Λίγα λεπτά αργότερα είχα καταλάβει. Επανάσταση στην πρωτεύουσα της αφρικανικής χώρας. Ο δρόμος ήταν γεμάτος στρατιώτες που κουβαλούσαν όπλα και πυροβολούσαν ό,τι εκινείτο. Μείναμε τρέμοντας στο κέντρο του σαλονιού. Η γαλλική πρεσβεία 300 μέτρα πιο κει, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε ούτε βήμα. Ο πατέρας μου είχε βγάλει στις εισόδους του κτιρίου χαρτόκουτα με λεφτά, με την ελπίδα ότι αν τα έπαιρναν θα μας άφηναν ήσυχους. Έτρεμε στην ιδέα ότι θα πάθουμε κάτι η μητέρα μου, εγώ - 18 χρόνων τότε - και η αδελφή μου - μόλις οκτώ. Οι ελπίδες του κατέρρευσαν όταν ακούσαμε να σπάνε την είσοδο του διώροφου που μέναμε. Όρμησαν επάνω και σαν να μην ήμαστε εκεί άρχισαν να σπανέ τα πάντα μέσα στο σπίτι. Κανείς δεν μιλούσε. Ο πατέρας μου μας είχε κολλήσει και τις τρεις σε μια γωνία και προσπαθούσε να μας κρύψει με το σώμα του.
Ήταν πέντε στρατιώτες, με όπλα στα χέρια, μάτια που γυάλιζαν από την πολλή μπίρα -γιατί όπως μάθαμε αργότερα είχαν σπάσει πρώτα τα εργοστάσια ζυθοποιίας - και άγριες διαθέσεις. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Βούτηξαν τον πατέρα μου και τον κατέβασαν κατρακυλώντας τις σκάλες. Η μάνα μου ούρλιαζε. Ένας στρατιώτη^ πήρε με τη βία το ηλεκτρονικό παιχνίδι που κρατούσε η μικρή μου αδελφή. «Γιανγκό αζά να γκάι» (=«Αυτό είναι δικό μου») της είπε. Πήραν τη μάνα μου και την έσερναν στην κρεβατοκάμαρα για να τη βιάσουν, ένας άλλος πλησίασε εμένα. Ο πατέρας μου με είχε μάθει από μικρή να κρατάω την ψυχραιμία μου. Ήξερα πως τίποτε δεν θα τους σταματούσε. Τίποτε εκτός από τη δεισιδαιμονία. Τότε τους μίλησα στη γλώσσα τους για τον Θεό. Για τους θεούς της Ελλάδας που δεν αφήνουν κανέναν ατιμώρητο. Τους είπα πολλά και υπερβολικά. Για τα δεινά που θα τους έβρισκαν. Κάποιος από όλους τους θεούς με άκουσε. Τρόμαξαν και μας παράτησαν και τις τρεις στην ησυχία μας.
Ο πατέρας μου ήταν ακόμη κάτω. Τον είχαν πετάξει στο πεζοδρόμιο και του τράβηξαν μία με το όπλο. Ευτυχώς που ο επίδοξος δολοφόνος του ήταν μεθυσμένος και δεν τον πέτυχε. Χτύπησε ένα κομμάτι από το πεζοδρόμιο και τον τραυμάτισε στον ώμο. Τότε κατέφτασε ο σωτήρας μας. Ήταν ένας οδηγός που είχε κάποτε ο πατέρας μου στη δούλεψη του, αλλά που επειδή αρρώστησε με AIDS η μάνα μου επέμενε να τον απολύσει.
Ο πατέρας μου του βρήκε αλλού δουλειά και του έδινε κάθε μήνα λεφτά για φάρμακα και φαγητό. «Δικός μου είναι ο άσπρος» γάβγισε στον στρατιώτη που πάλευε να ξαναπυροβολήσει τον πατέρα μου. «Εγώ θα τον σκοτώσω, μου έχει κάνει πολλά». Ο στρατιώτης παραμέρισε και ο οδηγός βούτηξε τον πατέρα μου από τον σβέρκο και τον πέταξε μέσα στο φορτηγό. «Εγώ θα σε σώσω» του είπε. «Τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου!» τον παρακάλεσε εκείνος. Ο οδηγός όρμησε στο σπίτι, έβαλε τη μάνα μου μπροστά, πήρε αγκαλιά την αδελφή μου, μου έπιασε το χέρι και κατεβήκαμε. Μας πήγε στη γαλλική πρεσβεία και δεν έφυγε προτού περάσουμε όλοι το κατώφλι της. Προτού μπει ο πατέρας μου τον αγκάλιασε και τον φίλησε και στα δύο του μάγουλα χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη. «Εσύ με έσωσες πρώτος» ήταν τα λόγια του οδηγού. Τον έλεγαν Ντιε Ντονέ που σημαίνει «Θεέ, δώσε». ·
Σεπτέμβριος 1991. Κινσάσα, Ζαΐρ.
Εύη Καβάκου
Εύη Καβάκου
♦ επιμελεια: λενα παπαδημητριου
2 Δεκεμβρίου 2007 ΒΗΜagazino