Thursday, 22 April 2021

Αριστοτέλης – Ο χαρακτήρας των νέων

Περί των ηθών των νέων

Και τώρα θα μιλήσουμε για τα ήθη. Ας εξετάσουμε σε ποιες ψυχικές καταστάσεις βρίσκονται οι άνθρωποι, ανάλογα με τα πάθη τους, τις ιδιότητες, την ηλικία και την καλή ή κακή τύχη. Ονομάζω πάθη την οργή, την επιθυμία και τα παρόμοια, για τα οποία μιλήσαμε προηγουμένως και ιδιότητες τις αρετές και τις κακίες.
Ασχοληθήκαμε και πρωτύτερα μ’ αυτές και εκθέσαμε τι τάσεις έχουν και τι πράξεις εκτελούν, ανάλογα με τις ιδιότητές τους. Ηλικίες πάλι είναι η νεανική, η ανδρική και η γεροντική. Τέλος ονομάζω τύχη την καταγωγή, τον πλούτο, τις διάφορες ικανότητες, καθώς και τα αντίθετά τους και γενικά την ευτυχία και τη δυστυχία.

Σχετικά με τα ήθη, οι νέοι αισθάνονται σφοδρές επιθυμίες και μπορούν να εκπληρώσουν εκείνο που επιθυμούν.
Από τις επιθυμίες πάλι, που σχετίζονται με το σώμα αισθάνονται κυρίως τις ερωτικές και δεν μπορούν να κυριαρχήσουν επάνω τους. Είναι ευμετάβλητοι και γρήγορα χορταίνουν με κείνα που επιθύμησαν και γι’ αυτό ενώ δοκιμάζουν σφοδρές επιθυμίες, πολύ γρήγορα αδιαφορούν. Επειδή η θέλησή τους, ενώ είναι έντονη δεν είναι ταυτόχρονα και μεγάλη ― όπως συμβαίνει στον άρρωστο με την πείνα και με τη δίψα.

Έχουν ροπή προς την οργή, παραφέρονται εύκολα και ακολουθούν εκείνο που αποφάσισαν πάνω στο θυμό τους, χωρίς να μπορούν να συγκρατηθούν. Και τούτο, επειδή από εγωισμό δε δέχονται την περιφρόνηση και αγανακτούν, όταν νομίζουν πως αδικούνται.

Αγαπούν τις τιμές κι ακόμα πιο πολύ τη νίκη, επειδή τα νιάτα θέλουν να υπερέχουν και η νίκη είναι ένα είδος υπεροχής. Αγαπούν αυτά τα δύο πιο πολύ παρά το χρήμα ή ―καλύτερα― δεν τους ενδιαφέρει το χρήμα ολότελα, επειδή ακόμα δεν έχουν δοκιμάσει τι θα πει φτώχεια κι αυτό εκφράζει το γνωστό απόφθεγμα του Πιττακού για τον Αμφιάραο.

«Μα εσύ δεν είχες ακόμα δοκιμάσει τον έρωτα προς το χρήμα, πώς λοιπόν τα χέρια σου ήταν έτοιμα να αρπάξουν;»

Οι νέοι δεν έχουν κακές διαθέσεις.
Είναι μάλλον καλοί, επειδή δεν είδαν ακόμη πολλά παραδείγματα διεφθαρμένων ανθρώπων.

Είναι ευκολόπιστοι, επειδή ακόμα δεν τους έχουν εξαπατήσει συχνά.

Είναι γεμάτοι ελπίδες κι αυτό συμβαίνει επειδή η φύση τούς έχει προικίσει με κάποιο είδος θέρμης, σαν εκείνη που νιώθουν αυτοί που έχουνε πιει πολύ κρασί. Αλλά η ιδιότητά τους αυτή οφείλεται και στο ότι δεν έχουν ακόμα δοκιμάσει πολλές αποτυχίες. Ζούνε κυρίως με την ελπίδα, επειδή η ελπίδα αφορά το μέλλον, ενώ η ανάμνηση το παρελθόν.

Και για τους νέους το μέλλον είναι μεγάλο, ενώ το παρελθόν μικρό. Αλήθεια, στην αρχή της ύπαρξης δεν μπορεί να υπάρξει καμιά ανάμνηση, ενώ όλες οι ελπίδες επιτρέπονται. Και γι’ αυτό το λόγο εύκολα εξαπατώνται, επειδή και εύκολα σχηματίζουν ελπίδες.

Και επειδή ρέπουν προς την οργή και προς την ελπίδα, είναι γενναίοι επειδή η μια ιδιότητά τους συντελεί στο να μη φοβούνται, ενώ η άλλη τους δίνει θάρρος. Αλήθεια, κανένας δε φοβάται όταν είναι θυμωμένος, ενώ η ελπίδα της επιτυχίας μάς κάνει θαρραλέους.

Είναι ντροπαλοί, επειδή ξέρουν μόνο εκείνα που έχουν διδαχθεί σύμφωνα με τους νόμους και δεν υποθέτουν πως υπάρχουν κι άλλα ευχάριστα πράγματα.

Είναι μεγαλόψυχοι, επειδή δεν τους ταπείνωσε ακόμα ο αγώνας της ζωής, ούτε δοκίμασαν ανάγκες. Εξάλλου όποιος πιστεύει πως είναι άξιος μεγάλων πραγμάτων είναι και μεγαλόψυχος. Αυτό όμως το πιστεύουν όσοι έχουν πολλές ελπίδες.

Προτιμούν να κάνουν ό,τι τους φαίνεται ωραίο παρά ό,τι τους συμφέρει, επειδή οι πράξεις τους υπαγορεύονται πιο πολύ από την καρδιά παρά από τον ψυχρό υπολογισμό, κι ενώ αυτός, λογαριάζει το συμφέρον, η αρετή λογαριάζει το ωραίο.

Οι νέοι αγαπούν τους φίλους τους και τους συντρόφους τους πιο πολύ, παρά όσοι βρίσκονται σε μεγαλύτερη ηλικία και τούτο, επειδή νιώθουν μεγάλη ευχαρίστηση να ζουν μαζί με τους άλλους κι ακόμα δεν έχουν αρχίσει να σχηματίζουν κρίσεις με βάση το συμφέρον τους για κανένα πράγμα, λοιπόν ούτε και για τους φίλους τους. Όλα τα σφάλματά τους προέρχονται από την υπερβολή, επειδή οι νέοι δεν τηρούν το λόγο του Χίλωνα (μηδέν άγαν).

Αλήθεια, υπερβάλλουν σε όλα. Αγαπούν υπερβολικά, μισούν υπερβολικά και το ίδιο συμβαίνει και για όλες τις άλλες πράξεις τους.

Πιστεύουν πως ξέρουν τα πάντα κι ανακατεύονται στα πάντα και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είναι υπερβολικοί. Αν συμβεί να διαπράξουν κάποιο αδίκημα, αυτό οφείλεται στην αυθάδεια και όχι σε κακία. Αισθάνονται εύκολα οίκτο, επειδή θεωρούν όλους τους ανθρώπους απλούς και ενάρετους. Αλήθεια κρίνουν τους άλλους με τη δική τους αθωότητα και γι’ αυτό πιστεύουν ότι, κάτι που παθαίνει κάποιος άλλος, δεν αξίζει να το πάθει.

Αγαπούν τα γέλια και γι’ αυτό τους αρέσουν τα πειράγματα, όπου με ευγένεια στρέφονται κατά των άλλων.

Μτφρ. Η.Φ. Ηλιού. 1984. Η Ρητορική του Αριστοτέλη. Αθήνα: Κέδρος. – Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

antikleidi
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Τα κλειστά δωμάτια

Όταν η πανδημία συναντά την εφηβεία

«Πήγαινε αμέσως στο δωμάτιό σου. Και δεν θα βγεις, αν δεν σου πω».

Κάποτε η εντολή αυτή των γονιών προς το έφηβο παιδί τους είχε την έννοια της τιμωρίας. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Ύστερα από τόσους μήνες καραντίνας, με τα σχολεία και τα στέκια των εφήβων κλειστά, με τους φίλους τους σε απόσταση, την κυκλοφορία σε περιορισμό, και την αναγκαστική συνύπαρξη με τους γονείς τους ,στο ίδιο σαλόνι, πρωί βράδυ, τα δωμάτιά τους έχουν γίνει για τους εφήβους ο κόσμος τους.

Άλλες φορές είναι το καταφύγιό τους κι άλλες το κελί τους, είναι όμως ό,τι τους έχει απομείνει από την προηγούμενή τους ζωή.

Τα πράγματά τους, oι μουσικές τους, τα «μπλιμπλίκια» και τα γκάτζετ τους, ο κόσμος τους όλος πίσω βρίσκεται πίσω από την κλειστή τους πόρτα, η οποία από τη μια τους κρατάει, ελέω κορωνοϊού κλεισμένους μέσα, αλλά ταυτόχρονα κρατάει και τους εκνευριστικούς ανιόντες συγκατοίκους τους κλεισμένους απ’ έξω.

Όταν μεγαλώνει κάνεις και αρχίζει να φορτώνεται όλο και περισσότερα βάρη και να περικυκλώνεται όλο και περισσότερο από τα πλοκάμια της ενήλικης – μεσήλικης ζωής του, έχει συνήθως την τάση να θεωρεί όλο και περισσότερο πως τα δικά του προβλήματα είναι πολύ σοβαρότερα απ’ ότι των παιδιών του και κάθε άλλου εφήβου.

Πως σε αντίθεση με αυτόν, που πρέπει να τρέχει από το πρωί ως το βράδυ, να τα ακούει από το αφεντικό του και να τον τρώει το άγχος των λογαριασμών, το μόνο πρόβλημα που έχουν τα παιδιά του είναι το αργό ίντερνετ και ότι δεν μπορούν να δουν τους φίλους τους.

Απέχοντας πια από εκείνα τα χρόνια και καλούμενοι να αντιμετωπίσουμε το «τέρας» της καθημερινότητας και της πανδημίας, πολλοί αρχίζουμε να ξεχνάμε τα «τέρατα» της που καλούμασταν να αντιμετωπίσουμε στην εφηβεία μας.

Τη σημασία που έπαιζαν στη ζωή μας οι φίλοι μας και το τι μας προκαλούσε η απόσταση από αυτούς. Την προσμονή για αυτά που ονειρευόμασταν να έρθουν και την απογοήτευση για τα εμπόδια που έμπαιναν ανάμεσα σε εμάς και σε εκείνα.

Και όλα αυτά χωρίς να υπάρχει ούτε στους χειρότερους εφιάλτες μας το σκηνικό μέσα στο οποίο ζούμε εδώ και έναν χρόνο.

Πρόσφατα, οι New York Times έκαναν ένα αφιέρωμα στους εφήβους της πανδημίας με τον τίτλο «Οι έφηβοι στη χρονιά που άλλαξαν όλα», δίνοντας τους την ευκαιρία να μιλήσουμε για όσα βιώνουν, και σε εμάς τη δυνατότητα να μπούμε στον κόσμο τους.

Ένας από αυτούς, ο 18χρονος Parrish Andre, παρουσιάζοντας την καραντίνα του έφτιαξε αυτό το σκίτσο:

Πηγή: New York Times

«Ζωγράφισα αυτό καθισμένος σιωπηλά κατά τη διάρκεια πολλών κλήσεων Zoom. Στην καραντίνα, η διάδρασή μου με άλλους ανθρώπους έμπαινε νοικοκυρεμένα σε μικρά ορθογώνια κουτάκια της οθόνης μου.

»Το να είσαι νέος σημαίνει να απλώνεσαι και να μεγαλώνεις. Να απομακρυνόμαστε από τους γονείς μας, τα σπίτια μας και τα σχολεία μας. Όμως καθώς η Covid-19 χτύπησε τις κοινότητές μας χαλιναγωγηθήκαμε από όσα η νεότητα προσπαθεί να απομακρυνθεί.

»Για κάποιους ήταν καιρός προβληματισμού. Για πολλούς, ήταν μια σκοτεινή περίοδος απομόνωσης. Για μια ολόκληρη γενιά, ήταν μια καθοριστική συλλογική εμπειρία».

Εδώ και δύο ημέρες τα Λύκεια ξανάνοιξαν και σιγά σιγά ανοίγουν και οι πόρτες των κλειστών δωματίων.

Για το καλό όλων, χρήσιμο θα ήταν, όσοι τουλάχιστον προλάβαμε τις «Δέσμες» και άρα είμαστε τουλάχιστον 40άρηδες, να θυμηθούμε πώς αντιδράσαμε εμείς όταν βγήκαμε μέσα από τα κλειστά δωμάτια – κελιά των Πανελληνίων εξετάσεων.

Η Πονηρή Καραμελίτσα

Η Τιτίκα ήταν ένα κοριτσάκι 9 χρονών και πήγαινε στην Τετάρτη τάξη του δημοτικού σχολείου, κάθε πρωί την πήγαινε η μαμά της στο σχολείο και το μεσημέρι την έπαιρνε η θεία της η Φανή.

Της Τιτίκας της άρεσαν πολύ οι καραμέλες και τα γλειφιτζούρια, δυστυχώς όμως άρχισαν να χαλάνε τα δοντάκια της και η μαμά της τα απαγόρεψε. 

Η Τιτίκα κάθε μέρα ρωτούσε τη μαμά της:

- Μανούλα μου γλυκιά θα μου δώσεις μια καραμελίτσα κι εγώ να σου δώσω ένα φιλάκι; (Προσπαθούσε να την καλοπιάσει).

- Όχι Τιτίκα μου, δεν μπορώ να σου δώσω γιατί θα χαλάσουν τα δοντάκια σου, αλλά μπορείς να μου δώσεις εσύ το φιλάκι σου.

Γενικά ήταν υπάκουο παιδί και άκουγε ότι της έλεγε η μαμά της.

Μια μέρα, η θεία της  άργησε να πάει να την πάρει από το σχολείο, όλα τα παιδιά  είχαν φύγει  ακόμα και οι δασκάλες. Είχε καθίσει σε ένα πεζούλι από το παρτέρι της αυλής, δίπλα σε ένα δέντρο και περίμενε. Την πλησίασε μια άγνωστη γυναίκα και άρχισε να της μιλά:

- Ποιόν περιμένεις γλυκιά μου;

- Τη θεία μου, δεν ήρθε ακόμη.

- Αν θέλεις θα κάτσω δίπλα σου να σου κάνω παρέα μέχρι να έρθει.

- Α καλά, σας ευχαριστώ.

- Κάτι θα της έτυχε, σε λίγο θα έρθει.

Τότε η γυναίκα έβγαλε μια καραμελίτσα από την τσέπη της και της είπε:

- Θέλεις μια καραμελίτσα;

- Τι γεύση έχει; (Ρώτησε η Τιτίκα)

- Φράουλα.

- Μμμ μ’ αρέσει η φράουλα.

- Έλα πάρε.

- Όχι θα χαλάσω τα δόντια μου.

- Δε χαλάνε με μια καραμέλα.

- Σίγουρα;

- Ναι σίγουρα ορίστε.

- Όχι, πρέπει  να την κερδίσω πρώτα. Να παίξουμε το παιχνίδι με τη μυστική λέξη.

- Ας το παίξουμε πως παίζεται;

- Να, εγώ ξέρω μια μυστική λέξη, εσύ προσπαθείς να τη βρεις και όταν τη βρεις εγώ κερδίζω την καραμέλα.

- Έξυπνο παιχνίδι, για πες μου από τι αρχίζει η μυστική λέξη;

- Αν σου πω δε θα είναι μυστική, άντε λέγε λέξεις.

Άρχισε να αραδιάζει λέξεις, αλλά τίποτα, η Τιτίκα φώναζε συνέχεια «λάθος». Τότε η γυναίκα της είπε:

- Κρίμα αν δε βρω τη λέξη, δε θα φας τη καραμελίτσα.

Στεναχωρήθηκε λίγο, αλλά ευτυχώς εκείνη τη στιγμή είδε τη θεία της να έρχεται και άρχισε να την φωνάζει. Η γυναίκα έφυγε τρέχοντας από δίπλα της. Η θεία της πλησίασε και της είπε:

- Τιτίκα μου συγνώμη, άργησα λίγο. Ποια ήταν η κυρία δίπλα σου; Η Τιτίκα κοίταξε δεξιά αριστερά μήπως και τη δει.

- Μα που πήγε, δεν τελειώσαμε το παιχνίδι.

- Ποιο παιχνίδι;

- Το παιχνίδι με τη μυστική λέξη, αν έβρισκε τη μυστική μου λέξη, θα κέρδιζα την καραμέλα που είχε γεύση φράουλα.

- Τελικά δεν τη βρήκε;

- Όχι, προσπάθησε αλλά τίποτα. Ξέρεις θεία ήταν λίγο πονηρή γιατί με ρώτησε από τι γράμμα αρχίζει. Όμως που πήγε ήθελα να κερδίσω την κραμελίτσα.

- Έφυγε, καλύτερα που δεν κέρδισες αυτή την καραμελίτσα γιατί ήταν πονηρή σαν την κυρία που σου την πρόσφερε. Γι’ αυτό θα σου δώσω εγώ μια καραμελίτσα που δεν είναι πονηρή, επειδή ήσουν πολύ υπομονετικό και προσεκτικό παιδί, αλλά πρώτα θα μου πεις εσύ τη μυστική μας λέξη.

Η Τιτίκα φώναξε τη μυστική λέξη με χαρά και κέρδισε την καραμέλα. Την έβαλε με λαχτάρα στο στόμα κι ένα τεράστιο χαμόγελο ευτυχίας απλώθηκε στο πρόσωπο της! 

Ευαγγελία Τσιακίρη

kathe-mera-mama.gr
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki