Wednesday 6 January 2021

ΕΜΦΥΛΗ ΒΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ

ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΟΥ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ

Η βία αποτελεί σύνθετο πρόβλημα που έχει τις ρίζες του στην αλληλεπίδραση πολλών παραγόντων, κοινωνικών, πολιτιστικών, οικονομικών, θρησκευτικών και πολιτικών. Ειδικότερα η βία κατά των γυναικών και των κοριτσιών, η διαρθρωτική ανισότητα και η έλλειψη ισορροπίας στην εξουσία δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την κοινωνική υποταγή τους. Συνιστά παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αποτελεί ακραία μορφή διάκρισης κατά γυναικών και κοριτσιών. Συμπεριλαμβάνει όλες τις πράξεις βίας που συνδέονται με το φύλο και οι οποίες προκαλούν ή ενδέχεται να προκαλέσουν σε γυναίκες και κορίτσια σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική, οικονομική βλάβη ή οδύνη. Συμπεριλαμβάνει ακόμα και απειλές για τέτοιες πράξεις, όπως και τον εξαναγκασμό ή την αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας, είτε αυτές οι βίαιες πράξεις ασκούνται στο πλαίσιο της δημόσιας είτε της ιδιωτικής σφαίρας της ζωής. Το σημαντικό χαρακτηριστικό της βίας κατά των γυναικών είναι ένα καταχρηστικό πρότυπο συμπεριφοράς, που εφαρμόζεται με την πάροδο του χρόνου εντός ή εκτός της οικογένειας. Δεν επηρεάζει μόνο την ψυχική υγεία των γυναικών και των κοριτσιών και τα κοινωνικά τους δίκτυα, αλλά τους στερεί επίσης τις ευκαιρίες για μελλοντική προσωπική, κοινωνική και οικονομική εξέλιξη. Οι γυναίκες πρόσφυγες, οι προσφύγισσες*, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο έκθεσης σε βία, λόγω κοινωνικού αποκλεισμού και συχνά οικογενειακού εγκλεισμού ή ευρύτερων διακρίσεων στην καθημερινή ζωή, παράλληλα με το πλήθος σχετικών αναχρονιστικών παραδόσεων και έμφυλων στερεοτύπων που τις συνοδεύουν. Έτσι δεν είναι περίεργο που αναφερόμαστε σε αυτές ως τον «αποκλεισμό στο εσωτερικό του αποκλεισμού» στις χώρες υποδοχής, καθώς στη νέα χώρα βιώνουν διπλό αποκλεισμό: ως μέλη της αποκλεισμένης κοινωνικής κατηγορία στην οποία ανήκουν (προσφυγική ομάδα) και ως αποκλεισμένες εξαιτίας του φύλου τους στο εσωτερικό της ομάδας τους.

Σε ατομικό επίπεδο, υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που καθιστούν τις προσφύγισσες θύματα έμφυλης βίας σε ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής τους: Συνήθως στις χώρες προέλευσής τους ενδεικτικές μορφές βίας κατά των γυναικών αποτελούν (εντελώς ενδεικτικά): επιλεκτική άμβλωση ανάλογα του φύλου του εμβρύου που κυοφορούν, ξυλοδαρμός κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, υποχρεωτική βρεφοκτονία θηλυκών νεογνών (θηλυκτονία), συναισθηματική και σωματική κακοποίηση, άνιση πρόσβαση σε τρόφιμα, ιατρική περίθαλψη και εκπαίδευση, γάμος σε παιδική ηλικία, ακρωτηριασμός γυναικείων γεννητικών οργάνων (FGM), σεξουαλική και ψυχολογική κακοποίηση από μέλη της οικογένειας και ξένους, trafficking, σεξουαλική κακοποίηση στο χώρο εργασίας, σεξουαλική παρενόχληση, βιασμός, κακοποίηση χηρών (συμπεριλαμβανομένων της αρπαγής ιδιοκτησίας) κ.λπ. Ωστόσο ο κίνδυνος βίας δεν εξαρτάται μόνον από τις ατομικές περιστάσεις, αλλά μπορεί επίσης να οφείλεται σε περιστάσεις που αφορούν τις σχέσεις (δεύτερο επίπεδο), τις κοινότητες (τρίτο επίπεδο) ή τη θέση των γυναικών σε συγκεκριμένες κοινωνίες. Οι προσφύγισσες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να βιώσουν βία και στη χώρα υποδοχής, όχι μόνο λόγω της εθνοτικής καταγωγής τους, αλλά διότι αντιμετωπίζουν διάφορες μορφές κοινωνικού αποκλεισμού ή διακρίσεις στην καθημερινή τους ζωή, όπως αναφέρθηκε: ανασφαλές καθεστώς διαμονής, περιορισμένη πρόσβαση στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, έλλειψη πρόσβασης το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης και την αγορά εργασίας κ.ά. Η μετάβαση σε μια νέα χώρα σημαίνει επίσης σχετική απώλεια κοινωνικού κεφαλαίου, που μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνική απομόνωση, αυξάνοντας τον κίνδυνο βίας. Αυτοί οι παράγοντες οδηγούν τις προσφύγισσες σε περαιτέρω κακοποίηση και βία, ενώ η ίδια η μεταναστευτική διαδικασία, οι πιέσεις της διαρκούς κίνησης και το αβέβαιο μέλλον, θέτουν επίσης σε αμφισβήτηση τους ρόλους των φύλων και αυξάνουν τις εντάσεις στις οικογένειες, καταλήγοντας συχνά σε ενδοοικογενειακή βία.

Οι προσφύγισσες υφίστανται τις αρνητικές συνέπειες της βίας που συνδέεται με το φύλο τους σε τρία κυρίως επίπεδα. Στο μικροεπίπεδο στερούνται τη συμμετοχή τους στην κοινωνία, συχνά μάλιστα είναι οι ίδιες απρόθυμες να ενταχθούν στην κοινωνία, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας. Κι αυτό όχι μόνο γιατί είναι απορροφημένες από τα οικογενειακά προβλήματα, αλλά και επειδή ο δράστης της βίας συχνά περιορίζει την ελευθερία, τις κινήσεις και τις ενέργειές τους, με συνέπειες την απώλεια φίλων και κοινωνικών σχέσεων, προβλήματα προσωπικής απομόνωσης και ενσωμάτωσης, απώλεια θέσεων εργασίας ή προβλήματα εύρεσης εργασίας, απώλεια εισοδήματος και πλούτου, απώλεια κοινωνικής θέσης, διαταραχή στη σχέση με τα παιδιά και άλλα μέλη της οικογένειας, διακινδύνευση της άδειας παραμονής λόγω αντιφατικών δηλώσεων στη συνέντευξη χορήγησης ασύλου κ.λπ. Στο μέσο επίπεδο, η βία διαμορφώνει ασταθή και ανασφαλή οικογενειακή ζωή, ειδικά αν ο θύτης είναι μέλος της οικογένειας, στενός σύντροφος κλπ. Μάλιστα αν οι προσφύγισσες είναι μητέρες, τα παιδιά διατρέχουν επίσης τον κίνδυνο αναστάτωσης της ψυχοκοινωνικής τους κατάστασης. Δεδομένου δε ότι η «βία είναι μεταδοτική», η έμφυλη βία συμβάλλει στην προαγωγή έμφυλων στερεοτύπων και διακρίσεων, καθώς και σε αυξημένα ποσοστά εγκληματικότητας που συνδέεται με το φύλο. Έτσι ή αλλιώς, ευρύτερα, η έμφυλης βία συνεπάγεται άμεσο και έμμεσο οικονομικό κόστος για το κάθε θύμα της. Το άμεσο κόστος, περιλαμβάνει ιατρικά (π.χ. έξοδα θεραπείας, επισκέψεις σε χώρους έκτακτης ανάγκης) και μη ιατρικά έξοδα (λ.χ. νομικές συμβουλές). Τα έμμεσα κόστη που προκαλούνται λόγω της βίας μπορεί να είναι απώλεια εισοδήματος λόγω χωρισμού από τον σύζυγο ή απώλειας εργασίας εξαιτίας ψυχικού τραυματισμού, απώλεια ασφάλισης υγείας κ.λπ. Παρόλο που δεν υπάρχουν στοιχεία για την εκτίμηση του μεγέθους ζημίας που προκύπτει από εγκλήματα έμφυλης βίας, το βέβαιο είναι ότι τα θύματα έχουν συχνά και υποβαθμισμένη ποιότητα ζωής. Όσον αφορά τις προσφύγισσες, είναι προφανές ότι η μετανάστευση στις χώρες υποδοχής μπορεί να συνεπάγεται πρόσθετη οικονομική αδυναμία, η οποία είναι δυνατό να τις οδηγήσει λ.χ. σε trafficking. Αξίζει να σταθούμε σε δύο είδη έμφυλης βίας που βιώνουν οι προσφύγισσες και στις χώρες υποδοχής: α. στο πλαίσιο της προσφυγικής οικογένειας είναι συνηθισμένα τα περίφημα «εγκλήματα τιμής», τόσο διαδεδομένα και στη χώρα μας μέχρι πριν λίγες δεκαετίες. Τι ακριβώς σημαίνει τιμή; Προς το παρόν δεν υπάρχει ορισμός των εγκλημάτων τιμής διαπολιτισμικά αποδεκτός. Στις πατριαρχικές κοινωνίες, η τιμή μπορεί να θεωρηθεί ως η «ορθή» συμπεριφορά των γυναικών μελών της οικογένειας, καθώς αποτελούν ιδιοκτησία των ανδρών. Αυτό σημαίνει ότι οι άνδρες πρέπει να διασφαλίζουν την τιμή της οικογένειας όταν αυτή πλήττεται από την ανάρμοστη συμπεριφορά των γυναικών μελών της (προγαμιαίο σεξ, μοιχεία, βιασμός, κλπ.). Τα εγκλήματα τιμής δικαιολογούνται επομένως ως ανάγκη υπεράσπισης ή προστασίας της τιμής της οικογένειας, είναι όμως στην πραγματικότητα γυναικοκτονίες που διαπράττουν άνδρες και κάποτε γυναίκες, που δρουν για λογαριασμό των ανδρών. Μόνο πρόσφατα τα κράτη μέλη της ΕΕ αναγνώρισαν ότι τα εγκλήματα τιμής αποτελούν πρόβλημα εντός της ΕΕ, ιδίως λόγω των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών. Όμως είναι δύσκολη η ύπαρξη σχετικών με αυτά δεδομένων, καθώς τα εγκλήματα τιμής είναι «σκοτεινά», ενώ όταν καταγγέλλονται κατηγοριοποιούνται μάλλον ως περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, παρά ως περιστατικά βίας που αφορούν την τιμή. β. η σεξουαλική βία, ένας όρος- ομπρέλα. Η σεξουαλική βία συνίσταται σε λόγους, ενέργειες ή πράξεις εκμετάλλευσης κατευθυνόμενες κατά της σεξουαλικότητας ενός ατόμου, με τη χρήση εξαναγκασμού, από οποιοδήποτε άλλο άτομο και ανεξάρτητα από τη σχέση του με το θύμα, σε οποιοδήποτε περιβάλλον ή χώρο, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, της κατοικίας και του χώρου εργασίας. Οι προσφύγισσες αποτελούν ιδιαίτερα ευάλωτη