Η επικοινωνία αποτελεί τη διαδικασία και την τέχνη με την οποία μεταδίδονται μηνύματα που έχουν ως περιεχόμενο σκέψεις, συναισθήματα, θέσεις, αντιλήψεις, γνώσεις, ιδέες και οτιδήποτε άλλο μπορεί ο ανθρώπινος νους να συγκροτήσει. Τα 2/3 αυτής αποτελούν μη λεκτική επικοινωνία, ενώ το υπόλοιπο αποτελεί τη λεκτική.
Ουσιαστικά το μισό κομμάτι της επικοινωνίας έχει να κάνει με εσωτερικές διεργασίες – μνήμης, αντίληψης, σκέψης, συναισθημάτων – και το υπόλοιπο έχει να κάνει με την έκφραση αυτών των εσωτερικών διεργασιών.
Στην επικοινωνία μας με τους άλλους, το νόημα μπορεί να μην είναι το ίδιο, διότι ο καθένας από εμάς, επιλέγει να εστιάσει την προσοχή του σε διαφορετικά στοιχεία της επικοινωνίας· εξαιτίας των εμπειριών του, του τρόπου σκέψης του, της αντίληψής του, των αξιών και των ηθικών του αρχών, της ηλικίας του, των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, κ.λπ.
Ότι συμβαίνει ανάμεσα σε δύο ανθρώπους όταν επικοινωνούν, έχει περισσότερα επίπεδα από όσα φαίνονται στην επιφάνεια.
Συχνά, αυτό που θέλουμε να πούμε μπορεί να είναι διαφορετικό από αυτό που προδίδει η γλώσσα του σώματος μας· η έκφραση του προσώπου μας, το βλέμμα μας, οι κινήσεις των χεριών, η τοποθέτηση των ποδιών, κ.λπ. Κάποιες φορές, τα μηνύματα του σώματος μας μπορεί να υπερισχύουν των λεκτικών μηνυμάτων με αποτέλεσμα το σώμα να προδίδει πληροφορίες που ο λόγος μας προσπαθεί να αποκρύψει. Η ασυμφωνία ανάμεσα στη λεκτική και τη μη λεκτική επικοινωνία παράγει διπλά μηνύματα. Όταν στην επικοινωνία μας με τους άλλους αντιμετωπίζουμε διπλά μηνύματα τότε είναι πιθανό· να ακούσουμε τα λόγια και να αγνοήσουμε τα υπόλοιπα, να “ακούσουμε” το μη λεκτικό μήνυμα και να αγνοήσουμε τα λόγια, να τα αγνοήσουμε όλα αλλάζοντας κουβέντα ή φεύγοντας, ή/και να σχολιάσουμε το διπλό χαρακτήρα του μηνύματος.
Ο καθένας από εμάς έχει μοναδικές ανάγκες και επιθυμίες, καθώς και έναν μοναδικό τρόπο για να τις εκφράζει.
Σύμφωνα με την οικογενειακή θεραπεύτρια Satir υπάρχουν διάφοροι τρόποι επικοινωνίας – τους οποίους μάθαμε μέσα στην οικογένεια μας όταν ήμασταν παιδιά – και κάθε άνθρωπος μπορεί να χρησιμοποιεί παραπάνω από έναν τρόπο ανάλογα τις συνθήκες και τις σχέσεις μέσα στις οποίες πραγματώνεται η επικοινωνία. Με αυτήν την έννοια ο ένας τρόπος μπορεί να εμπλέκεται, να περιέχεται και να συμπλέκεται με έναν άλλον τρόπο.
- Στον επικριτικό τρόπο επικοινωνίας, υπάρχει η τάση το άτομο να κατακρίνει, να αποδοκιμάζει και να εκδηλώνει δυσαρέσκεια, αγανάκτηση και θυμό, έτσι ώστε ο άλλος να τον θεωρήσει δυνατό. Τα συναισθήματα που εκδηλώνει είναι κυρίως αρνητικά και η στάση και συμπεριφορά του είναι συνήθως προσβλητική και απορριπτική. Αυτός ο τρόπος επικοινωνίας προκαλεί στους άλλους φόβο ώστε να με υπακούσουν.
- Στον συμβιβαστικό τρόπο επικοινωνίας υπάρχει η τάση το άτομο να μιλάει κολακευτικά, να υποχωρεί εκδηλώνοντας υπερβολική ευγένεια και συστολή, να προσπαθεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες του άλλου, να είναι ευχάριστο. Ποτέ δεν διαφωνεί και πάντα δίνει εξηγήσεις έτσι ώστε το άλλο πρόσωπο να μη θυμώσει. Ταυτόχρονα, βιώνει συναισθήματα θλίψης, απογοήτευσης και απόγνωσης. Αυτός ο τρόπος επικοινωνίας προκαλεί στους άλλους τύψεις ώστε να με λυπηθούν.
- Ο παραπλανητικός τρόπος επικοινωνίας χαρακτηρίζεται από μια τάση για πλάγια και συγκεχυμένη έκφραση μηνυμάτων. Το περιεχόμενο των όσων λέει, αλλά και τα συναισθήματα του ατόμου δεν εκφράζονται άμεσα κατά την επικοινωνία και δεν είναι ξεκάθαρα· άλλα σκέπτεται το άτομο και άλλα επικοινωνεί. Αυτός ο τρόπος επικοινωνίας προκαλεί στους άλλους διάθεση για κέφι ώστε να με ανεχτούν.
- Ο υπολογιστικός τρόπος επικοινωνίας είναι ο πιο αποστασιοποιημένος, ο πιο απόμακρος τρόπος επικοινωνίας. Το άτομο είναι άψογο στους τρόπους του, πολύ λογικό, δεν εκφράζει τα συναισθήματα του, ούτε υπάρχει προσωπική τοποθέτηση και θέση. Φαίνεται ήρεμο, ψυχρό, συγκεντρωμένο έτσι ώστε να αντιμετωπίσει τον άλλο που θεωρεί απειλή, ως ακίνδυνο. Γίνεται απλά μια θεωρητική παρουσίαση κάποιου θέματος, συνήθως με την μορφή κηρύγματος. Αυτός ο τρόπος επικοινωνίας προκαλεί στους άλλους φθόνο ώστε να συμμαχήσουν μαζί μου.
- Ο πιο κατάλληλος τρόπος επικοινωνίας είναι ο εναρμονισμένος, όπου το άτομο ξέρει τι νιώθει και τι σκέπτεται, γνωρίζει πώς θα επικοινωνήσει για να εκφράσει τόσο τα συναισθήματά του, όσο και τις σκέψεις του, απενοχοποιημένος από φόβους και ενοχές. Σε αυτόν τον τρόπο επικοινωνίας όλα τα μέρη του μηνύματος ακολουθούν την ίδια κατεύθυνση: η φωνή και τα λόγια συμφωνούν με την έκφραση του προσώπου, τη στάση του σώματος και τον τόνο. Το βασικό στην ευθύτητα είναι ότι μπορούμε να διαλέξουμε πότε και πως θα μιλήσουμε και να βρίσκουμε το κατάλληλο πλαίσιο για αυτό. Αυτού του είδους η επικοινωνία βοηθά στην ανάπτυξη υγιών σχέσεων που διακρίνονται από εμπιστοσύνη, ασφάλεια, κατανόηση, εκτίμηση, σεβασμό και αγάπη.
Προκειμένου να βελτιωθούν οι δεξιότητες επικοινωνίας, είναι σημαντικό να μάθουμε να στέλνουμε ξεκάθαρα μηνύματα αλλά και να τα λαμβάνουμε με ακρίβεια. Σύμφωνα με τον ψυχολόγο Tomas Gordon, υπάρχει μια σημαντική και θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στα μηνύματα σε πρώτο πρόσωπο και στα μηνύματα σε δεύτερο πρόσωπο.
Τα μηνύματα σε δεύτερο πρόσωπο (μηνύματα του τύπου «Εσύ…») εμπεριέχουν ένα λανθάνον νόημα που συνήθως υπονοεί κριτική, απόδοση φταιξίματος, κατηγορία ή υποτίμηση του άλλου. Αντίθετα, τα μηνύματα σε πρώτο πρόσωπο μεταδίδουν την επίδραση που έχει πάνω μας η συμπεριφορά του άλλου σε μια δεδομένη κατάσταση. Τα ολοκληρωμένα μηνύματα απαρτίζονται από παρατηρήσεις, σκέψεις, συναισθήματα και ανάγκες.
Η ποιότητα μιας σχέσης στηρίζεται στην ποιότητα της επικοινωνίας. Η επικοινωνία είναι αμοιβαία, αμφίδρομη και αντίστροφη διαδικασία. Έτσι, εκτός από την μετάδοση ξεκάθαρων μηνυμάτων, ένα άλλο σημαντικό μέρος της επικοινωνίας είναι το να μάθει κανείς να ακούει. Η ικανότητα να μπορεί να κανείς να «ακούει ενεργητικά» (Gordon) περιλαμβάνει την πρόθεση του ατόμου να κατανοήσει, να απολαύσει και να μάθει από τα λεγόμενα του άλλου. Με το να ακούμε πραγματικά, μεταδίδουμε σεβασμό και αναπτύσσουμε τη συνειδητότητα και την κατανόηση.
Η ενεργητική ακρόαση σημαίνει να αποφεύγoυμε το διάβασμα της σκέψης του άλλου, να τον κρίνουμε ή να προετοιμάζουμε μια απάντηση ή αντεπίθεση. Επίσης, σημαίνει να μην ακούμε με αποκλειστικό σκοπό τη διαφωνία ή την αντιδικία. Η ουσιαστική επικοινωνία επιτυγχάνεται όταν ακούμε πραγματικά τον άλλο, όταν προσπαθούμε να μπούμε στη θέση του και να τον κατανοήσουμε· όταν εκφράζουμε τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τα συναισθήματά μας χωρίς θυμό ή ενοχές και όταν σεβόμαστε και αποδεχόμαστε τόσο τον εαυτό μας όσο και τον άλλο.
Τέλος, όσο πιο πλήρης και ολοκληρωμένη είναι η επαφή που έχει κάποιος με τον εαυτό του και με τους άλλους, τόσο μεγαλύτερη η δυνατότητα του να αντλήσει αγάπη και ενδιαφέρον και να επιλύσει πιθανές διαφωνίες μαζί τους.
Η στάση που έχει το άτομο για τον εαυτό του και η αντίληψή του για το πώς το βλέπουν οι άλλοι, καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνεί.
Αγγελική Μπουμπούλη, Ψυχολόγος, Επιστημονική Συνεργάτης της Εταιρείας Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι