Ένας φίλος μου, μου είπε την παρακάτω ιστορία.
Στην δουλειά, έχουμε ένα ξένο τον τελευταίο καιρό, συμμετέχει σε ένα έργο. Θα μείνει κανένα μήνα μαζί μας. Έρχεται πρώτος στη δουλειά και φεύγει τελευταίος. Το Σάββατο, χρειάστηκε να περάσω από την δουλειά για κάποιο θέμα. Ο ξένος ήταν εκεί. Του πρότεινα να του φτιάξω καφέ. Πήρε τον καφέ του και με ευχαρίστησε χίλιες φορές.
Λίγο μετά, ήρθε στο γραφείο μου και μου προσέφερε ένα κομμάτι κουλούρι που είχε πάρει από τον δρόμο. Είχε πάρει ένα πλαστικό πιατάκι, έβαλε μια χαρτοπετσέτα, έκοψε το κουλούρι σε 4 κομμάτια, τα σέρβιρε με προσοχή και μου προσέφερε από αυτό που είχε με άπειρο σεβασμό.
Έπρεπε να φύγω και ένοιωσα άβολα που θα τον άφηνα πίσω μόνο του. Τηλεφώνησα στην γυναίκα μου και της πρότεινα να τον φέρω στο σπίτι να φάμε μαζί. Ταράχτηκε, μου προέβαλε 100 δικαιολογίες,
--Τώρα μου το λες;
--Ρεβίθια ετοίμασα σήμερα, ρεβίθια θα βγάλουμε στον άνθρωπο;
--Το σπίτι δεν είναι καθαρό, δεν έκανα τα τζάμια
Όσο και αν προσπάθησα, στάθηκε αδύνατο να την πείσω. Φεύγοντας, ένοιωσα άσχημα, του έδωσα τα τηλέφωνα μου για ώρα ανάγκης και με ευχαρίστησε με περισσή ευγένεια.
Λίγο μετά, τρώγαμε με την γυναίκα μου. Τρώγαμε ρεβίθια, με φιλέτο ρέγγας και πίκλες και ελιές και όλα τα καλά του κόσμου.
Και ένιωσα μια λύπη, μια μοναξιά και ένα άδειασμα.
Δεν είμαι εγώ ο καλός και η γυναίκα μου η αποδιοπομπαία, αλλά με τον πανικό της άριστης φιλοξενίας, χάνουμε την ουσία των πραγμάτων.
Ο Δανός θα επέστρεφε στο σπίτι του και θα είχε να λέει, να εκεί στους άσωτους της Ευρώπης, υπάρχει ένα πιάτο φαγητό και ούτε καν θα σχολίαζε ότι του προσφέραμε ρεβίθια.
Επειδή η ουσία είναι η φιλοξενία και όχι αν θα έτρωγε ρεβίθια ή γαρίδες ή φιλέτο μόσχου.
Ξέρεις κάτι φίλε μου;
Τελικά εμείς χάσαμε που δεν τον καλέσαμε στο σπίτι μας.
Εμείς και όχι ο Ξένος από την Κοπεγχάγη.