στη σεξουαλική βία ομάδα, αν και τα δεδομένα είναι σπάνια λόγω υψηλού επιπέδου αποσιώπησης τέτοιων γεγονότων. Παράλληλα είναι γεγονός πως εκτίθενται σε διάφορους κινδύνους σεξουαλικής βίας κατά τη διάρκεια της διαφυγής τους και του προσφυγικού ταξιδιού, όπου σημειώνονται μάλιστα πολλαπλοί ή ομαδικοί βιασμοί. Τρεις είναι συνήθως οι φάσεις στη διάρκεια των οποίων οι προσφύγισσες βιώνουν σεξουαλική βία: η κατάσταση στη χώρα προέλευσης, οι εμπειρίες τους κατά τη διάρκεια της διαφυγής και οι εμπειρίες τους στη χώρα υποδοχής. Σε ότι αφορά τη χώρα προέλευσης, είναι γνωστό πως οι γυναίκες υφίστανται ποικίλες μορφές βίας, όπως είπαμε, μεταξύ των οποίων, απαγωγή από ενόπλους κατά τη διάρκεια σύρραξης διαφόρων ομάδων, συμπεριλαμβανομένων των δυνάμεων ασφαλείας (αρκεί να θυμηθούμε τη Μπόκο Χαράμ, τον ISIS κ.ά.). Από την άλλη κατά τη διάρκεια του προσφυγικού ταξιδιού, πέρα από την κακουχία του ίδιου του ταξιδιού, την αγωνία της επιβίωσης και της προστασίας των παιδιών, οι προσφύγισσες κινδυνεύουν περισσότερο να γίνουν θύματα κλοπής, σεξουαλικής παρενόχλησης, κακοποίησης, βιασμού. Ιδιαίτερα εκτεθειμένες στους κινδύνους αυτούς είναι οι γυναίκες που ταξιδεύουν μόνες τους. Οι διακινητές υφαρπάζουν τα επίσημα έγγραφα των γυναικών και τις εκβιάζουν να μην μιλήσουν, χρησιμοποιώντας και απειλές για τα παιδιά τους. Παράλληλα στις χώρες διέλευσης υφίστανται σεξουαλική επίθεση από ληστές, πειρατές, συνοριοφύλακες, αιχμαλωσία για εμπορία από διακινητές και όχι μόνο, ενώ υποχρεώνονται να καλύπτουν συχνά το κόστος της διαφυγής με συναλλακτικό σεξ. Τέλος στη χώρα προορισμού (ΈΈ) δέχονται σεξουαλική επίθεση, εξαναγκασμό, εκβίαση από πρόσωπα που βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας, σεξουαλική εκμετάλλευση από άτομα που υπόσχονται την υπαγωγή τους στο νομικό καθεστώς τη χώρας προορισμού ή πρόσβαση σε βοήθεια και πόρους (σεξ επιβίωσης), με δυο λόγια η σεξουαλική βία αποτελεί ζήτημα που επιβάλλει ιδιαίτερη προσοχή στο πλαίσιο του ασύλου, αν και αποφεύγουμε να μιλάμε γι’ αυτό. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε τη σεξουαλική κακοποίηση αποχωρισμένων και ασυνόδευτων παιδιών, αλλά και τη σεξουαλική βία που αναπτύσσεται σε δομές προσφύγων, όπου οι προσφύγισσες τη βιώνουν τόσο από το προσωπικό των προσφυγικών δομών φιλοξενίας, όσο και από τον σύζυγο ή άλλα μέλη της οικογένειας αρσενικού γένους, καθώς και ξένους. Στα ανωτέρω πρέπει να λάβουμε υπόψη πως εντός της ΕΕ υπάρχουν μεγάλες διαφορές ως προς το είδος παραμονής των γυναικών και ανδρών προσφύγων, την άδεια εργασίας, την ιατρική και ψυχολογική υποστήριξη που λαμβάνουν τα θύματα εμπορίας ανθρώπων που ζητούν άσυλο. Παρόλο που τα θύματα έχουν σχετικά δικαιώματα, συχνά δεν γνωρίζουν τις διαθέσιμες υπηρεσίες υποστήριξης, αλλά και το ότι έχουν δικαιώματα, δεν μπορούν να μιλήσουν για τις τραυματικές εμπειρίες τους ή είναι δύσπιστα απέναντι στις αρχές. Επίσης πολιτισμικά διαμεσολαβούντες παράγοντες όπως η ντροπή, οι δεσμεύσεις του γάμου, το στίγμα του διαζυγίου κλπ. που συχνά οδηγούν επίσης τις γυναίκες αυτές στο να μην καταγγέλλουν την έμφυλη βία. Όλα τα στοιχεία συνηγορούν στο ότι ιδιαίτερα το περιορισμένο νομικό τους καθεστώς και η έλλειψη πρόσβασης σε υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης θέτουν τις προσφύγισσες σε κίνδυνο να υποστούν περαιτέρω σεξουαλική βία. Πως όμως προσεγγίζεται η σεξουαλική βία; Η σεξουαλική βία μπορεί να αντιμετωπιστεί με τέσσερις τρόπους: ως παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των γυναικών, ως μορφή βασανιστηρίων, ως έγκλημα πολέμου και ως μορφή ακραίας διάκρισης λόγω φύλου. Ωστόσο παρόλο που η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης προτρέπει τα συμβαλλόμενα κράτη να συμπεριλάβουν την πτυχή της συναίνεσης στις διατάξεις για τις πράξεις σεξουαλικής βίας, η πλειοψηφία των κρατών μελών της ΈΈ δεν τηρεί τις διατάξεις του άρθρου 36 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, ενώ η σεξουαλική βία δύσκολα αναγνωρίζεται ως αιτία χορήγησης ασύλου.

Παράλληλα με τα προαναφερόμενα οφείλουμε να επισημάνουμε το κρίσιμο ζήτημα της δευτερογενούς θυματοποίησης των θυμάτων βίας που συνδέεται με το φύλο, η οποία στην περίπτωση των προσφυγισσών λαμβάνει ιδιαίτερες διαστάσεις. Πρόκειται για τον τρόπο απαθούς και κάποτε ανάλγητης μεταχείρισης των θυμάτων από τις δημόσιες/ κοινωνικές υπηρεσίες (αστυνομία, το δικαστικό σώμα, τους/τις γιατρούς, δομές φιλοξενίας, ΜΚΟ κ.λπ.). Στην περίπτωσή μας η δευτερογενής θυματοποίηση αναφέρεται στην κατάσταση κατά την οποία μια προσφύγισσα είτε αντιμετωπίζει άρνηση παροχής βοήθειας είτε η βοήθεια που λαμβάνει την κάνει να αισθάνεται εκ νέου θύμα. Μπορεί για παράδειγμα να υποστεί περαιτέρω τραύμα όταν της επιρρίπτεται η ευθύνη της πρόκλησης της βίαιης συμπεριφοράς του δράστη, αλλά και ευρύτερα όταν βρίσκεται μπροστά σε στερεοτυπικές στάσεις, συμπεριφορές, πρακτικές και διαδικασίες από θεσμούς, φορείς παροχής υπηρεσιών, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την κοινότητα και/ή την οικογένεια. Έτσι δεν είναι περίεργο που κάποια θύματα μπορεί να βιώσουν αυτόν τον τύπο βίας με πιο οδυνηρό τρόπο από την κύρια θυματοποίησή τους. Όμως στο πλαίσιο ποιων συνθηκών οι προσφύγισσες είναι δυνατό αντιμετωπίζουν δευτερογενή θυματοποίηση;

Η διαδικασία χορήγησης ασύλου μπορεί να προκαλέσει δευτερογενή θυματοποίηση στις αιτούσες: κατά τη διάρκεια της συνέντευξης για χορήγηση ασύλου τους ζητείται να μιλήσουν για τις τραυματικές εμπειρίες τους. Έτσι είναι υποχρεωμένες όχι μόνο να αποκαλύψουν τις ιστορίες τους στον λαμβάνοντα την συνέντευξη για το άσυλο, αλλά συχνά και σε διερμηνείς, δικηγόρους και αξιολογητές. Καθώς η συνέντευξη μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για το αίτημα ασύλου και την υγεία των γυναικών που αναζητούν άσυλο, οι προσφύγισσες διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο δευτερογενούς θυματοποίησης. Πάντως άλλες καταστάσεις που προκαλούν δευτερογενή θυματοποίηση των προσφυγισσών είναι οι συνθήκες κατοικίας, όπως η φιλοξενία σε προσφυγικά καταλύματα, η περιορισμένη πρόσβαση στο σύστημα υγείας και η έλλειψη της δυνατότητας αναζήτησης απασχόλησης. Επιπλέον αν οι προσφύγισσες αποφασίσουν να καταγγείλουν στην αστυνομία ένα έγκλημα έμφυλης βίας και αν ακόμα εξετάσουν το ενδεχόμενο να προσέλθουν στο δικαστήριο, κινδυνεύουν επίσης να υποστούν δευτερογενή τραυματισμό. Συμπεριφορές επίρριψης ευθύνης στο θύμα, καθώς και η απόφαση του δικαστηρίου σχετικά με το εάν θα καταδικαστεί ο δράστης ή όχι μπορεί να οδηγήσουν σε δευτερογενή θυματοποίηση. Στην περίπτωση των αστυνομικών μάλιστα διαπιστώνεται έλλειψη κατανόησης σχετικά με το γιατί οι προσφύγισσες μπορεί να εμφανίζονται σε σύγχυση κατά την υποβολή της καταγγελίας, ενώ υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι επαγγελματίες κατηγοριοποιούν προσφύγισσες θύματα έμφυλης βίας σε γυναίκες «που αξίζουν υποστήριξης» και σε «χαμένες υποθέσεις». Όμως όλες οι γυναίκες αυτές επιβάλλεται να λαμβάνουν άμεσα αφενός υποστήριξη όταν ζητούν βοήθεια για να αποφύγουν μια κακοποιητική κατάσταση και αφετέρου υποστήριξη μετά την απομάκρυνση από την κακοποιητική κατάσταση. Και φυσικά τίθεται το ερώτημα γιατί δεν αξιοποιείται όσο συχνά επιβάλλεται το ευρωπαϊκό εργαλείο Ευρωπαϊκή Εντολή Προστασίας (European Protection Order, EPO), που μαζί με την Οδηγία για τα δικαιώματα των θυμάτων στην περίπτωση έμφυλης βίας εντέλλεται την προστασίας των θυμάτων έμφυλης βίας σε κάθε Κράτος Μέλος της ΕΕ. και επιδιώκει την προστασία της ζωής ενός ατόμου, της σωματικής και ψυχικής του ακεραιότητας, της προσωπικής του ελευθερίας ή σεξουαλικής ακεραιότητας, ανταποκρινόμενο ταυτόχρονα στα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται από όλα τα Κράτη Μέλη. Συνεπικουρείται δε κι από το άρθρο 52 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης το οποίο αναγνωρίζει την ανάγκη ασφάλειας του θύματος, εξασφαλίζοντας τη φυσική απόσταση μεταξύ του θύματος και του θύτη, όταν προκύπτει κατάσταση άμεσου κινδύνου, μέσω εκτάκτων δικαστικών εντολών, ενώ υπάρχει επίσης η δυνατότητα κράτησης ή σύλληψης του θύτη.

Ολοκληρώνοντας, αξίζει μια επισήμανση: Οι προσφύγισσες στη χώρα υποδοχής αναφέραμε πως βιώνουν διπλό αποκλεισμό: ως μέλη της αποκλεισμένης κοινωνικής κατηγορίας στην οποία ανήκουν (προσφυγική ομάδα), αλλά και ως αποκλεισμένες εξαιτίας του φύλου τους στο εσωτερικό της πολιτιστικής/εθνοτικής ομάδας στην οποία ανήκουν. Είναι θέμα παράδοσης; Δεν είναι λίγες και λίγοι εκείνες κι εκείνοι που επικαλούνται την κουλτούρα και τις παραδόσεις για να νομιμοποιήσουν το φαινόμενο. Φυσικά είναι γνωστό πως σε πολλά πολιτισμικά και θρησκευτικά περιβάλλοντα ο σεξισμός και τα στερεότυπα γύρω από τη θηλυκότητα είναι ιδιαίτερα ισχυρά, δημιουργώντας ένα κανονιστικό πλαίσιο για την εργαλειακή εκμετάλλευση του γυναικείου σώματος και την ακύρωση της γυναικείας αυτενέργειας. Και τούτο είναι εμφανές σε πληθώρα περιπτώσεων: από τον γάμο σε ανήλικη ηλικία και τον αποκλεισμό από την εκπαίδευση έως τον ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων. Ωστόσο τόσο ο ΟΗΕ όσο και το σύνολο των διεθνών οργανισμών έχουν απαντήσει στον ανωτέρω ισχυρισμό με αποφάσεις και διακηρύξεις, στις οποίες τονίζεται πως η παράδοση σταματάει εκεί που αρχίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα δικαιώματα των γυναικών είναι προφανώς απόλυτα ανθρώπινα. Και να θυμόμαστε ότι υπάρχει πάντα η Σύμβαση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για το Καθεστώς των Προσφύγων ( Γενεύη, 1951), η οποία ορίζει ότι καμία συμβαλλόμενη χώρα δεν μπορεί να απελαύνει ή να επαναπροωθεί, με οποιονδήποτε τρόπο, γυναίκα ή άνδρα πρόσφυγα στα σύνορα εδαφών, στα οποία απειλούνται η ζωή ή η ελευθερία της/του για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων (άρθρο 33.1)

Χρήσιμη Βιβλιογραφία

  • Connell, R. W. (2006). Το Κοινωνικό Φύλο. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο
  • Γκασούκα, Μ. (2013). Κοινωνιολογικές Προσεγγίσεις του Φύλου. Ζητήματα Εξουσίας και Ιεραρχίας. 3η εκδ. Αθήνα: Διάδραση.
  • Buclay-Zistel, S. and Krause, Ul. (2019). Gender, Violence, Refugees. New York-Oxford:Berghahn.
  • European Institute for Gender Equality (2016). Combating violence against women: United Kingdom. Luxembourg: European Union Publications Office.
  • World Health Organization, (2015). Gender, equity, human rights; Gender based violence. Geneva: WHO.

* αν και πρόκειται για νεολογισμό, η χρήση του έχει πολιτική-φεμινιστική διάσταση, καθώς καθιστά τις γυναίκες ορατές στον λόγο περί προσφυγικού


Ομότιμη Καθηγήτρια Μαρία Γκασούκα, Πανεπιστήμιο Αιγαίου 
 
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki