Σὲ μιὰ γωνιὰ περαστικὴ
γέρος φτωχὸς ἔχει καθίσει.
Κόσμος, πολὺς περνᾶ ἀπ’ ἐκεῖ,
καὶ ἴσως θὰ τὸν ἐλεήση
καμιὰ ψυχή, ποὺ ἔχει μάθει
Σὲ λίγο ὅλος προσοχὴ
ἔφερ’ ἐκεῖ τὰ βήματά του
κι ἄλλος φτωχὸς-τὸ δυστυχή!
Μὲ ὅλη τὴ νεότητά του
ἕχει στὸ φῶς του μαύρη σκέπη·
εἶναι τυφλός! τυφλός! Δὲ βλέπει!
Ἄχ! τί ζευγάρι θλιβερό!
Τὰ νιάτα τὰ δυστυχισμέν
κι ἀπὸ τὸν ἄγριο καιρὸ
τὰ γηρατειὰ τὰ μαραμένα
βλέπει ἐκεῖ ὅποιος περνάει
νὰ ζητιανεύουν πλάι-πλάι.
Ὅμως κανεὶς τὰ γηρατειὰ
τὰ χιονοσκέπαστα λυπᾶται!
Στὸ γέρο ρίχνουν μιὰ ματιά,
τὸν ἐλεοῦνε οἱ διαβάται
μὰ οὔτε ἕνας τους δὲ δίνει
και στὸν τυφλὸ ἐλεημοσύνη.
Μὲ πονεμένη τὴν καρδιὰ
ἀνασηκώνεται νὰ πάη...
Ἄχ! θὰ περάση τὴ βραδι
καὶ σήμερα χωρὶς νὰ φάη...
Γι’ αὐτὸ τοὺς ἄλλους τί τοὺς νοιάζει;
Καὶ ὁ τυφλὸς ἀναστενάζει...
Μὰ ἔξαφνα κάποιος ζητᾶ
μὲς στὴν παλάμη νὰ τοῦ δώση
χρήματα λίγα, μ’ ἀρκετά,
ἕνα ψωμὶ γιὰ νὰ πληρώση.
–Σοῦ εὔχετ’ ἡ φτωχὴ καρδιά μου
τιμὲς καὶ δόξες, ἄρχοντά μου!
Εἶπεν εκεῖνος, επειδή,
τυφλὸς ποὺ ἦταν, δὲν μποροῦσε
μὲ δάκρυα χαρᾶς νὰ δῆ
πὼς σπλαχνικὰ τὸν ἐλεοῦσε
ὁ γέρος, ελεώντας πάλι
καθὼς τὸν ἐλέησαν ἄλλοι.