Ήταν η αγαπημένη μαθήτρια της κυρίας Μαρίκας. Πρώτη Δημοτικού πήγαινε η Βασιλικούλα. Ψηλό και αδύνατο κοριτσάκι, με ξανθά σγουρά μαλλάκια, «τσιροπούλι» την έλεγε ο κυρ Αντώνης ο μπακάλης της γειτονιάς.
Victor Hugo - Το Ελληνόπουλο - L'enfant - 1821 |
— Να το πεις με Ψυχή, της είπε.
Αυτή την φορά, η μικρή, δεν θα έλεγε το ποίημά της στο σχολείο. Θα πηγαίνανε σε ένα μεγάλο κτίριο και θα το έλεγε μπροστά σε μεγάλους σε ηλικία ανθρώπους, σε «σοβαρούς».
— Φοβάσαι; Την ρώτησε η δασκάλα της
— Γιατί να φοβηθώ; Απάντησε απορημένη η μικρή
Προπαραμονή της 25ης Μαρτίου, η δασκάλα και η μαθήτριά της, πήγαν στο μεγάλο κτίριο. Στην Ακαδημία Αθηνών.
Ναυτάκι ήταν ντυμένο. Της τα είχε ράψει όλα η μανούλα της, η παπαδιά Ματίνα. Με σκουφάκι κιόλας με φούντα κόκκινη, που την έφτιαξε η γιαγιάκα της. Φορούσε καλτσάκια μπλε και κόκκινα, ναυτικά, για να συμπληρώνεται η εικόνα. Μόνο που τα καλτσάκια ήταν λίγο μεγάλα και την εμπόδιζαν στο περπάτημα. Τα δίπλωσε από μπροστά, αλλά περπατούσε χοροπηδηχτά για να μην παιδεύεται.
Η μικρή κοίταξε κάτω, πολύς κόσμος, μεγάλοι άνθρωποι, σεβάσμιοι και ανάμεσά τους, η μανούλα της, με το μπλε ταγεράκι της και άσπρο φουλάρι με γαλάζιες βούλες, καμάρωνε για την κορούλα της.
Η μικρή ξεκίνησε την απαγγελία. Και είπε το ποίημά της με Ψυχή. Δυνατά, καθαρά και με νόημα.
Στην τελευταία στροφή, έβαλε το χέρι στην καρδιά
Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζο μάτι:
μετά το σήκωσε ψηλά και βροντοφώναξε:
Βόλια, μπαρούτι θέλω. Να!!
Σηκώθηκαν όρθιοι οι «Αθάνατοι» και χειροκρότησαν το μικρό, που έδωσε νόημα στη γιορτή τους, που δικαίωσε τον αγώνα του ’21.
Η δασκάλα της συγκινημένη, μάζευε τα δάκρυά της και η μανούλα είχε αναληφθεί, πέταγε ψηλά.
Ο μεγάλος «Αθάνατος», πλησίασε την μικρή και της χάιδεψε το κεφαλάκι.
Αλλά της χάλασε τον σκούφο και βάλθηκε η Βασιλικούλα να τον … στρώνει...
Το Χαμομηλάκι