Η αληθινή ιστορία μιας κοπέλας που πέρασε από την κακοποίηση στην ευτυχία
«Μου λείπει η μητέρα μου, αλλά δεν την αποζητώ»
Είναι πολύ άσχημο να βλέπεις τη μητέρα σου, το πρότυπό σου, να υποτάσσεται σε έναν άνδρα ο οποίος ήταν ένας άνθρωπος άκυρος, τελείως άκυρος όμως. Ένας άνθρωπος που δεν θέλω να δω ποτέ στη ζωή μου. Θεωρώ ότι αν δω τη μαμά μου, πλέον είμαι τόσο δυνατή που μπορώ να την αντιμετωπίσω, δεν τη φοβάμαι, ενώ εκείνον δεν ξέρω...
Τα παιδικά χρόνια της Χριστίνας ήταν γεμάτα μεταφορές ναρκωτικών και πολύ ξύλο
Την είχαμε δει. Σίγουρα κάποιοι από εμάς την είχαμε δει. Ένα μελαχρινό κοριτσάκι, με σημάδια από χτυπήματα στο πρόσωπο να προχωράει βιαστικά στους δρόμους της Αθήνας. Συνήθως κρατούσε μια παιδική τσάντα με ένα ζωγραφισμένο σκυλάκι. Ποτέ κανείς όμως δεν προσπάθησε να της μιλήσει. Να τη ρωτήσει για τα σημάδια στο πρόσωπο, να ενδιαφερθεί πού πηγαίνει. Ομόνοια, Πλατεία Βάθη, Ζεφύρι, Ρέντης. Σε αυτές τις περιοχές πήγαινε. Έδινε το δέμα σε αυτούς που την περίμεναν, έπαιρνε τα χρήματα και έκανε μεταβολή για το σπίτι. Παρέδιδε τα λεφτά στη μητέρα της και κούρνιαζε στην παιδική της γωνιά. Η ιστορία της Χριστίνας δεν μπορεί να γίνει εύκολα πιστευτή. Αστυνομικοί όμως, κοινωνικοί λειτουργοί, εισαγγελείς και ψυχολόγοι με βεβαιώνουν ότι έτσι έγινε.
Πατέρα δεν γνώρισε και η μητέρα της ζούσε με έναν τύπο που εμπορευόταν ηρωίνη. Η Χριστίνα ήταν το βαποράκι τους. Κάποια στιγμή η Αστυνομία τους έπιασε, τους έβαλε φυλακή και η Χριστίνα με τον Σπύρο, τον μικρό της αδελφό, «δόθηκαν» στη μάνα του τύπου με την ηρωίνη. Ξύλο, ξύλο, ξύλο ήταν το νέο σκηνικό στη ζωή της Χριστίνας και του Σπύρου. Ώσπου μια μέρα άνοιξαν την πόρτα και έτρεξαν.
Για πες μου για τη μέρα που αποφασίσατε να φύγετε με τον αδελφό σου.
Ήταν Παρασκευή, η τελευταία μέρα του σχολείου, κι ο αδερφός μου δεν είχε έρθει. Είχε φάει τόσο ξύλο την προηγούμενη μέρα που τα σημάδια δεν τον άφηναν να έρθει στο σχολείο. Το έσκασε όμως απ΄ το σπίτι και ήρθε στο σχολείο να με βρει. Ξέραμε ότι η μόνη λύση ήταν να πάρουμε ένα καράβι και να φύγουμε. Και ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε με τα πόδια προς το λιμάνι.
Γιατί προς το λιμάνι;
Έτσι σκεφθήκαμε. Ότι αν μπούμε σε ένα πλοίο θα ξεφύγουμε. Στον δρόμο ακούγαμε σειρήνες από περιπολικά και νομίζαμε ότι μας ψάχνανε. Κλαίγαμε, γιατί δεν θέλαμε να γυρίσουμε πίσω. Ο αδερφός μου πεινούσε κιόλας. Ένας περιπτεράς όμως μας έδωσε μπισκότα.
Σε ποιο πλοίο μπήκατε;
Σε ένα που πήγαινε για τη Σίφνο. Τυχαία το επιλέξαμε. Ήταν αυτό που έφευγε εκείνη την ώρα. Ακολουθήσαμε μια οικογένεια και μπήκαμε μέσα.
Για να νομίζουν ότι ήσασταν και εσείς της οικογενείας;
Ναι, είχαν και αυτοί παιδιά και κολλήσαμε από πίσω τους. Και δεν μας υποψιάστηκε κανείς.
Μπήκαμε στο καράβι και καθίσαμε κάτω, εκεί που παρκάρουν τα αυτοκίνητα. Νομίζαμε ότι έτσι θα σωθούμε. Ότι θα φύγει το καράβι κι ότι θα φύγουμε κι εμείς και δεν θα μας βρει ποτέ κανένας. Μας βρήκε γρήγορα όμως ένας μηχανικός, υποψιάστηκε ότι κάτι τρέχει και μας πήγε πάνω στον καπετάνιο.
Τι του είπατε του καπετάνιου;
Ο αδερφός μου φοβήθηκε και του είπε την αλήθεια ότι το είχαμε σκάσει από το σπίτι. Εγώ συνέχισα να λέω ψέματα ότι ταξιδεύαμε με τους γονείς μας αλλά τους είχαμε χάσει. Ήθελα να φύγει το καράβι για να μη μας γυρίσουν πίσω. Ο καπετάνιος τελικά ήταν έξυπνος και ευαίσθητος άνθρωπος και κατάλαβε αμέσως ότι κάτι τρέχει. Δυο μέρες μείναμε στο καράβι και όταν γυρίσαμε στον Πειραιά εμείς παρακαλούσαμε να μη μας γυρίσουν πίσω.
Δεν θέλαμε ούτε συγγενή ούτε κανέναν. Τότε ο καπετάνιος σκέφτηκε το «Χαμόγελο του Παιδιού». Ουσιαστικά αυτός ο άνθρωπος ήταν ο σωτήρας μας.
Οι δικοί σας δεν σας έψαχναν;
Μας έψαχναν, αλλά δεν είχε νόημα. Ήταν ήδη αργά. Να μας κάνουν τι; Εμείς είχαμε δείξει σε όλους τα σημάδια μας. Και μας πήγαν στο «Χαμόγελο». Δεν υπήρχε κενό δωμάτιο στο σπίτι της Νίκαιας, αλλά ο κ. Κώστας (σ.σ.: ο Γιαννόπουλος, ο επικεφαλής του «Χαμόγελου») σκέφτηκε ότι εντάξει, για να φύγουν 2 παιδιά από το σπίτι τους κάτι σοβαρό θα συνέβαινε και αποφάσισε να μας δεχτούν στο σπίτι τους και να κοιμηθούμε για λίγες μέρες στον καναπέ.
Για περιέγραψέ μου μία από τις κακές μέρες.
Μια μέρα με είχαν στείλει σε έναν καταυλισμό, να δώσω ένα δέμα και να πάρω ένα μεγάλο ποσό. Επειδή ήμουνα μικρή δεν θα με υποψιαζόταν κανείς.
Ήξερες τι μεταφέρεις;
Ήξερα ότι μεταφέρω ναρκωτικά, αλλά με είχαν κάνει να πιστεύω ότι δεν είναι κάτι κακό κι ότι είναι κάτι το οποίο πρέπει να το προσέξω πολύ και να μην τους προδώσω γιατί έτσι θα πρόδιδα τη μητέρα μου. Πήγα λοιπόν μόνη μου. Φοβόμουνα πάρα πολύ τους άλλους γύρω μου, αλλά δεν έπρεπε να το δείξω, έπρεπε να φερθώ σαν μεγάλη. Κι όταν τους έδωσα λοιπόν αυτό που έπρεπε να τους δώσω, κάνανε χρήση μπροστά μου. Είχαν πάρει κάτι σαν αλουμινόχαρτο κι έβαλαν λίγη από τη σκόνη επάνω, είδα όλη τη διαδικασία δηλαδή. Νόμιζα ότι εντάξει, ή θα με σκοτώσουνε ή δεν ξέρω τι.
Αυτό συνέβαινε συχνά;
Μία μέρα με είχαν στείλει σε έναν καταυλισμό, να δώσω ένα δέμα και να πάρω ένα μεγάλο ποσό. Ήξερα ότι μεταφέρω ναρκωτικά, αλλά με είχαν κάνει να πιστεύω ότι δεν είναι κάτι κακό κι ότι είναι κάτι το οποίο πρέπει να το προσέξω πολύ και να μην τους προδώσω, γιατί έτσι θα πρόδιδα τη μητέρα μου. Όταν τους έδωσα λοιπόν τα ναρκωτικά κάνανε χρήση μπροστά μου
Ναι, πολλές φορές, για πολλούς μήνες. Ξύπναγα, ήξερα εντάξει ότι η μαμά μου δεν ήταν εκεί για μένα, ήταν μόνο για εκείνον και μόνο για να κανονίζει τα δρομολόγια, το πώς θα γίνει το εμπόριο. Μου έλεγε θα πας «εκεί» και θα δώσεις «αυτό».
Η μητέρα σου έπαιρνε και αυτή ναρκωτικά;
Από όσο ξέρω δεν έκανε χρήση. Ήταν αρκετά έξυπνη για να μην κάνει χρήση. Έξυπνη;
Ο φίλος της;
Ούτε εκείνος, δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά, αλλά απ΄ ό,τι ξέρω όχι. Είναι πολύ άσχημο να βλέπεις τη μητέρα σου, το πρότυπό σου, να υποτάσσεται σε έναν άνδρα ο οποίος ήταν ένας άνθρωπος άκυρος, τελείως άκυρος όμως. Ένας άνθρωπος που δεν θέλω να δω ποτέ στη ζωή μου. Θεωρώ ότι αν δω τη μαμά μου, πλέον είμαι τόσο δυνατή που μπορώ να την αντιμετωπίσω, δεν τη φοβάμαι, ενώ εκείνον δεν ξέρω.
Τελικά τους έκλεισαν στη φυλακή;
Τους έπιασαν 30 Ιανουαρίου. Ήταν βράδυ, ήμασταν στο σπίτι, η μαμά μου, ο φίλος της, η μαμά του, ο μικρός μου αδερφός κι εγώ. Σπρώχνουν την πόρτα και μπαίνουν μαζί πολλοί αστυνομικοί. Άρχισαν να ψάχνουν, εμείς κλαίγαμε, είχαμε τρομοκρατηθεί, φωνάζαμε, τελικά πρέπει να βρήκαν μια μεγάλη ποσότητα και μας έσυραν όλους στο περιπολικό.
Εσύ τι τους είπες;
Στην αρχή τους έλεγα ψέματα. Μετά όμως ήρθε ένας αστυνομικός και μου μίλαγε πολλή ώρα. Ώσπου κάποια στιγμή γυρνάω και του λέω «άμα σας πω δεν θα το πείτε σε κανένα;». Γέλασε.
Κι αφού τους έβαλαν στη φυλακή,γιατί δεν σε πήγανε κάπου εσένα με τον αδελφό σου και σε αφήσανε με τη μητέρα του φίλου της μητέρας σου;
Δεν ξέρω γιατί. Αν και τώρα ξέρω ότι έπρεπε να κάνουν κάτι. Έπρεπε να μη μας αφήσουν σε εκείνη τη γυναίκα. Τη γριά. Δεν έφταναν όσα είχαμε περάσει όλα τα προηγούμενα χρόνια δηλαδή, έπρεπε να υποστούμε και αυτό.
Περάσατε άσχημα κοντά της.
Μας χτύπαγε τόσο πολύ σαν αυτά που βλέπουμε στην τηλεόραση και λέμε είναι ψεύτικα. Ήταν μια γυναίκα που είχε πολλά ψυχολογικά προβλήματα. Πολλά όμως. Προκειμένου να βγάλει τον θυμό της για ό,τι είχε συμβεί στη δική της ζωή, έπρεπε να χτυπάει κάποιον.
Πώς σας χτυπούσε;
Είτε με τις κουτάλες της κουζίνας, είτε με τα χέρια της, είχε φοβερή δύναμη. Απ΄ τα νεύρα της; Δεν ξέρω. Μια φορά με είχε χτυπήσει με την καρέκλα, μας έσερνε από τα μαλλιά, μας χτύπαγε στον τοίχο. Και όταν γεμίζαμε αίματα μας έριχνε στον νεροχύτη και μας ξέπλενε.
Με ποιες αφορμές;
Με καμία αφορμή. Μπορεί να μην ήθελα να φάω ή μπορεί να αργούσα 5 λεπτά να γυρίσω από το σχολείο. Δεν χρειαζόταν αφορμή. Έκλεινε το τηλέφωνο, είχε θυμώσει με κάτι και μας χτύπαγε.
Έχεις δει τη μητέρα σου στη νέα σου ζωή;
Ήμουνα αναγκασμένη να τη δω όταν ήταν στη φυλακή, γιατί δεν μπορούσε να πιστέψει ότι την αρνήθηκαν τα παιδιά της. Περίμενα τη στιγμή που θα τη δω ότι θα λυγίσω. Ήταν το 2006 ή το 2007. Έχω διαγράψει και την ημερομηνία. Περίμενα ότι θα ήταν μια γυναίκα ταλαιπωρημένη, ότι θα έδειχνε κάπως τον πόνο της. Ακριβώς το αντίθετο, ήταν μια γυναίκα καλοφτιαγμένη, όμορφη, σχετικά όμορφη, γιατί εγώ δεν την έβλεπα όμορφη και πολύ δυναμική, λες και δεν συνέβαινε τίποτα, λες και την είδαμε και χθες. Ήταν μια από τις χειρότερες μέρες που είχα περάσει εκείνη τη χρονιά.
Την έχεις αθωώσει τη μητέρα σου μέσα σου;
Υπήρξε μια περίοδος που κατηγορούσα συνέχεια τον εαυτό μου κι έλεγα ότι εγώ φταίω. Προσπαθούσα να τη δικαιολογήσω. Σήμερα όχι. Δεν είναι ότι της κρατάω κακία, απλά έχει βγει εκτός, εκτός από τη ζωή μας. Πολλές φορές όμως όταν ακούω τους φίλους μου να είναι με τους γονείς τους νιώθω παράξενα, η αλήθεια είναι αυτή. Μου λείπει, αλλά δεν την αναζητώ.
Πες μου για μια ωραία μέρα.
Για μια ωραία μέρα; Α! ήταν στο φεστιβάλ που είχαμε στο σχολείο. Ζωγραφίζαμε πήλινα με τον δάσκαλό μας. Μου άρεσε πολύ να ζωγραφίζω. Και κάναμε μια έκθεση, συμμετείχε και ο αδερφός μου. Η μητέρα μου ήταν στη φυλακή, αλλά είχαμε τους φίλους μας, κοιτάζαμε αυτά που είχαμε κάνει και τα βρίσκαμε ωραία.
Πώς σκέφτεσαι τη ζωή σου ύστερα από δέκα χρόνια;
Να έχω φίλους, αληθινούς, οι οποίοι είναι αυτοί που έχω και τώρα. Αν γίνω μαμά να είμαι καλή μαμά. Καλύτερη από εκείνη, τουλάχιστον. Να έχω τελειώσει το πανεπιστήμιο και να ακολουθήσω τελικά το όνειρό μου, που είναι η διακόσμηση και το θέατρο, και να είμαι ένας καλός άνθρωπος. Ναι, εντάξει, ακούγεται μικρό, άλλα είναι πολύ σπουδαίο.
«Δεν έχουμε πού να τα πάμε όλα τα κακοποιημένα παιδιά»
Τη Χριστίνα τη γνώρισα αρχές Σεπτεμβρίου. Στην αρχή, μου τα έλεγε όλα με μισόλογα. Μια ερώτηση της έκανα, με δύο απαντούσε. Χωρίσαμε τότε, την πρώτη φορά, χωρίς να μου τα έχει πει όλα.
Αρχές Οκτωβρίου ταξίδεψα στην Κέρκυρα. Μέσα στο δάσος, εκεί που κάποτε ήταν το Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου είναι τώρα ένα από τα σπίτια του Χαμόγελου του Παιδιού. Αγόρια δαρμένα, κορίτσια σεξουαλικά κακοποιημένα, παιδιά που υπέφεραν- 15 αγόρια- 11 κορίτσια, τα περισσότερα πιτσιρίκια και 4-5 φοιτητές, ανάμεσά τους και η Χριστίνα.
Έτσι σε αυτό το σπίτι όλοι έχουν να φροντίσουν κάποιον. Τα μικρότερα θα στρώσουν το τραπέζι, τα μεγαλύτερα θα τα βοηθήσουν στα μαθήματα, κάποιοι θα ασχοληθούν με τα ζώα.
Τα περισσότερα τρόφιμα φτάνουν εδώ από δωρεές. Οι παιδαγωγοί είναι παρόντες, αλλά διακριτικοί. Τα παιδιά πρέπει να μάθουν να τα βγάζουν πέρα μόνα τους. Εδώ είναι πια το σπίτι τους. Έτσι μου το αναφέρουν συνεχώς. «Το σπίτι μας».
Στους 11 ξενώνες του Χαμόγελου, έχουν βρει καταφύγιο 252 παιδιά. Στις γειτονιές όμως συνεχίζουν να κυκλοφορούν κακοποιημένα παιδιά. «Δεν μπορούμε να τα μαζέψουμε όλα, γιατί δεν έχουμε πού να τα πάμε», θα μου πει ένας εισαγγελέας.
Όταν ξεκίνησα για την Κέρκυρα, ένας ειδικός με συμβούλευσε: «Να αφήσεις τα παιδιά να μιλήσουν, ν΄ ακουστούν. Η κακοποίηση πρέπει να πάψει να είναι μυστικό, στο σπίτι, στο σχολείο, στη γειτονιά. Η κοινωνία, ο καθένας μας δηλαδή, χρειάζεται να ακούσει και να αντιδράσει».
«Και να συνδράμει», μου συμπληρώνει η Χριστίνα, που τώρα πια μεγάλωσε και ξέρει.
ΣΥΝΈΝΤΕΥΞΗ: ΣΤΑΥΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009