Στην κατηγορία των «κληρονομημένων» λέξεων
ανήκουν αυτές που επιβιώνουν από την αρχαία ελληνική μέχρι σήμερα, βρίσκονται
δηλαδή συνεχώς στο στόμα του λαού από την αρχαία εποχή και κάθε γενιά τις
μεταβιβάζει στην επόμενη. Γι’ αυτό και τις ονομάζουμε κληρονομημένες από την
αρχαία ελληνική, καθώς τις κληρονομήσαμε από τη γλώσσα των αρχαίων προγόνων
μας.
Εδώ ανήκει, για παράδειγμα, η λέξη
παίζω, η οποία υπήρχε και στην αρχαία ελληνική. Οι αρχαίοι Έλληνες
την πρόφεραν βέβαια διαφορετικά. Την πρόφεραν [paizdoo], γιατί το <αι>
το πρόφεραν ως [ai], το <ζ> ως [zd] και το <ω> ως παρατεταμένο
[oo], δηλαδή ως [o] μακρό.
Η λέξη αυτή όμως, παρά τις αλλαγές στην
προφορά της, δεν σταμάτησε ποτέ να ακούγεται από τα χείλη των Ελλήνων, καθώς
κάθε γενιά την κληρονομούσε στην επόμενη. Λέμε, επομένως, ότι η ετυμολογία
της νεοελληνικής λέξης
παίζω είναι από το αρχαίο ελληνικό παίζω.
Ας δούμε ένα λίγο διαφορετικό παράδειγμα.
Οι νεοελληνικές λέξεις πατέρας και
μητέρα είναι και αυτές κληρονομημένες από την αρχαία ελληνική. Στην
αρχαία γλώσσα όμως δεν είχαν αυτή τη μορφή, αλλά τη μορφή πατήρ και
μήτηρ.
Οι αρχαίες λέξεις πατήρ και μήτηρ άλλαξαν
και, ήδη από την εποχή του Βυζαντίου, λέγονταν πατέρας και μητέρα,
όπως και σήμερα. Επομένως, η ετυμολογία των νεοελληνικών λέξεων πατέρας και
μητέρα είναι από τις αρχαίες πατήρ και μήτηρ αντίστοιχα, και τη σημερινή
μορφή τους την πήραν κατά την περίοδο που ονομάζουμε «μεσαιωνική
ελληνική».
Θέλουμε και άλλα παραδείγματα; Υπάρχουν χιλιάδες.
Τις περισσότερες φορές με αλλαγές, συχνά ακόμη μεγαλύτερες από αυτές που
είδαμε ως τώρα. Μερικές φορές μάλιστα οι αλλαγές που έγιναν σε αυτές τις
κληρονομημένες λέξεις τις έκαναν σχεδόν αγνώριστες.
Και εδώ βρίσκεται ένα από τα πιο συναρπαστικά κομμάτια της επιστήμης
που μελετάει την ετυμολογία των λέξεων μιας γλώσσας, στην περίπτωσή μας
της νέας ελληνικής, να καταφέρει να συνδέσει μεταξύ τους λέξεις της
σύγχρονης μορφής της γλώσσας με λέξεις της αρχαίας.
Ας δούμε παραδείγματα νεοελληνικών λέξεων,
που η συστηματική μελέτη της ιστορίας της γλώσσας μας και του τρόπου με τον
οποίο εξελίχθηκε μέσα στον χρόνο μάς επιτρέπουν σήμερα να τις συνδέσουμε με
αντίστοιχους τύπους της αρχαίας ελληνικής.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τη νεοελληνική
λέξη κάνω.
Ποια είναι η ετυμολογία της;
Υπήρχε στην αρχαία ελληνική;
Η αλήθεια είναι ότι όσο και να ψάξουμε στα αρχαία κείμενα δεν θα τη βρούμε
με αυτή τη μορφή.
Οι αρχαίοι Έλληνες για να δηλώσουν αυτή την έννοια χρησιμοποιούσαν τη λέξη
ποιῶ. Μήπως αυτό σημαίνει ότι η νεοελληνική λέξη κάνω δεν έχει αρχαία
ελληνική προέλευση, δηλαδή αρχαία ελληνική ετυμολογία; Όχι.
Η αλήθεια είναι ότι ετυμολογείται από το
αρχαίο ρήμα κάμνω, που σημαίνει ‘κουράζομαι’.
Να ένα φαινόμενο που η επιστήμη της ετυμολογίας και της ιστορικής
γλωσσολογίας μάς βοήθησε να κατανοήσουμε: η σημασία μιας λέξης μπορεί να
αλλάξει μέσα στον χρόνο, στη συγκεκριμένη περίπτωση να διευρυνθεί και, ενώ
παλιά σήμαινε κάτι πολύ συγκεκριμένο (όπως είναι η σημασία ‘κουράζομαι’),
άρχισε να σημαίνει κάτι πολύ γενικότερο, όπως αυτό που σημαίνει η λέξη
κάνω.
Το αντίστροφο φαινόμενο είναι επίσης γνωστό.
Μπορεί, δηλαδή, η σημασία μιας λέξης να
περιοριστεί, και από εκεί που σήμαινε κάτι γενικότερο να αποκτήσει μια
σημασία πιο συγκεκριμένη. Αυτή είναι η περίπτωση της λέξης πετεινός,
που η αρχαία σημασία της ήταν γενικά ‘πουλί’.
Ας θυμηθούμε την έκφραση του Ευαγγελίου πετεινά του ουρανού, δηλαδή
γενικά ‘πουλιά’.
Σήμερα όμως η λέξη πετεινός έχει
περιοριστεί στη σημασία ‘κόκορας’, ενώ δηλαδή παλιά δήλωνε όλα τα
πουλιά, στη νέα ελληνική δηλώνει μόνο ένα, και μάλιστα ένα πουλί που δεν
πετάει!
Η επιστήμη της ετυμολογίας,
επομένως, πρέπει να λαμβάνει υπόψη της ότι η σημασία των λέξεων μέσα στον
χρόνο μπορεί να αλλάζει. Και, όπως είδαμε και στην περίπτωση της λέξης κάνω,
μπορεί να αλλάζει και η μορφή της.
Επομένως, η ετυμολογία της λέξης κάνω είναι
από το αρχαίο ρήμα κάμνω που σήμαινε ‘κουράζομαι’, με διεύρυνση της
σημασίας. Και η ετυμολογία του νεοελληνικού πετεινός είναι από το αρχαίο
όνομα πετεινός που σήμαινε ‘πουλί’, με περιορισμό της σημασίας.
Ας δούμε μερικά ακόμη παραδείγματα.
Αναζητώντας την
ετυμολογία της λέξης γερός, θα ψάξουμε πρώτα τη λέξη στην αρχαία
ελληνική αλλά δεν θα τη βρούμε με αυτή τη μορφή. Αν σκεφτούμε όμως ποια
είναι η σημασία της λέξης γερός, μπορούμε να οδηγηθούμε στην ετυμολογία της
και στη σύνδεσή της με μια αρχαία ελληνική λέξη.
Γερός είναι πρώτα πρώτα αυτός που είναι
καλά στην υγεία του, που είναι ‘υγιής’.
Και στην αρχαία ελληνική υπάρχει η λέξη
ὑγιηρός, με αυτήν ακριβώς τη σημασία, από την οποία προέκυψε το
νεοελληνικό γερός, με κάποιες φωνητικές αλλαγές: το αρκτικό φωνήεν της λέξης
αποβλήθηκε (όπως στη λέξη μέρα που προέρχεται από την αρχαία λέξη ἡμέρα), τα
δύο όμοια συνεχόμενα φωνήεντα [ii] (που γράφονται ως <ι> και <η>
αντίστοιχα) απλοποιήθηκαν, και το απλό πλέον [i] τράπηκε σε [e] επειδή
βρίσκεται δίπλα στο σύμφωνο [r] (όπως και στη λέξη ξερός, που προέρχεται από
το αρχαίο ξηρός).
Για να δούμε άλλη μια λέξη:
Από πού προέρχεται το νεοελληνικό
μάτι; Στην αρχαία ελληνική, εκτός από τη λέξη ὀφθαλμός που
σήμαινε ‘μάτι’, υπήρχε και η λέξη ὄμμα με την ίδια σημασία. Από τη
λέξη ὄμμα προέκυψε ο υποκοριστικός τύπος ὀμμάτιον, όπως π.χ. από τη
λέξη παίς ο τύπος παιδίον.
Αρχικά η λέξη ὀμμάτιον σήμαινε ‘ματάκι’ (όπως και το παιδίον σήμαινε
‘παιδάκι’), σιγά σιγά όμως αυτές οι λέξεις έχασαν την υποκοριστική τους
σημασία και κατέληξαν να σημαίνουν ό,τι και τα ουσιαστικά από τα οποία
προήλθαν, δηλαδή ‘μάτι’ και ‘παιδί’ αντίστοιχα. Τώρα μπορούμε εύκολα να
καταλάβουμε πώς το ὀμμάτιον έγινε μάτι. Το αρκτικό φωνήεν της λέξης
αποβλήθηκε (όπως είδαμε και πιο πάνω) και από την κατάληξη -ιον έμεινε μόνο
το -ι (όπως συνέβη και στη λέξη παιδίον, που έγινε παιδί).
Ας δούμε ένα παράδειγμα ακόμη.
Η λέξη ψάρι έχει αρχαία ελληνική προέλευση;
Ξέρουμε ότι η αρχαία λέξη για το ‘ψάρι’ είναι
ἰχθύς.
Η λέξη ψάρι όμως προέρχεται και αυτή από την αρχαία ελληνική, και
συγκεκριμένα από τη λέξη ὄψον, που σήμαινε κάτι σαν ‘μεζές’.
Στην αρχαία Ελλάδα το ψάρι ήταν αγαπημένος
μεζές, και γι’ αυτό κατά την ελληνιστική εποχή η λέξη ὄψον κατέληξε
να σημαίνει ‘ψάρι’.
Στη λέξη ὄψον προστέθηκε η παραγωγική κατάληξη -άριον, προέκυψε δηλαδή ο
τύπος ὀψάριον (το ίδιο έγινε και στη λέξη πόδι, από την οποία
προέκυψε ο τύπος ποδάριον). Τα υπόλοιπα τα ξέρουμε: το αρκτικό φωνήεν
αποβλήθηκε, από την κατάληξη -ιον έμεινε μόνο το -ι, και έτσι από τον αρχαίο
τύπο ὄψον φτάσαμε στο νεοελληνικό ψάρι.
Και η λέξη νερό;
Εδώ τα πράγματα είναι ακόμη πιο περίπλοκα,
αλλά η επιστήμη της ετυμολογίας έχει βρει την απάντηση. Η αρχαία λέξη για το
‘νερό’ είναι ὕδωρ. Από τη λέξη αυτή δεν μπορεί βέβαια να προκύψει ο
τύπος νερό. Αν ψάξουμε όμως στα αρχαία κείμενα, και συγκεκριμένα σε αυτά της
ελληνορωμαϊκής εποχής, θα ανακαλύψουμε την έκφραση νηρόν ὕδωρ που
σήμαινε ‘φρέσκο νερό’, οπότε μπορούμε να καταλάβουμε τι συνέβη. Από
την έκφραση αυτή απαλείφθηκε η λέξη ὕδωρ και η σημασία ‘νερό’ πέρασε στο
επίθετο νηρός που σήμαινε ‘φρέσκος’!
Και η λέξη νηρός από πού προέρχεται;
Πάλι από την αρχαία ελληνική, και συγκεκριμένα από ένα επίθετο που το
ξέρουμε όλοι μας, το επίθετο νεαρός, που είχε τη σημασία ‘γεμάτος
νιάτα, φρέσκος’. Η ετυμολογία, επομένως, της λέξης νερό είναι από την
έκφραση νηρόν ὕδωρ που σήμαινε ‘φρέσκο νερό’, με τροπή του [i] σε [e] δίπλα
στο σύμφωνο [r], αλλαγή του επιθέτου νηρόν σε ουσιαστικό και πέρασμα της
σημασίας ‘νερό’ από το ουσιαστικό ὕδωρ στο επίθετο νηρός.