Χόρχε Μπουκάι: Τα εμπόδια
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι «Ιστορίες να σκεφτείς»
antikleidi.com
Το κείμενο που αναπαράγω εδώ δεν είναι ένα πραγματικό παραμύθι αλλά, μάλλον, ένας καθοδηγούμενος στοχασμός σχεδιασμένος σε μορφή ονείρου, που στόχο έχει να εξερευνήσει τις πραγματικές αιτίες των αποτυχιών μας.
Παίρνω το θάρρος να σου προτείνω να το διαβάσεις με προσοχή, προσπαθώντας να σταματάς λίγα δευτερόλεπτα σε κάθε φράση και να φαντάζεσαι την κάθε εικόνα.
Παίρνω το θάρρος να σου προτείνω να το διαβάσεις με προσοχή, προσπαθώντας να σταματάς λίγα δευτερόλεπτα σε κάθε φράση και να φαντάζεσαι την κάθε εικόνα.
Περπατώ σ’ ένα μονοπάτι.
Αφήνω τα πόδια μου να με οδηγήσουν.
Η ματιά μου στέκεται στα δέντρα, στα πουλιά, στις πέτρες.
Στον ορίζοντα διαγράφεται το περίγραμμα μιας πόλης.
Οξύνω τη ματιά μου για να την ξεχωρίσω καλύτερα.
Αισθάνομαι ότι η πόλη με έλκει.
Χωρίς να ξέρω πώς, συνειδητοποιώ ότι σε αυτήν την πόλη μπορώ να βρω όλα όσα επιθυμώ.
Όλους μου τους στόχους, τους σκοπούς, τα μελλοντικά μου επιτεύγματα.
Οι φιλοδοξίες και τα όνειρά μου βρίσκονται σε αυτήν την πόλη.
Αυτό που θέλω να καταφέρω, αυτό που χρειάζομαι, αυτό που θα ήθελα να γίνω πιο πολύ, αυτό που επιδιώκω, αυτό που προσπαθώ, αυτό για το οποίο δουλεύω, αυτό που πάντα φιλοδοξούσα, αυτό που θα ήταν η μεγαλύτερη από τις επιτυχίες μου.
Φαντάζομαι ότι όλα αυτά βρίσκονται σε αυτήν την πόλη.
Χωρίς δισταγμό, αρχίζω να πηγαίνω προς τα κει.
Λίγο μετά, αφού έχω ήδη αρχίσει να βαδίζω, το μονοπάτι γίνεται ανηφορικό.
Κουράζομαι λίγο, αλλά δεν πειράζει.
Συνεχίζω.
Διακρίνω μια μαύρη σκιά παρακάτω, στο δρόμο.
Πλησιάζω και βλέπω ότι μια τεράστια τάφρος εμποδίζει το πέρασμά μου.
Φοβάμαι… Διστάζω.
Μ’ ενοχλεί που ο στόχος μου δεν μπορεί να επιτευχθεί εύκολα.
Όπως και να χει, αποφασίζω να πηδήξω την τάφρο.
Κάνω πίσω, παίρνω φόρα και πηδώ…
Καταφέρνω να την περάσω.
Ξαναρχίζω το δρόμο μου και συνεχίζω να περπατώ.
Αφήνω τα πόδια μου να με οδηγήσουν.
Η ματιά μου στέκεται στα δέντρα, στα πουλιά, στις πέτρες.
Στον ορίζοντα διαγράφεται το περίγραμμα μιας πόλης.
Οξύνω τη ματιά μου για να την ξεχωρίσω καλύτερα.
Αισθάνομαι ότι η πόλη με έλκει.
Χωρίς να ξέρω πώς, συνειδητοποιώ ότι σε αυτήν την πόλη μπορώ να βρω όλα όσα επιθυμώ.
Όλους μου τους στόχους, τους σκοπούς, τα μελλοντικά μου επιτεύγματα.
Οι φιλοδοξίες και τα όνειρά μου βρίσκονται σε αυτήν την πόλη.
Αυτό που θέλω να καταφέρω, αυτό που χρειάζομαι, αυτό που θα ήθελα να γίνω πιο πολύ, αυτό που επιδιώκω, αυτό που προσπαθώ, αυτό για το οποίο δουλεύω, αυτό που πάντα φιλοδοξούσα, αυτό που θα ήταν η μεγαλύτερη από τις επιτυχίες μου.
Φαντάζομαι ότι όλα αυτά βρίσκονται σε αυτήν την πόλη.
Χωρίς δισταγμό, αρχίζω να πηγαίνω προς τα κει.
Λίγο μετά, αφού έχω ήδη αρχίσει να βαδίζω, το μονοπάτι γίνεται ανηφορικό.
Κουράζομαι λίγο, αλλά δεν πειράζει.
Συνεχίζω.
Διακρίνω μια μαύρη σκιά παρακάτω, στο δρόμο.
Πλησιάζω και βλέπω ότι μια τεράστια τάφρος εμποδίζει το πέρασμά μου.
Φοβάμαι… Διστάζω.
Μ’ ενοχλεί που ο στόχος μου δεν μπορεί να επιτευχθεί εύκολα.
Όπως και να χει, αποφασίζω να πηδήξω την τάφρο.
Κάνω πίσω, παίρνω φόρα και πηδώ…
Καταφέρνω να την περάσω.
Ξαναρχίζω το δρόμο μου και συνεχίζω να περπατώ.
Λίγα μέτρα πιο κάτω εμφανίζεται άλλη τάφρος.
Ξαναπαίρνω φόρα και την περνάω κι αυτήν.
Τρέχω προς την πόλη: ο δρόμος φαίνεται καθαρός.
Με ξαφνιάζει μια άβυσσος που ανοίγεται στο δρόμο μου.
Σταματώ.
Είναι αδύνατον να πηδήξω από πάνω.
Βλέπω πως δίπλα υπάρχουν ξύλα, καρφιά και εργαλεία.
Συνειδητοποιώ ότι βρίσκονται εκεί για την κατασκευή μιας γέφυρας.
Ποτέ δεν ήμουν επιδέξιος στα χέρια…
… σκέφτομαι να παραιτηθώ.
Κοιτώ το στόχο που επιθυμώ… και αντιστέκομαι.
Αρχίζω την κατασκευή της γέφυρας.
Περνούν ώρες, μέρες, μήνες.
Η γέφυρα είναι έτοιμη.
Συγκινημένος, τη διασχίζω
Ξαναπαίρνω φόρα και την περνάω κι αυτήν.
Τρέχω προς την πόλη: ο δρόμος φαίνεται καθαρός.
Με ξαφνιάζει μια άβυσσος που ανοίγεται στο δρόμο μου.
Σταματώ.
Είναι αδύνατον να πηδήξω από πάνω.
Βλέπω πως δίπλα υπάρχουν ξύλα, καρφιά και εργαλεία.
Συνειδητοποιώ ότι βρίσκονται εκεί για την κατασκευή μιας γέφυρας.
Ποτέ δεν ήμουν επιδέξιος στα χέρια…
… σκέφτομαι να παραιτηθώ.
Κοιτώ το στόχο που επιθυμώ… και αντιστέκομαι.
Αρχίζω την κατασκευή της γέφυρας.
Περνούν ώρες, μέρες, μήνες.
Η γέφυρα είναι έτοιμη.
Συγκινημένος, τη διασχίζω
Και φτάνοντας στην άλλη μεριά… ανακαλύπτω το τείχος.
Ένα γιγαντιαίο τείχος, κρύο και υγρό, περικυκλώνει την πόλη των ονείρων μου…
Αισθάνομαι απελπισμένος…
Ψάχνω τρόπο να το αποφύγω.
Δεν υπάρχει.
Πρέπει να σκαρφαλώσω.
Η πόλη είναι τόσο κοντά…
Δε θα αφήσω το τείχος να μου φράξει το πέρασμα.
Σκέφτομαι να αναρριχηθώ.
Ξεκουράζομαι μερικά λεπτά και παίρνω αέρα…
Ένα γιγαντιαίο τείχος, κρύο και υγρό, περικυκλώνει την πόλη των ονείρων μου…
Αισθάνομαι απελπισμένος…
Ψάχνω τρόπο να το αποφύγω.
Δεν υπάρχει.
Πρέπει να σκαρφαλώσω.
Η πόλη είναι τόσο κοντά…
Δε θα αφήσω το τείχος να μου φράξει το πέρασμα.
Σκέφτομαι να αναρριχηθώ.
Ξεκουράζομαι μερικά λεπτά και παίρνω αέρα…
Ξαφνικά βλέπω,
σε μια άκρη του δρόμου,
ένα παιδί να με κοιτά σαν να με γνώριζε.
Μου χαμογελά με συνενοχή.
Μου θυμίζει τον εαυτό μου… όταν ήμουν παιδί.
Ίσως γι’ αυτό τολμώ να εκφράσω φωναχτά το παράπονό μου.
«Γιατί τόσα εμπόδια ανάμεσα σ' εμένα και το σκοπό μου;»
σε μια άκρη του δρόμου,
ένα παιδί να με κοιτά σαν να με γνώριζε.
Μου χαμογελά με συνενοχή.
Μου θυμίζει τον εαυτό μου… όταν ήμουν παιδί.
Ίσως γι’ αυτό τολμώ να εκφράσω φωναχτά το παράπονό μου.
«Γιατί τόσα εμπόδια ανάμεσα σ' εμένα και το σκοπό μου;»
Το παιδί σηκώνει τους ώμους και μου απαντά.
«Και γιατί ρωτάς εμένα;
Τα εμπόδια δεν υπήρχαν μέχρι να έρθεις…
Τα εμπόδια τα έφερες εσύ».
«Και γιατί ρωτάς εμένα;
Τα εμπόδια δεν υπήρχαν μέχρι να έρθεις…
Τα εμπόδια τα έφερες εσύ».