Tuesday, 1 August 2023

Η 🌕Σελήνη🌕 στην Ελληνική Μυθολογία

Οι Αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι η επίδραση που εξασκούσε η Σελήνη στη ζωή των ανθρώπων επεκτεινόταν σε πολλούς τομείς και μάλιστα εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους.
Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*

Η Σελήνη, όπως ακριβώς ο Ήλιος και η Αυγή, κατείχε μία σημαντική θέση στις μυθολογικές αντιλήψεις των Αρχαίων Ελλήνων, η δε λέξη Σελήνη σήμαινε και το φεγγάρι αλλά και την ομώνυμη θεά.
Σύμφωνα με τον περίφημο Ομηρικό Ύμνο «Εις Σελήνην» (ΧΧΧΙΙ), 
«οι Μούσες, οι γλυκόφωνες θυγατέρες του Δία, του γιου του Κρόνου» καλούνται να υμνήσουν «τη Σελήνη με τα μακριά φτερά, που το φως της αυτό, το οποίο ανεβαίνει στον ουρανό, πηγάζει από ένα αθάνατο κεφάλι και τυλίγει τη γη. Η Σελήνη στολίζει όλα τα πράγματα με τη λάμψη της και ο σκοτεινός αέρας φωτίζεται από το χρυσό της στέμμα. Οι αχτίδες της φθάνουν ως πέρα μακριά, όταν το βράδυ – στα μέσα του μήνα – η θεϊκή Σελήνη, έχοντας λούσει το όμορφο κορμί της στα νερά του Ωκεανού, έχοντας φορέσει ρούχα λαμπρά κι έχοντας ζέψει τα ολόφωτα άλογά της, τα βάζει να τρέξουνε, χτυπώντας τα με το μαστίγιό της. Τότε είναι ολόγιομη. Έχει μεγαλώσει ως εκεί που άλλο περισσότερο δεν παίρνει, και ρίχνει από τους ουρανούς το πιο δυνατό της φως, που είναι σημάδι και οιωνός για τους θνητούς». Στον ίδιο αυτό Ομηρικό Ύμνο προστίθεται και το ότι «ο γιος του Κρόνου (δηλαδή ο Δίας) συνδέθηκε ερωτικά με τη Σελήνη, η οποία γέννησε την Πανδία, μία από τις πιο όμορφες αθάνατες». 
Από τη συνεύρεσή της με τον κυρίαρχο του Ολύμπου λέγεται ότι απέκτησε και δύο άλλες κόρες, τη Νεμέα και την Έρση, σύμφωνα δε με κάποια άλλη μυθολογική παράδοση παντρεύτηκε τον Ήλιο και γέννησε τις Ώρες

Κατά την επικρατέστερη εκδοχή, η Σελήνη – αδελφή του Ήλιου και της Αυγής – ήταν κόρη του Υπερίωνα και της Θείας. 
Ορισμένοι μύθοι αναφέρουν ότι πατέρας της Σελήνης ήταν ο Ήλιος, ενώ, σύμφωνα με κάποιους συγγραφείς, γονείς της Σελήνης ήταν ο ύψιστος των θεών Δίας και η Λητώ.
    Υπάρχουν πολλές μυθολογικές παραδόσεις σχετικές με τις ερωτικές περιπέτειες της θεάς Σελήνης. 
    Η πιο σημαντική και η πιο γνωστή είναι αυτή που σχετίζεται με τον μύθο του Ενδυμίωνα, με τόπο δράσης την Ήλιδα και την Καρία. 
Η υπέρμετρη ομορφιά του νεαρού Ενδυμίωνα προσέλκυσε την προσοχή της Σελήνης, κάποια μέρα που ο Ενδυμίων κοιμόταν σε μια σπηλιά στο όρος Λάτμος. Από την ερωτική συνεύρεση της Σελήνης με τον όμορφο αυτό θνητό γεννήθηκαν πενήντα θυγατέρες. Σύμφωνα με μιαν άλλη παράδοση, ο Ενδυμίων έγινε δεκτός στα θεϊκά παλάτια του Ολύμπου, ο Δίας όμως τον έριξε στον Άδη, επειδή τόλμησε να κοιτάξει ερωτικά την Ήρα, ή – σύμφωνα με άλλη παράδοση – καταδικάστηκε σ’ έναν αιώνιο ύπνο για το ίδιο παράπτωμα. 
Κατά τον επικρατέστερο μύθο, ο Ενδυμίων, έχοντας πάρει από τον Δία το δικαίωμα να διαλέξει τον τρόπο ζωής που προτιμούσε, ζήτησε, για να μη γεράσει ποτέ, να κοιμάται αιώνια. 
Και η Σελήνη, ερωτευμένη πάντα μαζί του, πήγαινε κάθε νύχτα εκεί που κοιμόταν, τον θαύμαζε, τον χάιδευε και τον φιλούσε…

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και κάποια αρκαδική παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο τραγοπόδαρος θεός Παν – ο θεός των κοπαδιών – ξελόγιασε τη Σελήνη. 

Η μόνη πληροφορία που έχομε για το θέμα αυτό είναι αυτή που αντλούμε από τα περίφημα Γεωργικά του Λατίνου ποιητή Βιργιλίου: 
«Αν είναι να πιστέψουμε τη φήμη, ο Παν, ο θεός της Αρκαδίας, κατάφερε και σε ξελόγιασε, ω Σελήνη, χάρη στη λάμψη του άσπρου του τριχώματος, και σε παρέσυρε, καλώντας σε στα βάθη των δασών, και συ δεν στάθηκες κουφή στο κάλεσμά του».
    Η λατρεία της Σελήνης, στην οποία οι άνθρωποι απηύθυναν χαιρετισμούς και επικλήσεις και πρόσφεραν σπονδές με καθαρό νερό καθώς και με διάφορα γλυκίσματα, είχε διαδοθεί κυρίως στην Πελοπόννησο

    Σύμφωνα με κάποιον μύθο, η περιπέτεια με τον Ενδυμίωνα συνέβη στην Ήλιδα, ο δε Παυσανίας αναφέρει ότι στην αγορά της Ήλιδας είχαν στηθεί αγάλματα του Ήλιου και της Σελήνης, και ότι η Σελήνη εικονιζόταν με κέρατα στο κεφάλι. 
    Η περιπέτειά της με τον Πάνα συνέβη μάλλον στην περιοχή της Πάτρας, αφού σε κάποιο νόμισμα της πόλης αυτής υπήρχε μια σχετική αναπαράσταση. 
Κατά μία άλλη παράδοση, ο Παν ξελόγιασε τη Σελήνη στην Αρκαδία, τόπο λατρείας του ιδιόμορφου αυτού θεού. 
Επίσης, είναι γνωστό ότι οι Σπαρτιάτες έδιναν ιδιαίτερη σημασία στις διάφορες φάσεις της Σελήνης, όταν ετοιμάζονταν για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις τους. Στην Αργολίδα, ένας αρχαίος μύθος ανέφερε ότι ο περίφημος Λέων της Νεμέας, τον οποίο – όπως είναι γνωστό – εξόντωσε ο Ηρακλής, ήταν καρπός του έρωτα του Δία με τη Σελήνη, και ότι η Σελήνη υπήρξε αντικείμενο ιδιαίτερης λατρείας στην πόλη της Νεμέας. 
🌕 Στην Αθήνα, πρόσφεραν στη Σελήνη τις λεγόμενες «νηφάλιες σπονδές», δηλαδή καθαρό νερό, χωρίς κρασί, καθώς και γαλέτες στρογγυλές. 
🌕 Τέλος, ίχνη λατρείας της θεάς Σελήνης υπήρχαν και σε πολλές ελληνικές αποικίες, ιδιαίτερα στην Αλεξάνδρεια, στη Ρόδο και στην Ηράκλεια (αρχαία πόλη στην Ιωνία της Μικράς Ασίας). Μάλιστα, κοντά σ’ αυτή την τελευταία πόλη βρισκόταν και η οροσειρά Λάτμος, όπου υπήρχε η σπηλιά στην οποία ο Ενδυμίων, βυθισμένος στον αιώνιο ύπνο του, δεχόταν κάθε νύχτα την επίσκεψη της αγαπημένης θεάς…
Οι Αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι η επίδραση που εξασκούσε η Σελήνη στη ζωή των ανθρώπων επεκτεινόταν σε πολλούς τομείς και μάλιστα εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους. 
🌕 Στη Σελήνη οφειλόταν η δροσιά (αρχαιοελληνική λέξη «έρση» = δροσιά), αφού – σύμφωνα με μία μυθολογική παράδοση – η Έρση (προσωποποίηση αυτού του φυσικού φαινομένου) είχε πατέρα της τον Δία και μητέρα της τη Σελήνη. 
Η θεά επιδρούσε ιδιαίτερα και στην έμμηνο ρήση των γυναικών καθώς επίσης και στον τοκετό τους. Επίσης, βοηθούσε στην ανάπτυξη και των φυτών και των ζώων, γενικότερα δε η καλή ή η κακή υγεία των ανθρώπων εξαρτιόταν, ως ένα σημείο, απ’ αυτή. 
Τέλος, η Σελήνη ήταν και θεά του έρωτα, όπως καταδεικνύεται και από τις περιπέτειές της, η δε ένωσή της με τον Ήλιο υπήρξε το πρότυπο του γάμου…
🌕 Η ομοιότητα του μηνίσκου της Σελήνης με κέρατο βοδιού ή αγελάδας ώθησε τους Αρχαίους Έλληνες να φανταστούν τη Σελήνη επάνω σε κάποιον ταύρο ή καθιστή σε ένα άρμα, το οποίο σέρνουν αγελάδες ή ταύροι. 

🌕 Επίσης, την έβλεπαν ανεβασμένη σ’ ένα κριάρι, σ’ ένα άλογο, σ’ ένα μουλάρι, σ’ ένα ελάφι ή σ’ ένα κατσίκι. 
🌕 Λέγεται, ακόμη, ότι ιερά της ζώα ήταν το λιοντάρι και ο κυνοκέφαλος, ο συμβολισμός του οποίου είχε αιγυπτιακή προέλευση. 
🌕 Από τα είδη του ζωικού βασιλείου, άρρηκτα συνδεδεμένα με τη θεά Σελήνη ήταν επίσης ο πετεινός, η μέλισσα, η καραβίδα και η γαρίδα. 
🌕 Τέλος, τη θεά Σελήνη συμβόλιζαν το χρυσάφι, το ασήμι, ο σεληνιακός μηνίσκος, τα κέρατα του ταύρου, ο φωτοστέφανος, ο δίσκος, ο τροχός, το ακτινοφόρο στέμμα, ο πυρσός, η φαρέτρα και τα βέλη.
🌕 Ο τύπος της έφιππης Σελήνης υπάρχει σε πολλά αρχαιοελληνικά αγγεία, όπου απεικονίζονται εξαιρετικές σκηνές από τον απέραντο χώρο της Ελληνικής Μυθολογίας…
…Πες μου, Σελήνη θεϊκή, ο έρωτας πώς ήρθε.
Που παλαβώνει και τη νια και φεύγει από το σπίτι

κι ακόμη νύφη νιόπαντρη π’ αφήνοντας το στρώμα
ζεστό ακόμα τ’ άντρα της φεύγει και δεν γυρίζει…
(Απόσπασμα από το δεύτερο Ειδύλλιο του Θεοκρίτου με τίτλο Φαρμακεύτρια. Μετάφραση του Ν. Γ. Νικολάου)
🌕🌕🌕
* Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
🌕🌕🌕
Βιβλιογραφία: Jean Richepen (της Γαλλικής Ακαδημίας) “Μεγάλη Ελληνική Μυθολογία”, Τόμος Β΄, Μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου.

Νίκος Καζαντζάκης - Ο Άγιος Αύγουστος, η σταφίδα και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου

Ο Αύγουστος ήταν για μένα, όταν ήμουν παιδί, κι είναι ακόμα, ο πιο αγαπημένος μου μήνας· αυτός φέρνει, μαθές, τα σταφύλια και τα σύκα, τα πεπόνια, τα καρπούζια· τον ονομάτισα Άγιον Αύγουστο· αυτός ο προστάτης μου, έλεγα, σε αυτόν θα κάνω την προσευκή μου·
όταν θέλω τίποτα, από αυτόν θα το ζητώ, κι αυτός θα το ζητήσει από το Θεό, κι ο Θεός θα μου το δώσει.
Και μια φορά πήρα νερομπογιές και τον ζωγράφισα: Έμοιαζε πολύ του παππού μου του χωριάτη· τα ίδια κόκκινα μάγουλα, το ίδιο φαρδύ χαμόγελο, μα ήταν ξυπόλυτος μέσα σ' ένα πατητήρι και πατούσε σταφύλια, και τα πόδια του ως τα γόνατα κι ως πάνω στα μεριά τα 'χα ζωγραφίσει κόκκινα από το μούστο· κι είχα στεφανώσει το κεφάλι του με κληματόφυλλα.
Όμως κάτι του 'λείπε· μα τι; Τον κοίταξα καλά καλά και του 'βαλα δυο κέρατα στο κεφάλι, ανάμεσα στα κληματόφυλλα, γιατί το μαντίλι που φορούσε ο παππούς μου έκανε δεξά και ζερβά δυο μεγάλους κόμπους σαν κέρατα.
Από τη στιγμή που τον ζωγράφισα και στερέωσα το πρόσωπο του, στερεώθηκε και μέσα μου η εμπιστοσύνη μου σε αυτόν, και κάθε χρόνο τον περίμενα να “ρθει, να τρυγήσει τ” αμπέλια της Κρήτης, να πατήσει τα σταφύλια και να κάμει το θάμα του, να βγάλει από τα σταφύλια κρασί. Γιατί, θυμούμαι, το μυστήριο τούτο με τυράννησε πολύ —πώς μπορεί να γίνει το σταφύλι κρασί· μονάχα ο Αγιος Αύγουστος μπορούσε να κάμει ένα τέτοιο θάμα· κι έλεγα:
Αχ, να τύχαινε να τον συναπαντήσω μια μέρα στο αμπέλι που είχαμε απόξω από το Μεγάλο Κάστρο και να τον ρωτήσω να μου πει το μυστικό.
Τι 'ναι το θάμα τούτο δεν καταλάβαινα. Η αγουρίδα γίνεται σταφύλι, το σταφύλι γίνεται κρασί, το κρασί το πίνουν οι ανθρώποι και μεθούνε· γιατί μεθούνε;
Όλα αυτά μου φαίνουνταν μυστήρια φοβερά, και μια φορά που ρώτησα τον πατέρα μου, αυτός μάζεψε τα φρύδια: «Μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν!», μου αποκρίθηκε.

Τον Αύγουστο ξάπλωναν και στους οψιγιάδες τα σταφύλια, να τα ξεράνει ο ήλιος να γίνουν σταφίδα.
Μια χρονιά είχαμε πάει στο αμπέλι μας και μέναμε στο εξοχικό μας σπιτάκι· ο αγέρας μύριζε, η γης καίγουνταν, τα τζιτζίκια καίγουνταν κι αυτά, σα να κάθουνταν απάνω σε κάρβουνα αναμμένα.
Τη μέρα εκείνη, της Κοίμησης της Παναγιάς, 15 Αυγούστου, οι εργάτες δε δούλευαν κι ο πατέρας μου κάθουνταν στη ρίζα μιας ελιάς και κάπνιζε· είχαν έρθει γύρα οι γειτόνοι, που είχαν απλώσει κι αυτοί τη σταφίδα τους, κάπνιζαν πλάι στον πατέρα μου, αμίλητοι. Φαίνουνταν στενοχωρημένοι.
Όλοι είχαν καρφώσει τα μάτια σ' ένα συννεφάκι που 'χε προβάλει στον ουρανό, κατασκότεινο, βουβό, και προχωρούσε. Είχα καθίσει κι εγώ κοντά στον πατέρα μου και κοίταζα το σύννεφο· μου άρεσε· σκούρο μολυβί, χνουδάτο, κι ολοένα μεγάλωνε, άλλαζε πρόσωπο και κορμί, πότε σα γεμάτο ασκί, πότε σα μαυροφτέρουγο όρνιο και πότε σαν τον ελέφα που είχα δει ζωγραφιά· κουνούσε την προβοσκίδα του κι έψαχνε ν' αγγίξει κάτω της γης. Αεράκι χλιαρό φύσηξε, τα φύλλα της ελιάς ανατρίχιασαν. Ένας γείτονας πετάχτηκε όρθιος, άπλωσε το χέρι κατά το σύννεφο που προχωρούσε.
—Ανάθεμά το, μουρμούρισε, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, φέρνει τον κατακλυσμό!
—Δάγκασε τη γλώσσα σου, του 'καμε ένας γέρος θεοφοβούμενος, δε θα το αφήσει η Παναγιά· σήμερα είναι της χάρης της.

Ο πατέρας μου έγρουξε, μα δεν έβγαλε άχνα· πίστευε στην Παναγιά, μα δεν πίστευε πως η Παναγιά μπορεί να κουμαντάρει τα σύννεφα.

Εκεί που μιλούσαν, ο ουρανός σκεπάστηκε· οι πρώτες στάλες, χοντρές, ζεστές, άρχισαν να πέφτουν. Τα σύννεφα χαμήλωσαν, κίτρινες βουβές αστραπές καταξέσκιζαν τον ουρανό.

— Παναγιά μου, φώναξαν οι γειτόνοι, βοήθεια!

Όλοι πετάχτηκαν απάνω, κατασκόρπισαν, καθένας έτρεχε κατά το αμπέλι του, όπου είχε απλώσει τη σταφίδα της χρονιάς· κι ως έτρεχαν, ολοένα και σκοτείνιαζε ο αγέρας, κρεμάστηκαν μαύρες πλεξούδες από τα σύννεφα, ξέσπασε η μπόρα. Γέμισαν τ” αυλάκια, πήραν να τρέχουν οι δρόμοι σαν ποταμοί, φωνές ακούστηκαν γοερές από το κάθε αμπέλι. Άλλοι βλαστημούσαν, άλλοι φώναζαν την Παναγιά να τους λυπηθεί, να βάλει το χέρι της, και στο τέλος θρήνος ξέσπασε πίσω από τις ελιές στο κάθε αμπέλι.

Ξέφυγα από το σπιτάκι, έτρεξα μέσα στη νεροποντή, παράξενη χαρά με είχε συνεπάρει, σα μεθύσι.
Είχα φτάσει ως το δρόμο, δεν μπόρεσα να τον περάσω, ήταν ποταμός, και στάθηκα και κοίταζα: Μαζί με τα νερά κυλούσαν αγκαλιές αγκαλιές τα μεσοξεραμένα σταφύλια, ο μόχτος της χρονιάς, έτρεχαν κατά τη θάλασσα και χάνουνταν. Ο θρήνος δυνάμωνε, μερικές γυναίκες είχαν χωθεί ως τα γόνατα μέσα στα νερά και μάχουνταν να περισώσουν λίγη σταφίδα· άλλες, όρθιες στην άκρα του δρόμου, είχαν βγάλει τις μπολίδες τους και συρομαδιούνταν.

Είχα γίνει μουσκίδι ως το κόκαλο· πήρα δρόμο κατά το σπιτάκι και μάχουμουν να κρύψω τη χαρά μου· βιάζουμουν να δω τι θα 'κανε ο πατέρας μου· θα 'κλαίγε, θα βλαστημούσε, θα φώναζε; Περνώντας από τον οψιγιά είδα πως όλη μας η σταφίδα είχε φύγει.

Τον είδα να στέκεται στο κατώφλι, ακίνητος, και δάγκανε τα μουστάκια του. Πίσω του, όρθια, η μητέρα μου έκλαιγε.

— Πατέρα, φώναξα, πάει η σταφίδα μας!
— Εμείς δεν πάμε, μου αποκρίθηκε· σώπα!
Ποτέ δεν ξέχασα τη στιγμή ετούτη· θαρρώ μου στάθηκε στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου μεγάλο μάθημα· αναθυμόμουν τον πατέρα μου ήσυχο, ασάλευτο, να στέκεται στο κατώφλι, μήτε βλαστημούσε μήτε παρακαλούσε μήτε έκλαιγε· ασάλευτος κοίταζε τον όλεθρο κι έσωζε, μόνος αυτός, ανάμεσα σε όλους τους γειτόνους, την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.


~ Ν. Καζαντζάκης, απόσπασμα από την Αναφορά στο Γκρέκο
_____________

2gym-ko.dod.sch.gr
antikleidi.com

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki