Σαν να 'ταν χτες, μόλις χτες...
σαν να 'ναι σήμερα...
ακούω τον καλό μου δάσκαλο, της Ε' Τάξης του Δημοτικού, να μας απαγγέλει το παρακάτω ποίημα.
Σοβαρός και γλυκός άνθρωπος ο κ. Νίκος Ράπτης, έβαλε μέσα στην ψυχή, την καρδιά και το μυαλό μου την αγάπη για την Ποίηση, την αληθινή ποίηση.
Κάθε βδομάδα αφιέρωνε μια ώρα στην Ποίηση (εκτός αναλυτικού προγράμματος)
Όταν τέλειωσε την απαγγελία, δεν προχώρησε σε «ανάλυση».
Γιατί κλαίς; με ρώτησε μόνο....
Δεν έλεγε τίποτα. Περίμενε, όπως πάντα, εμείς να πούμε τη γνώμη μας, εμείς να εκφράσουμε τα συναισθήματα ή τις απορίες μας.
Ποιά είναι τα πρόσωπα;
Ποιό συμπαθήσατε, ποιό αντιπαθήσατε και γιατί;
Είδατε μπροστά σας τις σκηνές;.....
σε ευχαριστώ καλέ μου Δάσκαλε ....
η Αμπά
Η υπερφυσική ιστορία του νεκρού αδελφού, που τον σηκώνουν από το μνήμα οι κατάρες της μάνας, για να εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε, είχε, όπως μαρτυρούν οι πολλές παραλλαγές, ευρύτατη διάδοση όχι μόνο σε όλο τον ελληνικό χώρο, αλλά και στους βαλκανικούς και τους άλλους λαούς της Ευρώπης.
η Αμπά
Διαβάστε εδώ τις Βαλκανικές παραλλαγές του ποιήματος
Η προέλευση του τραγουδιού αυτού έχει απασχολήσει πολύ τους
μελετητές. Σήμερα όλοι συμφωνούν ότι το τραγούδι είναι από τα πιο παλιά
ελληνικά τραγούδια και πλάστηκε πριν από τον 9ο μ.Χ. αιώνα στην περιοχή
της Μ. Ασίας. Ακόμη υποστηρίζεται ότι ο μύθος του συνδέεται με την
αρχαία μυθολογία, την επάνοδο του Άδωνη στη γη ή την ιστορία της
Δήμητρας και της Κόρης.
Το θέμα το έχουν χρησιμοποιήσει στα έργα τους πολλοί λογοτέχνες, Έλληνες και ξένοι. Ο C. Fauriel είχε επισημάνει τις ομοιότητες που παρουσιάζει η μπαλάντα Λεονόρα (1773) του Γερμανού ποιητή G. A. Bürger με το Τραγούδι του νεκρού αδελφού. Από τους Έλληνες δραματοποίησαν το τραγούδι ο Αργ. Εφταλιώτης, ο Φώτος Πολίτης και ο Ζ. Παπαντωνίου.
«Του Νεκρού Αδελφού»Το θέμα το έχουν χρησιμοποιήσει στα έργα τους πολλοί λογοτέχνες, Έλληνες και ξένοι. Ο C. Fauriel είχε επισημάνει τις ομοιότητες που παρουσιάζει η μπαλάντα Λεονόρα (1773) του Γερμανού ποιητή G. A. Bürger με το Τραγούδι του νεκρού αδελφού. Από τους Έλληνες δραματοποίησαν το τραγούδι ο Αργ. Εφταλιώτης, ο Φώτος Πολίτης και ο Ζ. Παπαντωνίου.
5 |
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη, την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη, την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε! Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει, στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της. |
10 | Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα, να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα. Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει. «Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα, στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω, |
15 | αν πάμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε. - Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απιλογήθης. Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια, κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει; - Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους, |
20 | αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια, αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω». Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα, κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν, |
25 | βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο. Σ' όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν, στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της. «Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε, οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα! |
30 | το τάξιμο που μου 'ταξες, πότε θα μου το κάμεις; Τον ουρανό 'βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους, αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις». Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα, η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε. |
35 | Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι, και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει. Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του. Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι. Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει: |
40 | «Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε. - Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα; Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω, κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να 'ρθω. - Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι». |
45 | Κοντολυγίζει τ' άλογο και πίσω την καθίζει. Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν, δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια, μόν' κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία: «Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος! |
50 | - Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια; - Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε». Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε: «Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο, να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους! |
55 | - Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια; πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους. - Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν. - Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις. - Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αϊ-Γιάννη, |
60 | κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι». Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε: «Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο, τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!» Τ' άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της. |
65 | «Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια; - Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ' ας λέγουν. - Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν' η λεβεντιά σου, και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ' όμορφο μουστάκι; - Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου». |
70 | Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά προφτάνουν. Βαριά χτυπά τ' αλόγου του κι απ' εμπροστά της χάθη. Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει. Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της. Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα |
75 | βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο, βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα. Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα, και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα. Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν. |
80 | «Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε, κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω, κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα. - Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα. - Ποιος είν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα; |
- Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου». Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο. |
«Του Νεκρού Αδελφού» : Ανάλυση
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η παραλογή του νεκρού αδελφού ανήκει στις παραλογές που σχετίζονται με τις λαϊκές παραδόσεις και δοξασίες. Το τραγούδι αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα δημιουργήματα της ελληνικής δημοτικής ποίησης και το βρίσκουμε σε διάφορες παραλλαγές στον Ελληνικό χώρο. Είναι γραμμένο σε πυκνό και λιτό λόγο. Το μέτρο των στίχων είναι ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Ο κάθε στίχος χωρίζεται σε δύο ημιστίχια: ένα οκτασύλλαβο και ένα επτασύλλαβο. Π.χ. στ.1: Μάνα με τους εννιά σου γιους / και με τη μια σου κόρη. Οι στίχοι του ποιήματος δε χαρακτηρίζονται από ομοιοκαταληξία.
ΓΛΩΣΣΙΚΑ – ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ
ήλιος δε σου την είδε = Με τη φράση αυτή δηλώνεται η φροντίδα της οικογένειας για την τιμή, ασφάλεια και ομορφιά της κόρης.
προξενητάδες = Ο θεσμός του προξενιού, δηλ. του συνοικεσίου ήταν καθιερωμένος στον Ελληνικό χώρο. Οι προξενητάδες ήταν τα πρόσωπα που μεσολαβούσαν για τη σύναψη ενός γάμου.
Βαβυλώνα = Πρωτεύουσα της Βαβυλωνίας. `Ηταν χτισμένη πάνω στην αριστερή όχθη του ποταμού Ευφράτη. Οι Βαβυλώνιοι στην αρχαιότητα είχαν αναπτύξει σπουδαίο πολιτισμό και είχαν αποκτήσει πολύ πλούτο. Γνωστοί είναι οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας, που θεωρούνταν ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου.
Κριτής = εγγυητής
ανέσπα τα μαλλιά της = Τρόπος με τον οποίο οι γυναίκες εκδήλωναν τον πόνο τους.
κατάρα = ευχή με αρνητικό περιεχόμενο. Η κατάρα εκτοξεύεται ενάντια σε κάποιον για να του συμβεί κάτι κακό.
ΔΟΜΗ
Το ποίημα χωρίζεται σε οκτώ ενότητες:
1η Ενότητα στ.1-5: Η οικογένεια και η ομορφιά της κόρης.
2η Ενότητα στ.6-17: Οι προξενητάδες, το οικογενειακό συμβούλιο, η διχογνωμία, ο όρκος του Κωνσταντίνου και η επικράτηση της γνώμης του να παντρευτεί η Αρετή στα ξένα.
3η Ενότητα στ.18-28: Το θανατικό, ο θρήνος της μάνας, οι κατάρες της μάνας προς τον Κωνσταντίνο που δεν κράτησε τον όρκο του.
4η Ενότητα στ.29-32: Η νεκρανάσταση του Κωνσταντίνου και η εκπλήρωση του όρκου.
5η Ενότητα στ.33-41: Η άφιξη του Κωνσταντίνου στη Βαβυλώνα, .....