Απόσπασμα από το έργο Προμηθεύς Πυρφόρος
της Βασιλικής Π. Δεδούση
|
Στου είναι μου τα μύχιατο φως σου το ‘νιωσα θερμό, αέρινο άγγιγμα,Πυρφόρε Προμηθέα.Ερωτευμένος κυνηγός,ταγμένος οπαδός του άπιαστου Ωραίουκαι θέλω να το κλείσω στην άκρη της γραφίδας μου,στο χτύπημα της σμίλης,σε τέλειες γραμμές σχημάτων νοερών,σε συγχορδίες αρμονικών διαστημάτων,να δείξω, όσο μπορώ και δύναμαι,δειλά να προσεγγίσω με λόγο, χρώμα, μουσική,να φανερώσω τ’ άλλα,που είναι εκεί, το ξέρω, εκείκι εγώ απλός μύστης τυφλόςψηλαφιστά τ’ αγγίζωμα γνώστης τους και κάτοχος δεν είμαι,δεν είμαι.
Χορός
Ψηλά η ματιά.Εκεί η αλήθεια κρύβεται,αόρατη κι ανύπαρκτη για το ανόητο μυαλόεπενδυτών κοντόφθαλμωνφθαρτής και χωματένιας ύλης.
Καλλιτέχνης
Ψηλά η ματιά.Το επέκεινα Κάλλος μαγνήτης,της ψυχής γητευτής,να θυμηθεί την καλεί, να νοήσει—όσο μπορεί και δύναται—του αληθινού την ομορφιά,την αΐδια κι αλώβητη των Ιδεών ουσία.
Στου μυαλού μου τα βάθη μια λέξη, δυο, τρεις.Η πρώτη ιδέα, η σύλληψη.Διάχυτο γύρω της πυράς σου το φωςτην ύπαρξή μου κλείνει θερμά,σαν αγκαλιά, σαν ζωογόνα ανασεμιάκι αγαπημένο χάδι.
Χορός
Κυοφορεί ο νους, μοχθεί, μέχρι να πάρει σχήμαη σπινθηρίζουσα έμπνευση,και να γενεί τραγούδι, λόγος, πίνακας.
Δεν είναι όλα Τέχνη.Δεν είναι Τέχνη όλα αυτά, που οι άνθρωποικαυχιούνται και επαίρονται πως έχουν και κατέχουν.Χάρισμα είναι τ’ Ουρανού,σ’ όποιον το δέχετ’ έτσικαι εξαρχής στοχάζεται πως το χρωστάει σ’ όλους.
Καλλιτέχνης
Σαν της ζωής σου οι χίμαιρες ξοπίσω σου ορμούν,και στόχο έχουν βάλει βάρος να γίνουν αβάσταγονα σε κρατήσουν χαμηλά, να ξεχαστείς, να φοβηθείςκαι ν’ αρνηθείς ανέβασμα κοπιαστικόστα εννιά κλιμακωτά της Τέχνης τα γιοφύρια,με νου παραδομένο σε ζάλη μέθης νηφάλιας,
Χορός
και στόχο έχουνν’ αρνηθείς να δεις και να γενείς ο δέκτης,όσων ο Ουρανός, χωρίς φειδώ, απλόχερασε ταπεινούς χαρίζει,τότε, έντιμο θάρρος κι εγρήγορση,
μέχρι να πεις:«Εγώ ούτε μπορώ, ούτε ξέρω».Υπέρβαση.
Καλλιτέχνης
Των παθών εγκρατής της Σοφίας ο φίλος.Αυτό μ’ έμαθες, Πυρφόρε Προμηθέα.Ερευνητής του ωραίου, ταπεινός,της Σοφίας ο φίλος, της άγνοιάς του ο γνώστης.Έτσι μονάχα γίνεται ο νους, μεσ’ στη σιωπή του,του άπειρου συμπορευτής,ερμηνευτής αθόρυβος,για να πάρουν,μέσα απ’ αυτόν, διάσταση οι άυλες ιδέες,με τη θαυμαστή των γραμμάτων σειρά,του λόγου την τέχνη,και τη γραμμή των αριθμών την ατελεύτητη.Να συνταιριάξουνε σωστά, λόγια, σχημάτων χρώματα,πνοή να πάρουν τ’ άψυχα,τα άσχημα τα αταίριαχταμ’ αρμονικά ταιριάγματα, όλα να μπουν σε τάξη,όλα να πάρουν και σχήμα και νόημα.
Χορός
Κυοφορίας αγωνία γλυκιά,ανεπαίσθητος φόβος, λαχτάρα μητρικήγι αυτό που επίκειται,σαν βρέφος τρυφερό, καλοδεχούμενο,άγνωστο στη μορφή, που τόσο οικείο είναι.
Καλλιτέχνης
Σαν φτάσει η ώρα του τόκου,μεμιάς ευδιάκριτες πια οι μελωδίες.Η ώρα του τόκου σαν έρθει, παίρνουν μορφή τελικήτων συναισθημάτων οι λεπτές αποχρώσεις,τα άπειρα ακαθόριστα σχήματα,των στίχων οι αράδες, οι ρυθμοί,και οι χοροί των ασμάτων.Μέσα απ’ την ύλη τη φθαρτή η ματιά,—η άλλη ματιά, αυτή που διακρίνειχρώματα άλλα, ήχων μελωδίες πρωτόγνωρες—,αυτή η ματιά, αυτές οι αισθήσεις,πηγές δειλά αναβρύζουσες,γίνονται των παιδιών της ψυχής μου οι ανάδοχοι.
Χορός
Ο τόκος μέσα στο Καλό,—και το Καλό ειν’ τ’ όμορφο—δημιουργός οδύνη, πόνος γλυκός και μόχθος.
Καλλιτέχνης
Σαν το μυαλό γεννάει, στιγμές απομόνωσης.Όντας πάσχει του μυαλού το υπογάστριο,με λένε απόκοσμο, παράξενο,μοναχικό κι απόμακρο άνθρωπο.Όχι δεν είμαι.Μοναξιά, έτσι νομίζουν όλοι,μα η πλάση ολόκληρη είναι μαζί μουκαι συ, ο σύντροφός μου,αναμμένη κρατάς, Πυρφόρε, τη φλόγα,μέσα και γύρω μου,σε στιγμές οδυνηρής ευτυχίας.Τα έργα, παιδιά μου,παιδιά μας.Τα έργα ύμνοι, και δοξαστικοί για τον Πλάστη παιάνες.Τα παιδιά μας, εκφάνσεις ψυχής δεκτικής, ανοιχτής,της ζωής θριαμβικά αντηχήσματα.
Χορός
Φτερά ψυχής βγάζ’ η καρδιάκαι το μυαλό αισθάνεται την ομορφιά του κόσμου.