 29 December 2019

Ημέρα του αγέννητου παιδιού: 350.000 εκτρώσεις στην Ελλάδα!

Ημέρα του αγέννητου παιδιού: Οι αγέννητες πόλεις
Πόσοι πατεράδες δεν έχουν πανηγυρίσει στην Ελλάδα τα γκολ τις αγαπημένης τους ομάδας αγκαλιά με τα παιδιά τους γιατί δεν γεννήθηκαν ποτέ; Πόσοι; Με μία πρόχειρη ματιά στα στοιχεία 350.000 είναι οι εκτρώσεις τον χρόνο στην Ελλάδα, κάνοντας την χώρα την 1η χώρα πανευρωπαϊκά στις διακοπές κυήσεων.
Κάθε χρόνο δύο πόλεις σαν την Πάτρα ή δύο περιοχές σαν την Καλλιθέα εξαφανίζονται από τον χάρτη επειδή δεν γεννιούνται ποτέ. Το 22% των Ελληνίδων δηλώνει ότι έχει κάνει μία τουλάχιστον έκτρωση στην ζωή της ενώ το 10% των γυναικών που κάνουν εκτρώσεις είναι έφηβες. Από τις 350.000 εκτρώσεις τον χρόνο στην Ελλάδα οι 40.000 γίνονται κάθε χρόνο από κορίτσια κάτω των 18 ετών.
Ο υψηλός αριθμός των εκτρώσεων στην Ελλάδα κρύβει σε δεύτερη ανάγνωση μία ολόκληρη «βιομηχανία» που ζει από τους θανάτους παιδιών και όχι από τις γεννήσεις τους. Το 2018 στην Ελλάδα οι γεννήσεις ήταν 86.440 όταν το αντίστοιχο διάστημα οι εκτρώσεις ξεπέρασαν τις 350.000.
Για κάθε γέννηση παιδιού αντιστοιχούσαν 4 εκτρώσεις. Με έναν προχειρότατο υπολογισμό μία έκτρωση κοστίζει κατά μέσο όρο περί τα 400 ευρώ, άρα οι 350.000 εκτρώσεις τον χρόνο μαζί με τα όποια επιπλέον έξοδα αντιστοιχούν σε τζίρο εκτρώσεων κοντά στα 200 εκατομμύρια ευρώ. Σημειώνεται ότι το 80% των εκτρώσεων γίνεται σε ιδιωτικά νοσοκομεία ενώ το 20% των περιπτώσεων διακοπής κύησης δικαιολογούνται ως παλίνδρομη κύηση ή επικαλούνται άλλα προβλήματα.

sportime.gr
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Ο Ρούντολφ, το Ελαφάκι με την Κόκκινη- Φωτεινή μυτούλα - Rudolph The Red Nosed Reindeer

Ο Ρούντολφ με την κόκκινη μύτη είναι το πιο αγαπημένο και διάσημο ελαφάκι (για την ακρίβεια, τάρανδος) από τους 9 συνολικά, του Άγιου Βασίλη. 
Το ομώνυμο τραγούδι είναι το πιο διάσημο των Χριστουγέννων, ενώ έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχει τραγουδηθεί από τους πάντες. 
Έχετε αναρωτηθεί, όμως, ποια είναι η ιστορία του Ρούντολφ; 
Ας ταξιδέψουμε στο μακρινό Σικάγο, του 1939, όπου μέσα από μία τραγική οικογενειακή ιστορία, «γεννήθηκε» το ελαφάκι με την κόκκινη μύτη!

Μία αλυσίδα καταστημάτων, Montgomery Ward αντιμετώπιζε σοβαρό οικονομικό πρόβλημα. 
Έτσι, σκέφτηκαν να αναθέσουν σε έναν κειμενογράφο, τον Robert Lewis May τη συγγραφή ενός βιβλίου για να το προσφέρουν ως δώρο τα Χριστούγεννα, στα παιδιά. 
Εκείνος δέχθηκε, καθώς την ίδια χρονική περίοδο η σύζυγός του έπασχε από μία σοβαρή ασθένεια, και τα έξοδα νοσηλείας ήταν δυσβάσταχτα. 
Ωστόσο, η υγείας της επιδεινωνόταν και για τον May, ήταν δύσκολο να προχωρήσει στη συγγραφή. 
Όταν, η σύζυγός του έχασε τη μάχη με την ασθένεια, εκείνος τα παράτησε για να είναι δίπλα στην κόρη του.
Και, όπως λέει η ιστορία, αν δεν ήταν τότε η 4χρονη Barbara να παρακινήσει το μπαμπά της, να του δώσει τη «σπίθα» που χρειαζόταν, ενδεχομένως να μην είχαμε γνωρίσει τον Ρούντολφ. 

Ο May μαζί με την κόρη του κάθισαν να γράψουν την ιστορία, η οποία είναι εμπνευσμένη από τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα. 
Όταν ήταν παιδί, ήταν μικροκαμωμένος και τον κορόιδευαν. Και αυτή του τη διαφορετικότητα θέλησε να την περάσει μέσα από την ιστορία του, στέλνοντας το μήνυμα ότι όλοι είμαστε διαφορετικοί, αλλά ίσοι.
Έτσι, έδωσε στον Ρούντολφ τη διάσημη κόκκινη παχουλή μύτη, που στην αρχή γνώρισε λογοκρισία, επειδή η κόκκινη μύτη ήταν συνδεδεμένη με τους μέθυσους. 
Τελικά, πέρασε του συγγραφέα και όλα πήραν το δρόμο τους. 
Ο Ρούντολφ το 1949 μελοποιήθηκε και σήμερα, είναι το δημοφιλέστερο τραγούδι των Χριστουγέννων.

Τώρα, αν η ιστορία είναι όντως αληθινή ή ένας από τους γνωστούς αστικούς μύθους, που κυκλοφορούν, ένα είναι το σίγουρο: το ελαφάκι με την κόκκινη μύτη είναι το αγαπημένο όλων μας!

mothersblog
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Saturday 28 December 2019

Να είσαι Άνθρωπος, Παιδί μου, όχι ανθρωπάκι...

Κάποιες μαμάδες κοιμίζουν τα παιδιά με νανουρίσματα, κάποιες με δράκους και πριγκίπισσες και κάποιες άλλες με υπέροχα λόγια που κρύβουν διδάγματα κι αλήθειες. 
Τα λόγια της παρακάτω μαμάς, τα οποία ανακαλύψαμε στο loveletters.gr, μας συγκίνησαν πραγματικά…
«Θα μπορούσα να σου πω ένα παραμύθι για να κοιμηθείς, μικρέ μου άντρα. Θα μπορούσα να σου πω ένα τραγούδι, ένα ωραίο τραγούδι μελωδικό. Δικό μου θα είναι το τραγούδι, οι στίχοι και η μελωδία.

Έλα μαζί μου, δώσε μου το χέρι σου. Δεν θα σου πω ψέμματα. Δεν θα σου πω για βασιλιάδες και βασίλισσες, ούτε για κάστρα.

Θα σου πω όμως για ένα όνειρο, που ξεκίνησε όνειρο και έγινε πραγματικότητα. 

Θα σου πω να βάζεις στόχους και να προσπαθείς. Θα σου πω για την ήττα.

Να την κοροϊδεύεις την ήττα, να την κάνεις φίλη σου όποτε χρειάζεται και όποτε είναι περιττή να την γελάς. 

Θα σου πω για την νίκη. Να την τιμάς την νίκη και να την σέβεσαι.

Δεν θα σου πω για χαμένους έρωτες, είναι πολλοί μικροί μπροστά σε εσένα, μικρέ μου άντρα. 

Θα σε μάθω να πατάς ό,τι χάθηκε, αλλά να το έχεις πάντα στη ψυχή σου, χωρίς να το λησμονείς.

Δεν θα σου πω για χαμένες πατρίδες. Αλλά θα σου μάθω να τιμάς την δικιά σου πατρίδα και όσες άλλες γνωρίζεις. Δεν σου πω για τους φίλους, ποιους θα διαλέξεις, αλλά θα σε μάθω πώς να διαλέξεις. 

Θα σε μάθω να έχεις πάντα σημαία τον σεβασμό και την ευγένεια.

Έλα πιο κοντά, πάρε με αγκαλιά. Θέλω να σε μάθω πως οι αγκαλιές είναι βάλσαμο. Κοίτα με στα μάτια. Τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής. 

Μάθε, καλέ μου άντρα, να κοιτάς στα μάτια τους άλλους.

Μη ρίχνεις το βλέμμα σου και μη το χαραμίζεις για καμία Ιθάκη.

Έτσι θα σε κοιμήσω σήμερα. Χωρίς παραμύθι, χωρίς τραγούδι. Θα σε κοιμήσω με ωραία λόγια, με αξίες ζωής που πρέπει να έχεις, παιδί μου, στη ζωή σου. 

Να γίνεις άνθρωπος, αγόρι μου, όχι ανθρωπάκι. Να αγαπάς και να γελάς. Κλείσε τώρα τα μάτια σου και κοιμήσου στην αγκαλιά μου.

Η ευχή μου πάντα θα σε συντροφεύει, μικρέ μου… »

newsitamea
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Χριστούγεννα για παιδιά χωρισμένων γονιών

Τα Χριστούγεννα βρίσκονται προ των πυλών και όλοι μας, ιδίως τα παιδιά, λίγο ή πολύ δεν μπορούμε να κρύψουμε τον ενθουσιασμό που οι γιορτινές αυτές  μέρες μας προξενούν. Έχοντας υπάρξει παιδιά, γνωρίζουμε πως η γιορτή αυτή ανήκει δικαιωματικά στα παιδιά όλου του κόσμου. Αυτό μάλλον διότι έχει συνδεθεί με την τρυφερότητα της παιδικής ηλικίας, τα δώρα, τα φώτα, τη μουσική, τον στολισμό, το φαγητό στο γιορτινό τραπέζι. Με μία λέξη, με την οικογένεια. Συμφωνούμε πως η  οικογένεια -με όποιον τρόπο αυτή έχει διαμορφωθεί- για ένα παιδί αποτελεί αξία υψίστης σημασίας από την αρχή της ζωής του και ειδικά στα πρώτα του βήματα.
Το παιδί λοιπόν έχει συνδέσει τη γιορτή αυτή με τη μαμά και τον μπαμπά. Τι γίνεται όμως όταν σπάει ο δεσμός αυτός;
Τα παιδιά, εφόσον βρίσκονται ακόμη επάνω στη διαμόρφωση του ψυχικού και συναισθηματικού τους κόσμου, είναι πολύ ευαίσθητα. Επομένως, μία τέτοια αλλαγή,  ο χωρισμός των γονιών τους, φυσικό και επόμενο είναι να τους προκαλέσει ψυχική αναστάτωση. 
Η καθημερινότητά τους μεταβάλλεται, διαταράσσεται η “κανονικότητά” τους και φυσικά τα Χριστούγεννα και ο τρόπος εορτασμού τους. Πιο έντονα είναι τα πράγματα αν χωρισμός είναι πρόσφατος. Οι γονείς ενδέχεται να επικεντρωθούν περισσότερο ο ένας στον άλλον και στη χειρότερη των περιπτώσεων υπάρχουν διαμάχες. Έτσι, το παιδί ίσως νιώθει να παραμελείται το ίδιο και ο εορτασμός των Χριστουγέννων, που μέχρι πρότινος είχε συνηθίσει.



http://provocateur.gr
Τα παιδιά, λοιπόν, των χωρισμένων γονιών περνούν διαφορετικά από τα υπόλοιπα τα Χριστούγεννα. Ξεκινά για αυτά μια σειρά αλλαγών. Τα πρώτα ερωτήματα γεννιούνται. Πώς θα περάσουμε τα Χριστούγεννα φέτος; Ή μάλλον με ποιόν; Είναι η στιγμή που  -λόγω του ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων μένουν με τη μαμά- δέχονται την ερώτηση: “Μήπως θες να πας με τον μπαμπά;” Σαν μια βόμβα αυτή η ερώτηση για τα παιδιά. Καταλαβαίνουν πως αν πουν “ναι” θα στεναχωρήσουν τη μαμά. Από την άλλη, θέλουν να είναι και με τον μπαμπά. Βρίσκονται σε συναισθηματικό αδιέξοδο και καλούνται να αποφασίσουν όχι μόνο βάσει της θέλησής τους, αλλά σηκώνοντας και το βάρος των τύψεων προς τους γονείς τους.
Κάτι ακόμα που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι πως αυτά τα παιδιά καλούνται να αντιμετωπίσουν μία ακόμη δυσκολία. Αισθάνονται τον αποχωρισμό στα πλαίσια των γιορτινών ημερών εις διπλούν. Πρώτα όταν αποχωρίζονται τον έναν γονιό για να γιορτάσουν με τον άλλον. Και ξανά, όταν καλούνται να επιστρέψουν στο πλευρό του πρώτου γονιού. Πόσο ανώδυνο είναι αυτό για την εύθραυστη ψυχή ενός παιδιού; Ακόμη και όταν τα παιδιά είναι μεγαλύτερα, δηλαδή στην εφηβεία, παραμένει σκληρή μία τέτοια κατάσταση, διότι έχουν να αντιμετωπίσουν συν τοις άλλοις και τα υπόλοιπα που πρωταγωνιστούν στη διάρκεια της εφηβικής ζωής. Είναι συνήθως η περίοδος όπου κλείνονται στον εαυτό τους.
παιδιά και χριστούγεννα
https://mothersbird.gr


Τα Χριστούγεννα είναι γιορτή αγάπης και χαράς και οι χωρισμένοι γονείς οφείλουν να κάνουν το καλύτερο δυνατό προκειμένου τα παιδιά να νιώθουν ότι βρίσκονται σε κλίμα οικογένειας και αγάπης και από τους δύο γονείς τους. Χρειάζονται να νιώσουν ανακωχή και ότι ακούνε τις επιθυμίες τους, είτε αυτά τις εκφράζουν, είτε όχι. Πάντα όμως θα το δείχνουν. Το πιο ανακουφιστικό για τα παιδιά μάλλον θα είναι να γιορτάσουν όπως αυτά επιθυμούν, με τον μπαμπά ή τη μαμά, ή μισά-μισά.
Παρόλο που κάποια συναισθηματική διατάραξη είναι αναπόφευκτη μπροστά σε έναν χωρισμό, σίγουρα οι γονείς μπορούν τοποθετώντας τα παιδιά τους ως προτεραιότητα να τους προσφέρουν μαζί, και πέρα από όλες τις διαφορές τους, την αγάπη, τη χαρά, την ευτυχία, το φως, που τα Χριστούγεννα υπόσχονται. Τα Χριστούγεννα που δικαιούνται όλα τα παιδιά. Τότε θα είναι ευτυχισμένα και θα δημιουργήσουν αναμνήσεις πληρότητας που θα τα συνοδεύουν για μια ζωή. Με τους γονείς τους χωρισμένους, αλλά με την αληθινή υπόσταση του μαζί .
Το μόνο που θέλουν είναι να είναι ήρεμοι οι γονείς για να μπορέσουν κι αυτά να αντλήσουν την ηρεμία και τη χαρά των Χριστουγέννων. Να λάβουν αγάπη σε πλαίσια αρμονίας. Δε θα γεννηθούν μόνα τους αυτά τα συναισθήματα όταν μιλάμε για παιδιά. Κάποιος πρέπει να αποτελέσει την πηγή. Άλλωστε, τι είναι σημαντικότερο από την ευτυχία ενός παιδιού και πόσο μάλλον κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων;

maxmag.gr

Friday 27 December 2019

Πρόσκληση Βλασφημίας

Μα τί είναι αυτό;
Παραποίησαν την Εικόνα του Χριστού και κάλεσαν τους αμαρτωλούς να γιορτάσουν σε ένα εξευτελιστικό πάρτι, όπως είπαν.

Χριστός Ευλογών Παντοκράτωρ Σινά
Ξύλινη Βυζαντινή Εικόνα
Μα πως τα σκέφτονται αυτά;
Πως μπαίνουν στο μυαλό τους;
Και ποιος συμμετέχει σε όλη αυτή τη βλασφημία και δεν ντρέπεται;
Πόσο μαγκιά, και καλά, είναι αυτό;
Πόση ευχαρίστηση εισπράττουν όλοι αυτοί οι οικοδεσπότες και οι καλεσμένοι τους;

Κι ενός απλού ανθρώπου να πάρεις την φωτογραφία, να την παραποιήσεις και, απόντος του, να γλεντήσεις εις βάρος του, είναι ανήθικο, είναι αναξιοπρεπές, είναι αγενές, είναι άνανδρο, είναι χαμερπές και μισάνθρωπο.
Πόσο μάλλον, να πάρεις την εικόνα, Αυτού που τον λατρεύουν χιλιάδες χρόνια και να προσπαθήσεις να την εξευτελίσεις.
Ακόμη και να μη πιστεύεις στο Χριστό, 

οφείλεις να σέβεσαι αυτούς που Τον πιστεύουν.
Ο Χριστός, άλλαξε τα πάντα στην ανθρωπότητα, χωρίς να βλάψει κανένα, μα Κανένα, και έρχεσαι τώρα να προσπαθήσεις να γελοιοποιήσεις την Εικόνα Του!
Άμα δεν Τον πιστεύεις, τί ασχολείσαι μαζί Του;
Ποιος σε πείραξε που δεν πιστεύεις; 

Ποιος σου επέβαλε κάτι στο όνομα του Χριστού;

Δεν θέλω να τιμάται ο Χριστός με νόμους κατά της βλασφημίας, αλλά αυτό πια;

Πόσο μ@λ@κ@ς μπορεί να είσαι, άμα θες να βγάλεις πέντε φράγκα με αυτή την ποταπή ενέργεια;
Κι εσύ κι αυτοί που θα σπεύσουν να υιοθετήσουν την πρότασή σου!


Το Χαμομηλάκι

Thursday 26 December 2019

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι: Το ουράνιο χριστουγεννιάτικο δέντρο

Είμαι συγγραφέας και υποθέτω πως αυτή την ιστορία την έχω επινοήσει. Γράφω «υποθέτω», μολονότι δεν υπάρχει αμφιβολία πως την έχω επινοήσει, κι όμως θέλω να πιστεύω ότι πρέπει να έχει συμβεί κάπου, κάποτε· ότι πρέπει να έχει συμβεί μια παραμονή Χριστουγέννων, σε κάποια μεγάλη πόλη, μέσα στο κρύο και την παγωνιά.
Βλέπω μπροστά μου ένα αγόρι, ένα μικρό αγοράκι, έξι χρονών ή και μικρότερο. Αυτό το αγόρι ξύπνησε εκείνο το πρωί σ’ ένα παγωμένο, υγρό υπόγειο. Φορούσε ένα ρούχο σαν κοντή νυχτικιά και έτρεμε από το κρύο. Η αναπνοή του έβγαινε από το στόμα του σαν σύννεφο άσπρου ατμού· καθισμένο σ’ ένα κασόνι στη γωνιά, περνούσε την ώρα του χαζεύοντας τον αχνό, που ανέβαινε προς το ταβάνι και σιγά σιγά διαλυόταν. Όμως πεινούσε φοβερά.
Εκείνο το πρωινό έφτασε πολλές φορές ως το σανιδένιο κρεβάτι, όπου κειτόταν η άρρωστη μάνα του πάνω σ’ ένα στρώμα λεπτό σαν τηγανίτα, μ’ ένα μάτσο άχυρα για προσκεφάλι. Πώς είχε βρεθεί εκεί; Πρέπει να είχε έρθει με το παιδί της από κάποια άλλη πόλη και ξαφνικά ν’ αρρώστησε. Πριν από δυο μέρες, είχαν οδηγήσει στο τμήμα τη σπιτονοικοκυρά που είχε μοιράσει το υπόγειο στα τέσσερα και νοίκιαζε τις γωνίες πλησίαζαν οι γιορτές και οι νοικάρηδες είχαν πάρει τους δρόμους· ο μόνος που είχε ξεμείνει, είχε προλάβει να γίνει σκνίπα πριν έρθουν τα Χριστούγεννα εδώ και είκοσι τέσσερις ώρες ήταν αναίσθητος από το μεθύσι.

Σε μιαν άλλη γωνιά, μια άθλια γριά, γύρω στα ογδόντα, που κάποτε ήτανε νταντά ενός παιδιού αλλά τώρα την είχαν παρατήσει να πεθάνει αβοήθητη, αναστέναζε και βογκούσε από τους ρευματισμούς, βρίζοντας και αποπαίρνοντας το παιδί, κάνοντάς το να φοβάται να την πλησιάσει. Το παιδί είχε ανακουφίσει τη δίψα του με λίγο νερό που είχε ξεμείνει σε μια κανάτα· όσο κι αν έψαξε, όμως, δεν κατάφερε να βρει ούτε ένα ξεροκόμματο και πολλές φορές έφτασε ως το κρεβάτι της μητέρας του, με σκοπό να την ξυπνήσει. Στο τέλος, άρχισε να φοβάται μέσα στο σκοτάδι· είχε βραδιάσει από ώρα, αλλά ούτε ένα φως δεν είχε ανάψει.
Άγγιξε το πρόσωπο της μητέρας του και είδε με έκπληξη πως έμεινε εντελώς ακίνητη και πως ήταν παγωμένη σαν τον τοίχο. «Κάνει πολύ κρύο εδώ», σκέφτηκε. Έμεινε έτσι για λίγο, με τα χέρια ακουμπισμένα στους ώμους της νεκρής γυναίκας, μετά χουχούλιασε τα δάχτυλά του για να τα ζεστάνει κι ύστερα έψαξε στα τυφλά πάνω στο κρεβάτι για το κασκέτο του και βγήκε απ’ το υπόγειο. Θα είχε φύγει νωρίτερα, αλλά φοβόταν το μεγάλο σκυλί που ούρλιαζε όλη μέρα έξω από την πόρτα του γείτονα, στο ισόγειο. Αλλά το σκυλί δεν ήταν τώρα εκεί και το παιδί βγήκε στον δρόμο.

Κύριε ελέησον, τι πόλη! Ποτέ του δεν είχε δει κάτι τέτοιο. Στην πόλη απ’ όπου είχε έρθει, το σκοτάδι ήταν τόσο μαύρο τη νύχτα! Υπήρχε μόνο ένα φανάρι για όλο το σοκάκι· στα μικρά, χαμηλά, ξύλινα σπίτια τα παραθυρόφυλλα ήταν σφαλιστά· κανένας δεν κυκλοφορούσε στο δρόμο· μόλις σουρούπωνε, όλοι κλείνονταν στα σπίτια τους και δεν ακουγόταν τίποτα, παρά μόνο τα ουρλιαχτά των σκύλων, εκατοντάδων, χιλιάδων σκύλων που γάβγιζαν και αλυχτούσαν όλη νύχτα.

Αλλά εκεί ήταν τόσο ζεστά και του έδιναν φαγητό, ενώ εδώ - αχ, μανούλα μου, να είχε κάτι να φάει! Και τι φασαρία και οχλοβοή εδώ, τι φώτα και τι κόσμος, άλογα και αμάξια και τι κρύο... Οι παγωμένες ανάσες σχημάτιζαν συννεφάκια πάνω απ’ τ’ άλογα, πάνω απ’ τα στόματά τους που άχνιζαν· οι οπλές τους κροτάλιζαν στο χιονισμένο πλακόστρωτο κι όλα τους κάλπαζαν τόσο, και - αχ, μανούλα μου, πόσο λαχταρούσε μια μπουκιά φαΐ και πόσο δυστυχισμένος αισθάνθηκε ξαφνικά! Ένας αστυφύλακας πέρασε, στρίβοντας απότομα για ν’ αποφύγει το παιδί.

Να κι ένας άλλος δρόμος - ω, τι φαρδύς που ήταν, εδώ σίγουρα δεν θα τη γλίτωνε, θα τον ποδοπατούσαν. Πώς φώναζαν όλοι, πώς έτρεχαν πάνω κάτω, και το φως, το φως!... Και τι ήταν αυτό; Ένα πελώριο παράθυρο και πίσω από το τζάμι ένα δέντρο που υψωνόταν ίσαμε το ταβάνι, ήταν ένα έλατο και πάνω του κρέμονταν τόσα φώτα, χρυσόχαρτα και μήλα και κουκλίτσες κι αλογάκια· και μέσα στο δωμάτιο παιδιά, καθαρά και ντυμένα με τα καλά τους, έτρεχαν παντού.

Κι ύστερα, ένα μικρό κοριτσάκι άρχισε να χορεύει μ’ ένα αγόρι, τι όμορφο κοριτσάκι! Κι έφτανε στ’ αυτιά του η μουσική μέσα απ’ το τζάμι. Το παιδί κοίταξε και θαύμασε και γέλασε, μ’ όλο που τα ποδαράκια του είχαν μουδιάσει από το κρύο και τα δάχτυλά του είχαν μελανιάσει και ξυλιάσει και το πονούσαν, όποτε έκανε να τα κουνήσει.

Και ξαφνικά το παιδί θυμήθηκε πόσο το πονούσαν τα χέρια και τα πόδια του κι άρχισε να κλαίει και να τρέχει· και πάλι πίσω από ένα τζάμι είδε ένα άλλο χριστουγεννιάτικο δέντρο και σ’ ένα τραπέζι λιχουδιές κάθε λογής - αμυγδαλόψωμα, κόκκινα κουλουράκια και κίτρινα κουλουράκια και τρεις όμορφες νεαρές κυρίες κάθονταν εκεί κι έδιναν τα γλυκά σ’ όποιον ερχόταν κοντά τους και η πόρτα άνοιγε κάθε τόσο και πλήθος κύριοι και κυρίες έμπαιναν από το δρόμο.

Το παιδί τρύπωσε μέσα, ανέβηκε τη σκάλα και, χωρίς να το πολυσκεφτεί, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Α, πώς του φώναξαν και το έδιωξαν ανεμίζοντας τα χέρια τους! Μια κυρία όρμησε πάνω του και γλιστρώντας ένα καπίκι στη χούφτα του, άνοιξε την πόρτα και το έβγαλε στο δρόμο. Πόσο φοβήθηκε! Και το καπίκι έπεσε και κατρακύλησε κουδουνίζοντας στα σκαλιά· δεν μπορούσε να λυγίσει τα μελανιασμένα του δάχτυλα για να το κρατήσει σφιχτά.
Το παιδί έφυγε τρέχοντας, χωρίς να ξέρει πού πήγαινε. Ήταν έτοιμο να βάλει τα κλάματα, αλλά φοβόταν κι έτρεχε όλο και πιο μακριά, χουχουλίζοντας τα δάχτυλά του. Και ήταν δυστυχισμένο γιατί αισθανόταν τόσο μόνο κι έρημο και, ξαφνικά, Κύριε ελέησον - τι ήταν αυτό πάλι; Πλήθος άνθρωποι στέκονταν ακίνητοι, θαυμάζοντας.

Πίσω από μια βιτρίνα ήταν τρεις κουκλίτσες, ντυμένες με κόκκινα και πράσινα φορέματα κι έμοιαζαν τόσο, μα τόσο αληθινές! Η μία ήταν ένας μικρός γεράκος, που καθόταν κι έπαιζε ένα μεγάλο βιολί και δύο άλλοι στέκονταν κοντά του κι έπαιζαν μικρά βιολιά και κουνούσαν ρυθμικά τα κεφάλια τους και κοίταζε ο ένας τον άλλο και τα χείλη τους κουνιόνταν, μιλούσαν μεταξύ τους, μιλούσαν στ’ αλήθεια, μόνο που τα λόγια τους δεν ακούγονταν μέσα από το τζάμι.

Και στην αρχή το παιδί νόμισε πως ήταν άνθρωποι ζωντανοί, κι όταν κατάλαβε πως ήταν κούκλες, γέλασε. Δεν είχε δει ποτέ του τέτοιες κούκλες, και δεν φανταζόταν πως υπήρχαν! Και ήθελε να κλάψει, αλλά χαιρόταν, χαιρόταν με τις κούκλες.
Σε μια στιγμή ένιωσε πως κάποιος πίσω του είχε γραπώσει τη μπλούζα του: ένα απαίσιο μεγάλο αγόρι στεκόταν πλάι του και ξαφνικά τον χτύπησε στο κεφάλι, άρπαξε το κασκέτο του και τον έριξε κάτω. Το παιδί έπεσε στο σώμα ακούστηκε μια φωνή που έκανε το αίμα του να παγώσει, πήδησε πάνω κι άρχισε να τρέχει. Έτρεχε και χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, βρέθηκε στην αυλόπορτα κάποιου σπιτιού και κούρνιασε πίσω από μια στοίβα ξύλα: «Δεν θα με βρουν εδώ, έτσι κι αλλιώς είναι σκοτάδι!»

Έμεινε εκεί, κουβαριασμένο και ξέπνοο από τον τρόμο και, στη στιγμή, εντελώς ξαφνικά, ένιωσε τόσο ευτυχισμένο: τα χέρια και τα πόδια του δεν πονούσαν πια κι είχαν ζεσταθεί τόσο, σαν να’ χε χωθεί μέσα σε φούρνο· μετά τον διαπέρασε ένα ρίγος κι άνοιξε τα μάτια του, γιατί πρέπει να είχε αποκοιμηθεί για λίγο. Τι όμορφα που ήταν να κοιμάσαι εδώ! «Θα καθίσω εδώ λιγάκι και μετά θα πάω πάλι στις κούκλες» είπε το παιδί και χαμογέλασε μόλις τις σκέφτηκε. «Τόσο, μα τόσο ζωντανές!...» Και ξαφνικά, άκουσε τη μητέρα του να του τραγουδάει. «Μανούλα, με πήρε ο ύπνος· τι όμορφα που είναι να κοιμάσαι εδώ!»

«Έλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο μου, μικρούλη μου», του ψιθύρισε μια απαλή φωνή
Νόμισε πως ήταν η μητέρα του, αλλά όχι, δεν ήταν εκείνη. Ποιος τον φώναζε δεν μπορούσε να δει, αλλά κάποιος έσκυψε και τον αγκάλιασε μέσα στο σκοτάδι· κι άπλωσε τα χέρια του σ’ αυτόν και ξαφνικά - ω, τι λαμπρό φως! Ω, τι χριστουγεννιάτικο δέντρο! Κι όμως, δεν ήταν έλατο, δεν είχε ξαναδεί δέντρο σαν κι αυτό!
Πού βρισκόταν τώρα; Όλα έλαμπαν και άστραφταν και παντού γύρω του ήταν κούκλες, όμως όχι, δεν ήταν κούκλες, ήταν αγοράκια και κοριτσάκια, μόνο πιο λαμπερά κι αστραφτερά από τα κανονικά. Ήρθαν κοντά του πετώντας, κι όλα τον φίλησαν, τον πήραν μαζί τους και πετούσε κι ο ίδιος και είδε πως η μητέρα του τον κοίταζε και γελούσε χαρούμενα. «Μανούλα, μανούλα· α, πόσο όμορφα είναι εδώ, Μανούλα!» Και πάλι φίλησε τα παιδιά και ήθελε να τους πει αμέσως για κείνες τις κούκλες στη βιτρίνα. «Αγόρια, πώς σας λένε; Πώς σας λένε κοριτσάκια;» ρώτησε, γελώντας και θαυμάζοντάς τα.

«Είναι το χριστουγεννιάτικο δέντρο του Χριστού», απάντησαν. «Ο Χριστός έχει πάντα ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο κάθε τέτοια μέρα, για τα μικρά παιδιά που δεν έχουν δικό τους...».
Και κατάλαβε πως όλα εκείνα τα αγοράκια και τα κοριτσάκια ήταν παιδιά όπως κι εκείνος· πως άλλα, νεογέννητα ακόμη, είχαν παγώσει μέσα στα καλάθια που είχαν παρατήσει οι γονείς τους έξω απ’ τις πόρτες των πλουσίων της Πετρούπολης, άλλα τα είχαν στραγγαλίσει άκαρδες μαμές, άλλα είχαν σβήσει κρεμασμένα στα στήθη μητέρων που λιμοκτονούσαν (στο λιμό της Σαμάρα), άλλα είχαν πεθάνει από ασφυξία μέσα σε αποπνικτικά βαγόνια της τρίτης θέσης κι όμως, ήταν όλα εδώ, ήταν όλα σαν άγγελοι γύρω από τον Χριστό κι Εκείνος βρισκόταν ανάμεσά τους κι άπλωνε τα χέρια Του να τ’ αγγίξει και ευλογούσε - και αυτά και τις αμαρτωλές μητέρες τους... Και οι μητέρες αυτών των παιδιών στέκονταν σε μιαν άκρη κλαίγοντας η κάθε μια γνώριζε το δικό της παιδί. Και τα παιδιά πέταξαν προς το μέρος τους και τις φίλησαν και τους σκούπισαν τα δάκρυα με τα τρυφερά χεράκια τους και τις ικέτεψαν να πάψουν να κλαίνε, γιατί όλα τους ήταν τόσο ευτυχισμένα.
Κι όταν ξημέρωσε, ο κηπουρός βρήκε το μικρό νεκρό κορμάκι του παγωμένου παιδιού πάνω στα ξύλα, έψαξαν για τη μητέρα του... εκείνη είχε πεθάνει πριν από το παιδί. Και συναντήθηκαν μπροστά στον Κύριο, στους ουρανούς.

Γιατί επινόησα μια τέτοια ιστορία, τόσο αλλιώτικη απ’ όσα μπορεί να συναντήσει κανείς σ’ ένα ημερολόγιο και μάλιστα συγγραφέα; Και σας είχα υποσχεθεί δύο ιστορίες! Αλλά τι να γίνει; Θέλω να πιστεύω ότι όλα αυτά μπορεί να έχουν συμβεί στ’ αλήθεια - δηλαδή όσα έγιναν στο υπόγειο και πλάι στα ξύλα, όσο για τα άλλα, όρκο δεν παίρνω.

Fyodor Dostoyevsky, 1876
(Από το «Ημερολόγιο ενός συγγραφέα», 1880-1881)
Διήγημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, από τον τόμο «Χριστουγεννιάτικες ιστορίες», εκδόσεις Ερατώ 2001. Μετάφραση: Κατερίνας Σχινά.

Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ
real.gr
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki