Thursday, 30 May 2024

Τα βιώματα στέρησης στην παιδική ηλικία και το «Σύνδρομο του Καλού Παιδιού»

Τα πρώιμα βιώματα αποστέρησης έχουν για το παιδί δύο επιπτώσεις.
Η πρώτη επίπτωση είναι ότι μαθαίνει να παραιτείται πρόωρα, οπότε αναστέλλεται παντού η δυνατότητα του να διεκδικεί.
Όποιος όμως δε διεκδικεί και δεν μπορεί να πάρει, δύσκολα μπορεί να αποφύγει το συναίσθημα της ζήλιας, όταν μάλιστα βλέπει τους άλλους να παίρνουν χωρίς ενδοιασμό, αυτό που ο ίδιος δεν τόλμησε ποτέ να απαιτήσει.

Και επειδή η ζήλια δημιουργεί ενοχές, που τον κάνουν να αισθάνεται άσχημα, προσπαθεί να την αποφύγει, μετατρέποντας την αδυναμία του σε αρετή. Εξυψώνει δηλαδή την αναστολή του σε ιδεολογία, σε ταπεινοφροσύνη και ολιγάρκεια και με τον τρόπο αυτό παρηγορείται με το συναίσθημα της ηθικής υπεροχής.
 
Η άλλη επίπτωση των πρώιμων βιωμάτων αποστέρησης είναι η αίσθηση του παιδιού ότι δεν αξίζει να αγαπηθεί, πράγμα το οποίο είναι κατά βάση αίτιο για την δημιουργία και την διατήρηση αισθημάτων κατωτερότητας. Πρέπει πρώτα να έχει αγαπηθεί κανείς για να μπορέσει να αισθανθεί ότι αξίζει αυτό το συναίσθημα. Αν όμως δεν έχει βιώσει την αγάπη, τότε θεωρεί τον εαυτό του υπαίτιο για αυτό και άρα είναι εκείνος που δεν αξίζει να αγαπηθεί. Η δημιουργία των συναισθημάτων κατωτερότητας όμως σχετίζεται και με το γεγονός ότι το παιδί δεν έχει στην ηλικία αυτή την δυνατότητα της σύγκρισης.

Δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί ότι είναι οι γονείς του αυτοί που δεν μπορούν να αγαπήσουν.
Ο κόσμος του είναι ο κόσμος γενικά και θεωρεί πως όπως είναι οι γονείς του είναι προφανώς και όλοι οι γονείς. Όταν διακατέχεσαι από βαθιά αισθήματα κατωτερότητας, είναι δυνατόν να σου δημιουργηθεί η αίσθηση ότι δεν έχεις δικαίωμα στη ζωή και ότι κάτι τέτοιο πρέπει να το έχεις κερδίσει πρώτα, επομένως δε δικαιούσαι να υπάρχεις παρά μόνο όταν ζεις για άλλους.
«Ακόμα και η ύπαρξη μου είναι μια ενοχή», είχε πει μια καταθλιπτική ασθενής με ανάλογες εμπειρίες στην παιδική της ηλικία. Το αίσθημα αυτό μπορεί να οδηγήσει σε επικέντρωση των ενοχών στο πρόσωπο της μητέρας ή και των δύο γονέων, πράγμα που συνεπάγεται την εμφάνιση τάσεων επανόρθωσης και αποκατάστασης απέναντι τους.

Έτσι, καταλήγεις να θυσιάσεις την ζωή σου στο βωμό των εγωιστικών απαιτήσεων των γονέων σου και μάλιστα αυτό το θεωρείς αυτονόητο.
Το τελικό αποτέλεσμα της επίδρασης της υπερπροστασίας και της αποστέρησης είναι παρόμοιο: και τα δύο οδηγούν στην δημιουργία μιας προσωπικότητας καταθλιπτικής δομής.
Το παραχαϊδεμένο παιδί κατά κανόνα αρχίζει να φοβάται και να έχει κρίσεις σε μεταγενέστερες εποχές, όταν δηλαδή η ζωή δεν του κάνει τα χατίρια του πλέον, όπως κάποτε η μητέρα του ή όταν δε βρίσκονται υποκατάστατα της όπως για παράδειγμα ένας γάμος που συντηρεί και στηρίζει ή διάφορα κοινωνικά ιδρύματα και άλλα. Τότε διαπιστώνει πως δεν είναι σε θέση να αντέξει τις απαιτήσεις και την σκληρότητα της ζωής και μπαίνει στην κατάθλιψη ή καταφεύγει στη χρήση της οποιασδήποτε μορφής ναρκωτικών ουσιών προκειμένου να βρει διέξοδο.
 
Το παιδί που μεγαλώνει με βιώματα αποστέρησης, μαθαίνει να παραιτείται από πολύ νωρίς και εξελίσσεται σε ένα ήσυχο, ντροπαλό, μη απαιτητικό παιδί, που «προσαρμόζεται» εύκολα. Γίνεται ένα «βολικό» παιδί για τους γονείς, οι οποίοι με την σειρά τους δεν αντιλαμβάνονται την κατάθλιψη που κρύβεται πίσω από μια τέτοια συμπεριφορά. Θα συνηθίσει δε τόσο πολύ να υποχωρεί και να μην έχει απαιτήσεις που και μελλοντικά θα προσανατολίζεται προς τους άλλους και θα προσπαθεί να εκπληρώνει τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις τους. Μιας και σαν άτομο δε θα έχει πολλά να προβάλει, θα γίνει αντικείμενο των άλλων.
 
Επειδή δε, θα του είναι όλο και πιο δύσκολο να εκπληρώνει τις αναπόφευκτες κατά την δική του εκτίμηση απαιτήσεις των άλλων, θα καταλαμβάνεται κατ’ επανάληψη από νέες ενοχές που θα τον οδηγούν όλο και περισσότερο στην κατάθλιψη. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που πολλοί καταθλιπτικοί άνθρωποι αποφεύγουν την επαφή με πολλά άτομα.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Τετραλογία του Φόβου» του Fritz Riemann
themamagers.gr
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Ποδόσφαιρο στην αλάνα, «καραβολίδες» και στα τρία κόρνερ πέναλτι...

Ξεσκονίζοντας τις προάλλες την αποθήκη μου, έπεσα πάνω σε ένα κιτρινισμένο τετράδιο που στο εξώφυλλο είχε κολλημένα ξεθωριασμένα αυτοκόλλητα της Panini με παίκτες που αγωνιζόντουσαν στο ελληνικό πρωτάθλημα στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
 
Το άνοιξα με ανυπομονησία για να δω και τα υπόλοιπα αυτοκόλλητα της τότε συλλογής μου, αλλά έπεσα πάνω σε κάτι που δεν περίμενα.
Στην πρώτη σελίδα έγραφα “Πρωτάθλημα 1993-1994”. 
Δεν επρόκειτο για το πρωτάθλημα της τότε Α’ Εθνικής, αλλά όπως μαρτύρησαν οι επόμενες σελίδες του τετραδίου, για ένα πρωτάθλημα μεταξύ των δύο ομάδων που είχαμε φτιάξει στην 5η δημοτικού.
Υπήρχαν γραμμένα τα ονόματα των συμμαθητών μου και πλάι τους τα γκολ που είχαν πετύχει σε κάθε αγώνα, ενώ υπήρχε και ένας πίνακας με τη βαθμολογία των δύο ομάδων. 
Τότε η νίκη έδινε ακόμα δύο βαθμούς και η ισοπαλία έναν. 

Στην επόμενες σελίδες υπήρχαν και άλλα αντίστοιχα “πρωταθλήματα”, ενώ στη μέση του τετραδίου υπήρχε γραμμένος ένας άλλος τίτλος: “Άλλα σχολεία”. Εκεί είχα περάσει τα αποτελέσματα των αγώνων του δικού μας κόντρα στα υπόλοιπα σχολεία της γειτονιάς.
Υπήρχαν σελίδες με τα ονόματα των παιδιών του κάθε σχολείου και πλάι σε αυτά το πόσο καλή μπάλα ήξερε κάθε παιδί και μια υποσημείωση για το δυνατό του σημείο, σε ένα άτυπο σκάουτινγκ της εποχής.
Συνέχισα να ξεφυλλίζω το τετράδιο και έπεσα πάνω σε ακατάλυπτα συστήματα και σε σημειώσεις με τα man-to-man κάθε αγώνα. Man-to-man που θεωρητικά έπρεπε να ακολουθήσουν όλοι οι παίκτες της ομάδας.
Ήθελα να το ζήσω ξανά όλο αυτό. Για κλάσματα δευτερολέπτου φαντάστηκα πως πήγαινα στο σταθερό μου να πάρω τηλέφωνο τον “Μπούμπη”, τον “Τσίλια” και τον “Σαλάτα” για να τους δώσω ραντεβού στις 4 στην πλατεία. “Πάρτε και τον “Ποντικό” και πείτε του να μην ξεχάσει να φέρει την μπάλα”…
Κάποτε παίρναμε μια μπάλα, μαζευόμασταν σε μια αλάνα, πλατεία, σχολείο και παίζαμε ένα διπλό από το μεσημέρι, μέχρι να νυχτώσει. Αυτοί οι ποδοσφαιρικοί «μαραθώνιοι» διέπονταν από κάμποσους κανόνες και είχαν αρκετά χαρακτηριστικά, που τους καθιστούσαν μοναδικούς και τους θυμόμαστε ακόμα με νοσταλγία. 
Το «γήπεδο» και η μπάλα
Τα βασικά μέρη που δίνονταν τα ποδοσφαιρικά ραντεβού ήταν προαύλια σχολείων, πλατείες, δρόμοι, γήπεδα μπάσκετ και αλάνες. Τα γήπεδα 5×5 αποτελούσαν ακόμα σενάριο επιστημονικής φαντασίας.
Το γεγονός ότι θα παίζαμε ποδόσφαιρο δεν σήμαινε απαραίτητα ότι θα είχαμε και μπάλα ποδοσφαίρου. Ποιος δεν έχει παίξει με πατημένο κουτάκι από αναψυκτικό; Όχι, όμως, πατημένο όπως να ναι. 
Υπήρχε συγκεκριμένη τεχνική, ώστε το κουτάκι να είναι κατάλληλο για ποδόσφαιρο. 
Έπρεπε να έχει πατηθεί εντελώς κάθετα και να μην είναι στραβό, ώστε να μπορεί να τσουλάει και να αντέχει.
Κάποιες φορές και ειδικά τα καλοκαίρια όλο και κάποιο μπαλάκι του τένις ή κάποια μπάλα του βόλεϊ θα είχε ξεμείνει από την οικογένεια κάποιου από την παραλία, με αποτέλεσμα να αναβαθμίζεται αισθητά το παιχνίδι μας.
Σαν εναλλακτική υπήρχαν και κάποιες μεγάλες μπάλες που πουλούσαν τα περίπτερα της γειτονιάς και είχαν πάνω τα σήματα μεγάλων ομάδων, γνωστές και ως «αερόμπαλες», αφού από τη στιγμή που σούταρες, ο αέρας ήταν εκείνος που αποφάσιζε την κατάληξή του σουτ.
Υπήρχαν και εκείνες οι ευλογημένες μέρες που η παρέα είχε στη διάθεση της κάποια κανονική, ποδοσφαιρική μπάλα. 
Μία «Select», μια «Mitre» ή κάποια που είχε δέρμα τέλος πάντων. Τότε τα πράγματα σοβάρευαν. Η αδρεναλίνη χτυπούσε κόκκινο και το παιχνίδι είχε την ένταση και το πάθος που θα ζήλευε και ένας τελικός Champions League.
Να παίζεις ποδόσφαιρο με μπάλα της οποίας έχουν φύγει οι ραφές και περισσεύει η σκασμένη σαμπρέλα, αξία ανεκτίμητη.
Ο κάτοχος της μπάλας
Το παιδί που διέθετε την μπάλα ήταν για την παρέα ό,τι ο Πλατινί για την UEFA. Μπορούσε σχεδόν να ορίσει τους κανόνες του παιχνιδιού από την αρχή και όχι μόνο δεν έβρισκε αντιδράσεις από τους υπόλοιπους, αντιθέτως μάλιστα τον είχαμε στα όπα όπα.
Αυτός όριζε την ώρα που θα ξεκινήσει, αλλά και θα τελειώσει το παιχνίδι και όλοι μαζευόμασταν και το «διαλύαμε» με βάση το πρόγραμμά του. 
Αν μάλιστα τον έφερνε ο πατέρας του, καλοπιάναμε και εκείνον, προκειμένου να αφήσει τον φίλο μας να κάτσει περισσότερο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που παρακαλούσαμε τον πατέρα να μας αφήσει την μπάλα με υποσχέσεις ότι θα την προσέχαμε σαν τα μάτια μας και θα του την επιστρέφαμε σώα την επομένη.
Τα προνόμια του κατόχου της μπάλας πολλές φορές επεκτείνονταν στο να μπορεί να διαλέξει τους συμπαίκτες του, ακόμα και αν δεν του χαμε κάνει ποτέ ξανά αυτή τη χάρη, αφού στην πραγματικότητα ήταν τελείως άμπαλος. 

Ο ορισμός του τέρματος
Στα γήπεδα που αγωνιζόμασταν μικροί είναι προφανές ότι δεν υπήρχαν τέρματα. Αν υπήρχαν, μάλλον δεν θα είχε και κανένα λόγο ύπαρξης το παρόν κείμενο.
Επομένως, πριν από κάθε αγώνα ορίζαμε νοητά το τέρμα. 
Τα κάθετα δοκάρια μπορούσαν να οριστούν με διάφορους τρόπους. Με σχολικές τσάντες, με πέτρες, με νοητά σημάδια από γκράφιτι σε κάποιο τείχο, με τις βάσεις από μπασκέτες, με ό,τι μπορείς να φανταστείς.
Για να 'ναι ίσα τα τέρματα μετρούσαμε βηματάκια, ενώ ήταν άπειρες οι φορές πριν από κάποιο, πέναλτι, κόρνερ ή φάουλ που ο εκάστοτε τερματοφύλακας αναπροσάρμοζε τις διαστάσεις του τέρματός του.
Η μαγεία, όμως, είχε να κάνει με τον ορισμό του οριζόντιου δοκαριού. Τις περισσότερες φορές το οριζόντιο δοκάρι ήταν μέχρι εκεί που έφτανε να πηδήξει ο τερματοφύλακας. Όταν, λοιπόν, ο τερματοφύλακας «έτρωγε» κάποιο γκολ με σουτ που πήγαινε ψηλά, ξεκινούσε καβγάς για το πού βρισκόταν το οριζόντιο δοκάρι, συνοδευόμενος από ταυτόχρονα πηδηματάκια με τεντωμένα χέρια από όλους μας για να δείξουμε ότι δεν φτάναμε το σημείο από το οποίο πέρασε η μπάλα. 

Πώς χωριζόμασταν σε ομάδες
Πριν μπουν τα «αριθμάκια» στη ζωή μας, είχαμε έναν πιο ευφάνταστο τρόπο για να ορίζουμε τις ομάδες. Δυο παιδιά, συνήθως οι καλύτεροι παίκτες ή ο κάτοχος της μπάλας, στεκόντουσαν ο ένας απέναντι στον άλλο και έκαναν «βηματάκια» για να δουν ποιος θα διαλέξει πρώτος παίκτη.
Θυμάστε τι ήταν τα βηματάκια; Στεκόντουσαν τα δύο παιδιά, το ένα απέναντι στο άλλο σε εύλογη απόσταση και έλεγαν εναλλάξ ονόματα ποδοσφαιρικών ομάδων ή παικτών. Για κάθε συλλαβή της λέξης που έλεγαν έκαναν και ένα βήμα προς τον «αντίπαλο». Όποιος πατούσε πρώτος τον αντίπαλό του, είχε το bonus να διαλέξει πρώτος παίκτη. Κι αν νομίζεις πώς τα «βηματάκια» ήταν κάτι τυχαίο, είσαι γελασμένος.
Υπήρχε τακτική, αφού χρησιμοποιούσαμε και πλαγιαστά «βηματάκια» προκειμένου να μείνουμε μακριά από τον αντίπαλο, αν θεωρούσαμε πως θα μας πατούσε πρώτος.
Αφού έβγαινε ο νικητής της παραπάνω διαδικασίας, συνήθως επέλεγε τον καλύτερο παίκτη ή αυτόν που ξέραμε πως θα κάτσει τερματοφύλακας σε όλο τον αγώνα χωρίς να γκρινιάξει και χωρίς να ζητήσει να παίξει καθόλου μέσα.
Όσον αφορά τον τερματοφύλακα, αν δεν υπήρχε κάποιος που θα καθόταν με την θέλησή του -πράγμα σπάνιο- τότε μπαίναμε όλοι τέρμα μέχρι να φάμε ένα γκολ. Επειδή, κάποιοι το έτρωγαν επίτηδες για να ξαναμπούν γρήγορα μέσα, βάζαμε άλλους κανόνες όπως «φάμε-βάλουμε δύο» ή χρονομετρούσαμε τη θητεία του καθενός στο τέρμα. Αν ο αριθμός των παιδιών ήταν μονός, η ομάδα με το πιο αδύναμο «ρόστερ» έπαιρνε τον παίκτη παραπάνω. 

Όταν χάναμε την μπάλα
Πόσες φόρμες και σορτσάκια έχουν σκιστεί στην προσπάθεια μας να φτάσουμε με τα πόδια την μπάλα που είχε καρφωθεί κάτω από κάποιο αυτοκίνητο ή είχε μπει σε κάποιο χώρο που έπρεπε να πηδήξουμε ένα συρματόπλεγμα;
Πόσες κλωτσιές έχουμε ρίξει ομαδικά στους κορμούς δέντρων για να πέσει η μπάλα που είχε σφηνώσει σε κάποιο κλαδί; 
Τις περισσότερες φορές τα παραπάνω γινόντουσαν ενώ φωνάζαμε εν χορώ: «πού ναι η μπάλα, οέο πού ναι η μπάλα».
Επίσης, άπειρες ήταν οι φορές που η μπάλα πήγαινε σε συγκεκριμένο μπαλκόνι ή έσπαγε τα ποτήρια στα τραπέζια συγκεκριμένης κάθε φορά καφετέριας και εμείς παρακαλάγαμε τον ιδιοκτήτη να μας την δώσει πίσω και υποσχόμασταν για χιλιοστή φορά πως η συγκεκριμένη ήταν η τελευταία που συνέβαινε κάτι τέτοιο. 

Το λεξικό του ποδοσφαίρου

Υπήρχαν μια σειρά από φράσεις και λέξεις που λέγαμε όσοι παίζαμε μπάλα που δεν καταλάβαινε κανείς πλην των συμμετεχόντων.
Φυσικό εμπόδιο: Την συγκεκριμένη φράση την αναφέραμε όταν παίζαμε ποδόσφαιρο σε κάποια πλατεία και η μπάλα έπεφτε σε κάποιον διερχόμενο. 
Λέγοντας «φυσικό εμπόδιο» εννοούσαμε πως το παιχνίδι συνεχίζεται κανονικά, αφού το να συμβεί κάτι τέτοιο ήταν αναμενόμενο.
Περίπτερο/καφενείο: Έτσι αποκαλούσαμε τον παίκτη που ελλείψει offside άραζε στην άμυνα του αντιπάλου και δεν το κουνούσε αν δεν ερχόταν η μπάλα στα πόδια του. Προφανώς, το «καφενείο» δεν γυρνούσε ποτέ στην άμυνα.
Παγκότερμα / μπακότερμα: Όχι, δεν είναι ανακάλυψη του Νόιερ. «Παγκότερμα» είχαμε συνήθως όταν στο τέρμα καθόταν κάποιος πολύ καλός παίκτης ή κάποιος που βαριόταν να κάτσει τέρμα. Επομένως όταν η ομάδα του ήταν στην επίθεση έβγαινε και αυτός μπροστά, διατηρώντας ταυτόχρονα την ιδιότητα του τερματοφύλακα.
Γκελάκια/αγγελάκια/ποδαράκια: Με αυτή τη λέξη εννοούσαμε τα χτυπήματα που μπορούσε να κάνει κάποιος με την μπάλα χωρίς να πέσει εκείνη στο έδαφος. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κάναμε διαγωνισμό για το ποιος έκανε τα περισσότερα.
Καραβολίδα: Το πάρα πολύ δυνατό σουτ. Υπήρχε μάλιστα ο άγραφος κανόνας σύμφωνα με τον οποίο απαγορεύονταν οι «καραβολίδες» από κοντά, κυρίως μετά από απαίτηση του άτυχου που τον έβαζαν πάντα τέρμα. Παραβίαση του συγκεκριμένου κανόνα ήταν λόγος για καβγά.
Ξερόμυτο: Το πολύ δυνατό σουτ που γινόταν με την μύτη του παπουτσιού.
Μπεκάτσα/τσαρούχι/στα περιστέρια: Το πολύ άστοχο σουτ που δεν έβρισκε στόχο και θεωρητικά πήγαινε στα πουλιά.
 
Οι κανόνες
Το γεγονός ότι παίζαμε ποδόσφαιρο, δεν σημαίνει πως οι κανόνες ήταν δεδομένοι. Προφανώς δεν υπήρχε offside, ενώ ένα ξακαθάρισμα που κάναμε από την αρχή του ματς ήταν το αν θα παίζαμε με «τους παλιούς ή με τους καινούργιους κανόνες». Το γεγονός ότι στην προηγούμενη πρόταση χρησιμοποιούσαμε πληθυντικό δεν είχε απολύτως κανένα νόημα, αφού στην ουσία ο μοναδικός κανόνας που άλλαζε ήταν το «έμμεσο».
Σύμφωνα με τους παλιούς κανόνες, μπορούσαμε να γυρίσουμε την μπάλα στον τερματοφύλακα και εκείνος να την πιάσει με τα χέρια, χωρίς να καταλογιστεί έμμεσο. Ενώ, με βάση τους καινούργιους, δεν μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο.
Δεν μετράνε οι σπόντες: Ο συγκεκριμένος κανόνας έβρισκε εφαρμογή σε γήπεδα που περιλάμβαναν τείχους, όπως τα προαύλια σχολείων. Με αυτό τον κανόνα ξεκαθαρίζαμε το κατά πόσο θα μπορούσαμε να ντριμπλάρουμε κάνοντας σπόντες με τον τοίχο.
Στα τρία κόρνερ πέναλτι: Αυτός ο κανόνας αφορούσε τα μονά και συνέβαινε αυτό ακριβώς που περιγράφει. Όταν μια ομάδα έβγαζε την μπάλα τρεις φορές άουτ, οι αντίπαλοι χτυπούσαν πέναλτι.
«Αυτό δεν το είχαμε πει από την αρχή»: Η ατάκα αυτή λειτουργούσε ως κανόνας πάνω από τους κανόνες. Αν για παράδειγμα δεν είχαμε ξεκαθαρίσει από την αρχή αν θα παίζαμε π.χ. με σπόντα ή χωρίς, μόλις κάποιος έλεγε αυτή την ατάκα έθετε θέμα για τους κανόνες του παιχνιδιού από εκείνη τη στιγμή και μετά. Συνήθως ήταν λόγος για να ξεσπάσει σύρραξη στο γήπεδο. 

Η «φάση»
Η συγκεκριμένη λέξη αποτελεί την πιο «δημιουργική ασάφεια» του ποδοσφαίρου των παιδικών μας χρόνων. 
Όταν το παιχνίδι έφτανε χρονικά προς την λήξη του, η ομάδα που καιγόταν να ισοφαρίσει ή να πλησιάσει στο σκορ άρχιζε να φωνάζει «φάση».
Λέγοντας «φάση» στην ουσία εννοούσε πως έπρεπε να γίνει ακόμα μια φάση πριν να ολοκληρωθεί το παιχνίδι. Ποτέ, όμως, δεν είχε διευκρινιστεί με σαφήνεια αν η φάση τελείωνε όταν η μπάλα έβγαινε άουτ, πλάγιο, γινόταν φάουλ ή έμπαινε γκολ.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλές φορές η «φάση» να πλησιάζει σε διάρκεια ολόκληρο το μέχρι τότε παιχνίδι. Κατά τη διάρκεια της «φάσης» έχουν μπει τα πιο επικά γκολ, έχουν γίνει οι πιο εντυπωσιακοί πανηγυρισμοί και έχει πέσει το περισσότερο ξύλο στην ιστορία του ποδοσφαίρου της «αλάνας». 

Τα παιχνίδια
Πέρα από το κλασικό «διπλό» υπήρχε μια σειρά ποδοσφαιρικών παιχνιδιών που παίζαμε είτε για «ζέσταμα» είτε γιατί δεν μαζευόμασταν ο απαραίτητος αριθμός ατόμων για «διπλό’.
Πασούλες και σουτ: Μέχρι να μαζευτούμε για να αποφασίσουμε τι θα παίξουμε, όσοι είχαν πάει νωρίτερα στο «γήπεδο» έκαναν πάσες και σούταραν στον τερματοφύλακα. Τόσο απλό!
Μονό ή μονάκι: Στο μονό συνήθως συμμετείχαν 3 ή 5 άτομα.
Ένας εναντίον ενός ή δύο εναντίον δύο και ένας τερματοφύλακας. Το παιχνίδι ξεκινούσε με τον τερματοφύλακα να έχει γυρισμένη την πλάτη προς τους παίκτες και να τους πετάει την μπάλα στα τυφλά για λόγους αξιοκρατίας. Στο μονό έβρισκε εφαρμογή ο κανόνας «στα τρία κόρνερ πέναλτι».
Ένας άλλος κανόνας που ίσχυε στο μονό ήταν πως για να μετρήσει ένα γκολ θα έπρεπε η μια ομάδα να έχει περάσει τουλάχιστον έναν από τους αντιπάλους. Ο μοναδικός τρόπος για να μετρήσει το γκολ χωρίς να περάσεις τον αντίπαλό σου ήταν να βάλεις γκολ απευθείας από την επαναφορά του τερματοφύλακα, χωρίς εκείνη να έχει προλάβει να ακουμπήσει στο έδαφος.
Πρωταθληματάκια: Όταν υπήρχαν πολλά άτομα, αλλά βαριόμασταν να παίξουμε διπλό, χωριζόμασταν σε ομάδες των δύο ατόμων και παίζαμε knock-out μονάκια, μέχρι να αναδειχθεί ο πρωταθλητής.
Γερμανικό/άγια: Για το παιχνίδι αυτό χρειαζόταν ένας τερματοφύλακας και δύο έως τέσσερις παίκτες (παραπάνω δεν ήταν βολικό). Σε αυτό το παιχνίδι έπρεπε να σκοράρεις μετά από πάσα χωρίς η μπάλα να πέσει στο έδαφος. 
Ανάλογα με τον τρόπο που θα έβαζες το γκολ έπαιρνες και πόντους. Για απλό σουτ έπαιρνες έναν πόντο, για κεφαλιά δύο, για ψαλιδάκι -λέμε τώρα- πέντε.
Αφιερωμένο σε όσους συνεχίζουν να παίζουν σε αλάνες. 

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki