1. Τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο της παιδοφιλίας απασχολεί ολοένα και
συχνότερα την κοινή γνώμη της χώρας μας.
Στην έξαρση του φαινομένου αυτού έχουν συμβάλλει περισσότεροι
παράγοντες, όπως είναι αφενός μεν η μεγαλύτερη κοινωνική κινητικότητα
των μελών της οικογένειας και η συνακόλουθη ένταξη του ανηλίκου σε
περισσότερα κοινωνικά περιβάλλοντα, αφετέρου δε η εξοικείωσή του με τον
τρόπο χρήσης του διαδικτύου και συνακόλουθα η έκθεσή του στους κινδύνους
που πηγάζουν από μια εύκολα προσπελάσιμη, πλανητική, ανώνυμη και ιδεατή
κοινωνία του κυβερνοχώρου.
2. Οι εξελίξεις αυτές είχαν ως συνέπεια να αυξηθούν τα πρόσωπα
εμπιστοσύνης ή αναφοράς με τα οποία
ο ανήλικος αναπτύσσει καθ' όλην την διάρκεια του ανήλικου βίου του
σχέσεις πίστης, αφοσίωσης και αγάπης.
Και είναι ακριβώς η ιδιαιτερότητα των σχέσεων αυτών, επί της οποίας
βασίζεται και θάλλει το φαινόμενο της παιδοφιλίας. Πρόκειται για μιαν «ασύμμετρη σχέση» μεταξύ από τη μια πλευρά του
ενηλίκου, που είναι πρόσωπο εμπιστοσύνης ή αναφοράς, και από την άλλη
πλευρά του ανηλίκου, και τούτο
επειδή ο μεν ανήλικος κατά κανόνα προσβλέπει στην αναγνώριση και στην
αγάπη εκ μέρους του προσώπου αναφοράς, ωστόσο την ανάγκη αυτή
εκμεταλλεύεται ο ενήλικος για την ικανοποίηση ηδονιστικών
σκοπών. Ακόμα και όταν ο ανήλικος συγκατατίθεται στις γενετήσιες πράξεις του
προσώπου εμπιστοσύνης ή και τις προκαλεί, δεν είναι φυσικά σε θέση να
γνωρίζει την σημασίας τους, πολλώ μάλλον να έχει συνείδηση των
επιπτώσεων που κατά κανόνα συνεπάγεται η συμπεριφορά αυτή στη ζωή
του.
3. Σύμφωνα με διεθνείς επιστημονικές μελέτες η μία στις πέντε γυναίκες
και ο ένας στους δέκα άντρες ενθυμούνται ότι ως ανήλικοι υπήρξαν θύματα
σεξουαλικής καταχρήσεως. Εν προκειμένω είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι στα
8 από τα 10 περιστατικά το θύμα γνώριζε το δράστη! Η συχνότητα του
φαινομένου αποτυπώνεται και σε άλλες μελέτες, σύμφωνα με τις οποίες ένα
ποσοστό 13% των αγοριών δηλώνει ότι είχε γενετήσιες σχέσεις με άνδρες με
παιδοφιλικό σεξουαλικό προσανατολισμό. Από τις σχέσεις αυτές το 5,3%
αναπτύχθηκαν παρά την εναντίωση του ανηλίκου, ενώ ποσοστό 7,7% δηλώνει ότι
"συγκατατέθηκε" σε αυτές. Μάλιστα, τα ποσοστά αυτά είναι εμφανώς
μεγαλύτερα καθ? όσον αφορά τα κορίτσια: Έτσι, λ.χ., από ένα
ερωτηματολόγιο, στο οποίο απάντησαν περισσότερες από 1.000 νεαρές κοπέλες
και κορίτσια, προέκυψε ότι ένα ποσοστό περίπου 30% παρενοχλήθηκαν
σεξουαλικά από άνδρες που εμφανίζονταν ως νεαροί.
4. Ασφαλώς η κατάχρηση των ανηλίκων προς ηδονιστικούς σκοπούς δεν
περιορίζεται στα πρόσωπα με παιδοφιλικό ή παιδεραστικό προσανατολισμό.
Έτσι, σύμφωνα με περισσότερες επιστημονικές μελέτες το ποσοστό των
παιδοφίλων που χρησιμοποίησαν ανηλίκους προς ηδονιστικούς σκοπούς
υπολογίζεται ότι ανέρχεται μόλις σε ποσοστό 2 έως 10%. Το υπόλοιπο
αποτελούν δράστες, ο γενετήσιος προσανατολισμός των οποίων αφορά
ενήλικες.
5. Από τα προηγηθέντα καθίσταται σαφές ότι οι διατάξεις του άρθρου 342
του Ποινικού Κώδικα (κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια), οι οποίες
διαπνέονται από τα ήθη μιας παρελθούσας εποχής και μιας κατά το μάλλον ή
ήττον αγροτικής ακόμα κοινωνίας, ελάχιστα προσφέρονται πλέον για να
αντιμετωπίσουν την προμνημονευθείσα συχνότητα και βαρύτητα του φαινομένου.
Για το λόγο αυτό κρίθηκε αναγκαία η κατά προτεραιότητα μεταρρύθμισή τους,
ώστε να μην καταλείπεται η παραμικρή αμφιβολία σχετικά με τον τρόπο που η
σύγχρονη ελληνική πολιτεία απαξιολογεί την κατάχρηση ανηλίκων σε
ασέλγεια.
6. Ασφαλώς, προσβολές της γενετήσιας ζωής των ανηλίκων
αντιμετωπίζονται ήδη και με άλλες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. Ως πιο
σημαντικές εμφανίζονται εν προκειμένω εκείνες των άρθρων 336 (βιασμός),
339 (αποπλάνηση παιδιών), 345 (αιμομιξία), 348Α (πορνογραφία ανηλίκων) και
351Α (ασέλγεια σε ανήλικο έναντι αμοιβής). Σε καμία ωστόσο από αυτές δεν
απαξιολογείται ειδικότερα η εκ μέρους του ενηλίκου εκμετάλλευση της σχέσης
εμπιστοσύνης με τον ανήλικο προς ικανοποίηση ηδονιστικών σκοπών.
Η πρόσφατη υπόθεση παιδοφιλίας ψυχολόγου σε παιδικές κατασκηνώσεις
εικονογραφεί την κρισιμότητα του στοιχείου της σχέσης εμπιστοσύνης. Έτσι, λ.χ. στον μεν βιασμό η απαξία της συμπεριφοράς επικεντρώνεται στα
μέσα που χρησιμοποιεί ο δράστης (σωματική βία ή απειλή σπουδαίου και
άμεσου κινδύνου) για να επιτύχει τον εξαναγκασμό του θύματος, στη δε πράξη
του άρθρου 351Α Π.Κ. η απαξία της συμπεριφοράς έγκειται στην με αμοιβή ή
με άλλα υλικά ανταλλάγματα εξαγορά της συγκατάθεσης του ανηλίκου για την
ενέργεια ασελγών πράξεων. Τέλος, στην γενικότερη διάταξη του άρθρου 339
Π.Κ. υπάγονται βεβαίως και οι παιδοφιλικές πράξεις, πλην όμως δεν
λαμβάνεται σε αυτήν υπόψιν η βαρύτητα της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ
δράστη και θύματος, αλλά η σχέση αυτή προϋποτίθεται (στην παρ. 1) ή και
expressis verbis τυποποιείται (στην παρ. 2) μόλις στο άρθρο 342 Π.Κ., για
να στοιχειοθετήσει εκεί την τιμωρούμενη σε βαθμό πλημμελήματος πράξη της
κατάχρησης ανηλίκων σε ασέλγεια.
Επισημαίνεται δε ότι η σχέση αυτή δεν παίζει κανένα ρόλο για τον
κολασμό των ήσσονος απαξίας προσβολών γενετήσιων αγαθών, όπως λ.χ. της
γενετήσιας αξιοπρέπειας κατ' άρθρον 337 Π.Κ.
7.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις μεταρρυθμίζεται εκ βάθρων το άρθρο
342 Π.Κ. και αντιμετωπίζεται ριζοσπαστικά όχι μόνο το φαινόμενο της
παιδοφιλίας, αλλά οποιαδήποτε κατάχρηση της γενετήσιας ζωής του
ανηλίκου προς ικανοποίηση ηδονιστικών σκοπών. Ο βασικός άξονας επί του οποίου στηρίζεται η περί ης ο λόγος
μεταρρύθμιση έγκειται στην εμπίστευση του ανηλίκου στον ενήλικο,
προκειμένου αυτός να τον επιβλέπει ή να τον φυλάει.
8. Το αξιόποινο περιορίζεται εν προκειμένω στους ενήλικους δράστες για
να αποφεύγεται η επέμβαση του ποινικού νομοθέτη σε αντικοινωνικές
συμπεριφορές που λαμβάνουν χώραν μεταξύ ανηλίκων στο διαδίκτυο ή σε άλλα
μέσα επικοινωνίας, αλλά και στις μικροκοινωνίες των ανηλίκων, την
επίβλεψη και ευθύνη επί των οποίων φέρει πρωτίστως η οικογένεια και το
σχολείο, αλλά και άλλοι κοινωνικοί εταίροι.
9. Η κατηγοριοποίηση
των ανηλίκων θυμάτων στην πρώτη παράγραφο λαμβάνει μεν υπόψιν άλλες
διατάξεις του Π.Κ. (άρθρα 339 και 351Α), πλην όμως στοιχείται προς τα
πορίσματα συγχρόνων επιστημονικών μελετών, βάσει των οποίων το φαινόμενο
αναπτύσσεται συνήθως σε βάρος ανηλίκων που διανύουν το 5 ? 6 και κατόπιν
το 11 ? 12 έτος της ηλικίας τους.
10. Οι προτεινόμενες διατάξεις
αρθρώνονται επί τη βάσει της διακρίσεως των γενετήσιων πράξεων, δηλαδή
των πράξεων που επιχειρούνται προς ικανοποίηση ηδονιστικών σκοπών, σε
μείζονος και ήσσονος βαρύτητας προσβολές της γενετήσιας ζωής του
ανηλίκου. Στην πρώτη κατηγορία γίνεται λόγος για ?ασελγείς πράξεις? ,
στην έννοια δε αυτήν εμπίπτουν η συνουσία και οι ανάλογης βαρύτητας με
αυτήν γενετήσιες πράξεις. Στην δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνονται ,όλες
οι υπόλοιπες, ελάσσονος βαρύτητας γενετήσιες πράξεις.
11. Στην
δεύτερη παράγραφο μνημονεύονται ειδικότερα τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία
αποτελούν εξ ορισμού για τον ανήλικο πρόσωπα αναφοράς λόγω της
συγγενικής σχέσεως, του κύρους τους ή της εμπιστοσύνης με την οποία ο
ανήλικος προσβλέπει προς αυτά. Η τέλεση εκ μέρους των προσώπων αυτών
οποιασδήποτε γενετήσιας πράξης σε βάρος του ανηλίκου συνιστά
επιβαρυντική περίσταση (παράγραφοι 2 και 3, εδάφιο 2).
12. Στην
τρίτη παράγραφο αντιμετωπίζεται ειδικότερα η προσβολή της αιδούς των
ανηλίκων με συγκεκριμένες, περιγραφόμενες στον νόμο, ήσσονος βαρύτητας
γενετήσιες πράξεις. Εν προκειμένω η τιμωρούμενη σύμφωνα με την
γενικότερη διάταξη του άρθρου 337 Π.Κ. προσβολή της γενετήσιας
αξιοπρέπειας εξειδικεύθηκε σε προσβολή της αιδούς του ανηλίκου (βλ.
αντίστοιχα στο άρθρο 353§2 Π.Κ.). Ουσιαστικά αυτή είναι η βασική διάταξη
με την οποία θα αντιμετωπίζονται οι παιδοφιλικές πράξεις, αφού, σύμφωνα
με την διεθνή βιβλιογραφία, οι συγκεκριμένοι δράστες περιορίζονται
συνήθως σε τέτοιου είδους συμπεριφορές.
13. Σύμφωνα με την τέταρτη
παράγραφο η ίδια πράξη κολάζεται αυστηρότερα, όταν ενεργείται στο
πλαίσιο της επαφής που αποκτά ο δράστης με τον ανήλικο μέσω του
διαδικτύου ή άλλου μέσου επικοινωνίας (λ.χ. με κινητό τηλέφωνο ή με
εικονοτηλέφωνο). Με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίζεται η θάλλουσα στις μέρες
μας διαδικτυακή ή τηλεπικοινωνιακή παιδοφιλία.
14.Τέλος, στην
τελευταία παράγραφο 5, ορίζεται ότι η παραγραφή όλων των κατά το άρθρο
αυτό τιμωρούμενων πράξεων αρχίζει μετά την ενηλικίωση του θύματος. Το
μεγάλο χρονικό διάστημα που πρέπει να διανυθεί προκειμένου να παραγραφεί
η πράξη δικαιολογείται από το γεγονός ότι το θύμα χρειάζεται συνήθως
αρκετό χρόνο μετά την ενηλικίωσή του, προκειμένου να απεξαρτηθεί από την
επήρεια του δράστη ή να υπερβεί τις προσωπικές και κοινωνικές αναστολές
του, για να καταμηνύσει την πράξη που τελέσθηκε σε βάρος του.
www.ministryofjustice.gr