Ένα πρωινό, νιώθοντας αόριστα καλά, επιθύμησα να φτιάξω ένα μήνυμα και να το στείλω σε όλους τους γνωστούς μου που τα νούμερά τους τα έχω περασμένα στο κινητό μου.
Αόριστα, καλά ένιωθα!
Έγραψα στο κινητό μου λοιπόν και τους έστειλα το εξής:
Θυμήσου μιαν εποχή που ήσουν ευτυχισμένος. Με χαρά και πληρότητα. Τότε που αισθανόσουν ότι ζούσες τον αληθινό εαυτό σου.
Τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά. Ελάχιστοι απάντησαν θετικά. Ελάχιστοι μπόρεσαν να θυμηθούν και να πουν κάτι σαφές και συγκεκριμένο. Οι πιο πολλοί μπερδεύτηκαν, ήρθαν σε αμηχανία, μερικοί μάλιστα έμοιαζαν θυμωμένα αρνητικοί.
Έμεινα κατάπληκτη! Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να μην μπορεί να θυμηθεί κάτι ευτυχισμένο απ’ τη ζωή του όλη; Να δυσκολεύεται τόσο να εντοπίσει κάποια χαρά; Μου φάνηκε ανυπόφορα άχαρη και μουντή η κατάστασή τους. Τους συμπόνεσα και, ταυτόχρονα, περίπου τους θύμωσα.
Ανακάλυψα πως οι πιο «δυστυχισμένοι» απ’ τους γνωστούς μου αντικειμενικά είχαν τα περισσότερα αγαθά. Μόρφωση, οικονομική άνεση, υγεία, ωραίο σπίτι, καλή δουλειά, κι άλλα…
Ο φόβος δεν είναι πνευματικό αίσθημα. Είναι ένστικτο που χειραγωγείται ανάλογα με την πονηρία εκείνου που θέλει να σε χρησιμοποιήσει.
Η ευτυχία, αντίθετα, ελευθερώνεις τις ψυχές, το γέλιο περνάει στο μυαλό καθαρό αέρα, η ευτυχία είναι δυναμωτική και περήφανη. Ο ευτυχισμένος είναι σπυρί στον πισινό των εγωιστών. Η ευτυχία και η χαρά είναι καταστάσεις παιδικές, παραδείσιες.
Ένα πρωινό, καθώς οδηγούσα στην Κηφισίας, μαγνητίστηκα από ένα γκράφιτι στην ανισόπεδη διάβαση. Με μεγάλα μαύρα γράμματα από σπρέι έγραφε σαν να φώναζε: Η ευτυχία θα είναι η εκδίκησή μας.
Τι ωραίο! Με αναστάτωνε χαρούμενα, μου έκλεινε το μάτι προς μια παλιά μου, ζωηρή αμαρτία: όλους να τους συμπονώ, εκτός απ’ τους φθονερούς. Να θέλω πάντα με τους φθονερούς, εκείνους που κιτρινίζουν στη χαρά του άλλου να τους προκαλέσω. Άλλωστε, με το καλό, τη σύνεση και με την αγάπη τίποτα μ’ αυτούς δε γίνεται. Αντιθέτως, όσο καλύτερα τους φέρεσαι τόσο αγριεύουν.
Γιατί, για εκείνον που δεν μπορεί να αγαπήσει, η αγάπη του άλλου είναι κόλαση. Δεν αποκλείεται μάλιστα κι αυτός να είναι τελικά ο ορισμός της κόλασης: να σ’ αγαπούν, ενώ εσύ δεν μπορείς ν’ αγαπήσεις.
Ο φθόνος για μένα είναι από τα ανθρώπινα πάθη το πιο αντιπαθητικό και φοβάμαι το πιο δύσκολο να θεραπευτεί.
Η ευτυχία θα είναι η εκδίκησή μας. Ναι, η ευτυχία είναι η μόνη εκδίκηση που παραδέχομαι. Όσους φαρμακώνει η θέα της ευτυχίας μας, ας προβληματιστούν και ας ψάξουν πώς να γιατρευτούν ώστε να μην υποφέρουν.
Γιατρειά είναι η σταθερή θέληση που λέει: «Ναι, θέλω να είμαι καλός και να αγαπάω». Όταν πάρεις μια τέτοια απόφαση, η ύπαρξή σου πια ξανοίγεται στο θαύμα. Τούτο το καλό, αληθινό «ναι» είναι η πύλη προς την αφθαρσία. Για το ναι σου όμως δε θα σε βοηθήσει κανείς, είναι ολάκερο δικό σου, ένα μαρτύριο όλο δικό σου. Μετά το ναι όμως οι ουρανοί θα στέλνουν σαν βροχή τη βοήθεια.
Η κάθε μέρα ξεδιπλώνεται στα μάτια μας σαν πανόραμα. Ένα εξαίσιο κέντημα εναλλαγών. Ομορφιές και ασχήμιες, πίκρες και γέλιο, γοητείες και απογοητεύσεις. Όχι, δε γίνεται να αλλάξεις πάντα τα γεγονότα, μπορείς όμως να αλλάξεις τη στάση σου απέναντί τους. Την ερμηνεία τους. Να αλλάξεις το πού θα εστιάσεις, πού θα κάνεις focus.
Η ζωή είναι ζωή, το ξέρουμε, είναι όμως και τέχνη. Ο εαυτός μας είναι αυτό που είναι, είναι όμως και επιλογές. Ο Θεός μας χάρισε το πρόσωπο με το οποίο γεννιόμαστε. Με τα χρόνια αποκτούμε το πρόσωπο που μας αξίζει. Έχει μεγάλη σημασία το πού εστιάζεις τη ματιά. Γιατί η ευτυχία είναι στάση ζωής και η δυστυχία δεν είναι οι ατυχίες αλλά η μικροψυχία.
Μια άσκηση που έχω ανακαλύψει από μόνη μου, για να με ξεκολλάει κι εμένα απ’ τη μικροψυχία μου, είναι αυτή που προσπαθώ να κάνω τις νύχτες.
Λίγο πριν κοιμηθώ θυμάμαι, να κάνω την άσκηση του «ευχαριστώ».
Ξεκινώ να λέω «ευχαριστώ» για όσα θετικά και όμορφα μου συνέβησαν τη μέρα που πέρασε. Όσο λέω «ευχαριστώ», τόσο μεγαλώνει θαυμαστά η λίστα των καλών που μου συνέβησαν σήμερα. Κι αν κάποια νύχτα δε βρίσκω με τι να αρχίσω, ξεκινώ με το: «Ευχαριστώ που δεν είχα σήμερα πονόδοντο». Μικρή ευτυχία είναι κάτι τέτοιο;
~ Αποσπάσματα από το βιβλίο «Ο παλιάτσος και η Άνιμα» της Μάρως Βαμβουνάκη – εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Το Χαμομηλάκι