Sunday 18 February 2018

Η ωραιότερη λέξη της ελληνικής γλώσσας!

«Ποία είναι η ωραιοτέρα λέξις της ελληνικής γλώσσης;» αναρωτιόταν ο Πέτρος Χάρης (Ιωάννης Μαρμαριάδης 1902-1998) πριν από περίπου 80 χρόνια και ξεκινούσε ένα όμορφο δημοσιογραφικό παιχνίδι, δημοσιεύοντας τις απόψεις των σπουδαιότερων λογοτεχνών, δημοσιογράφων αλλά και πολιτικών της εποχής· μιας εποχής κατά την οποία κυρίως ο κόσμος των Τεχνών και των Γραμμάτων ερωτοτροπούσε με τη γλώσσα μας, επηρεασμένος σαφώς από την εθνική πολιτική και τον αστικό εκσυγχρονισμό της σχολικής γνώσης που διαμόρφωνε τη νέα ελληνική γλώσσα.
Νομοσχέδια και γλωσσο-εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις από το 1913 και εντεύθεν, καθώς και το νεοφιλελληνικό γλωσσικό κίνημα που αναπτύχθηκε στο εξωτερικό –κυρίως στη Γαλλία με αιχμή την ίδρυση του Ινστιτούτου της Σορβόνης (1920) από τον Hubert Pernot (1870-1946)– έδιναν νέες διαστάσεις στην ευρεία κατανόηση και διάδοση του ελληνικού πνεύματος τόσο στο εσωτερικό όσο και στην Ευρώπη.
Την ώρα που το παιχνίδι αυτό παιζόταν στον Τύπο της Γαλλίας, στην Ελλάδα ο Π. Χάρης, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι στον τόπο μας ακόμη και η καθημερινή γλώσσα χώριζε τους ανθρώπους σε στρατόπεδα, καλούσε τους διανοούμενους να απαντήσουν.

Έτσι, ο Κωστής Παλαμάς απάντησε ότι η ωραιότερη λέξη είναι ο «δημοτικισμός», ο Γρηγόρης Ξενόπουλος έβρισκε γοητεία στη λέξη «αισιοδοξία», ο Σπύρος Μελάς χωρίς δισταγμό έβρισκε πιο ελκυστική τη λέξη «ελευθερία» και ο στιλίστας Ζαχαρίας Παπαντωνίου εξήρε την ομορφιά της λέξης «μοναξιά».
Ο ζωγράφος και καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών Ουμβέρτος Αργυρός επέλεγε τη λέξη «χάρμα» διότι, όπως υποστήριζε, δεν υπάρχει σε καμία άλλη γλώσσα και στα πέντε γράμματά της κλείνει ό,τι χίλιες άλλες λέξεις μαζί.
Ο Σωτήρης Σκίπης ανέσυρε τη λέξη «απέθαντος» από τα βυζαντινά κείμενα, διαχωρίζοντάς την από τη λέξη «αθάνατος», και ο Παντελής Χορν δήλωσε παντοτινή προτίμηση στη λέξη «νειάτα».
Ο αλησμόνητος Αθηναιογράφος Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους, παρά τα χρόνια του, προτιμούσε τη λέξη «ιμερτή», δηλαδή την αγαπητή, την ποθητή. 
Ο θεατράνθρωπος Νικόλαος Λάσκαρις τη «ζάχαρη», ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος τη λέξη «χίμαιρα», ο ζωγράφος Παύλος Μαθιόπουλος το «φως» και ο γλύπτης Μιχαήλ Τόμπρος τη λέξη «ουσία».
Ο Παύλος Νιρβάνας (Πέτρος Κ. Αποστολίδης), προφανώς επηρεασμένος από τον τόπο του (Σκόπελο), αγαπούσε τη λέξη «θάλασσα». 
Οι ζωγράφοι αποκάλυπταν τις ευαισθησίες τους: Ο Δημήτριος Γερανιώτης ήθελε την «αρμονία», ο Κωνσταντίνος Παρθένης την «καλημέρα» και ο Δημήτριος Μπισκίνης το «όνειρο».

Ως προς τις γυναίκες που κυριαρχούσαν στην πνευματική ζωή, η λαογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη ήθελε «πίστη», ενώ η 25χρονη ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη, η οποία έμελλε να δολοφονηθεί άδικα στα Δεκεμβριανά του 1944, δήλωνε πως «η λέξις που περικλείει τα περισσότερα πράγματα, τα πάντα θα έλεγα, είναι η λέξις «ΖΩΗ»»!

Η ιατρός και συγγραφέας Άννα Κατσίγρα ήθελε «χαρά» και η καθηγήτρια του Ελληνικού Ωδείου Αύρα Θεοδωροπούλου αναζητούσε την «καλοσύνη».

Ενδιαφέρουσες όμως ήταν και οι απαντήσεις των πολιτικών του 1933:
Ο στρατιωτικός και Πρόεδρος της Γερουσίας Στυλιανός Γονατάς προτιμούσε το «εμπρός», ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου τη λέξη «μάννα» και ο πρόεδρος της Βουλής Θεμιστοκλής Σοφούλης τη λέξη «φιλότιμο» διότι εκφράζει έναν ολόκληρο ηθικό κόσμο και δεν υπάρχει σε άλλη γλώσσα του κόσμου.
Ο αρχηγός του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδος Ιωάννης Σοφιανόπουλος πρότασσε την «ανατολή» και ο ιδρυτής του ίδιου κόμματος Αλέξανδρος Μυλωνάς τη λέξη «πόνος».

Αισιοδοξία, ελευθερία, μοναξιά, νειάτα, ιμερτή, θάλασσα, αρμονία, καλημέρα, όνειρο, πίστη και ζωή είναι λέξεις με τις οποίες πορευόταν η Ελλάδα, πριν από ογδόντα χρόνια. 
Ατένιζε την έξοδο από την οικονομική κρίση, έπαιζε με τη ζωντανή ελληνική γλώσσα και επέτρεπε στην παγκόσμια κοινότητα να βαφτίζεται στα νάματά της.

Πηγή: egriechen.info

Κυριακή της Τυρινής

Η Κυριακή, πριν από την έναρξη της Μεγάλης Τεσσαρακοστής είναι γνωστή και ως Κυριακή της Τυροφάγου ή Τυρινής.
Στις Εκκλησίες διαβάζεται, κατά την πρωινή Θεία Λειτουργία, η περικοπή του Ευαγγελίου του Ματθαίου (κεφ. στ', 14-21), που αναφέρεται στην αξία της συγχώρεσης και της νηστείας. Αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας ψάλλεται ο κατανυκτικός εσπερινός της συγγνώμης, κατά τον οποίο ιερείς και πιστοί αλληλοασπάζονται, ζητώντας συγχώρεση ο ένας από τον άλλο, ενόψει της επερχόμενης Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Η εξορία των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο
Η εξορία των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο
Η Εκκλησία επιτρέπει στους πιστούς την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων, αυγών, ψαριών και ελαιολάδου, απαγορεύει όμως την κρεοφαγία. Από τα κύρια παραδοσιακά φαγητά του τραπεζιού είναι τα μακαρόνια, που συσχετίζονται από τους λαογράφους με τη λατρεία των ψυχών κατά την περίοδο αυτή. Όπως παρατηρεί ο Φαίδων Κουκουλές, αρχικά η λέξη «μακαρώνια» σήμαινε τροπάρια μακαριστικά, αναπαύσιμους μακαρισμούς στις κηδείες ή στα περίδειπνα, στα οποία προσφέρονταν κυρίως ζυμαρικά.

Το δείπνο της ημέρας λαμβάνει τη μορφή συνεστίασης μεταξύ συγγενών και φίλων. Στην Κύπρο, οι οικογένειες κάθε χωριού συγκεντρώνονται σ’ ένα ή δύο σπίτια και δειπνούν όλοι μαζί και διασκεδάζουν, ενώ στην Κάρπαθο παλαιότερα όλες οι οικογένειες δειπνούσαν στο σπίτι του προεστού του χωριού τους.
Στα περισσότερα μέρη το δείπνο της Τυρινής τελειώνει με αβγό και σχετικούς αστεϊσμούς, αλλά και μαντικές παρατηρήσεις. Στη Σύρο, καθώς και σε πολλά άλλα μέρη, κρεμούν ένα αβγό από το ταβάνι και όπως κάθονται όλοι γύρω από το τραπέζι «του δίνουνε μια κουταλιά και φέρνει βόλτα στο τραπέζι και δοκιμάζουνε ο καθένας να το πιάσει με το στόμα του. Με αβγό κλείνομε το στόμα μας για τη Σαρακοστή και τη Λαμπρή πάλι με αβγό το ξανανοίγουμε», παρατηρεί ο Κουκουλές.

Στην Κύπρο, στην περιοχή της Πάφου, υπάρχει το παρόμοιο έθιμο της «Δαγκαννούρας», κατά το οποίο καίουν την κλωστή, με την οποία έχουν δέσει το αβγό. Αν καεί η κλωστή, η χρονιά θα είναι καλή. Και στην περιοχή της Καστοριάς καίνε την κλωστή και παρατηρούν πόσα ψηλά θα καεί, κάνοντας προγνώσεις και ευχές για το ύψος που θα φθάσουν τα στάχυα των σιτηρών που έχουν σπείρει.
Με το δείπνο της Κυριακής της Τυρινής κλείνει ένας γαστρονομικός κύκλος, που σχετίζεται με τη χριστιανική θρησκεία και από την επομένη, Καθαρά Δευτέρα, αρχίζει η σωματική και ψυχική προετοιμασία για το Πάσχα, με την αυστηρή νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Την Κυριακή της Τυροφάγου κορυφώνονται οι καρναβαλικές εκδηλώσεις και αναβιώνουν παραδοσιακά αποκριάτικα έθιμα σε όλη την Ελλάδα. Οι μύθοι και οι θρύλοι της χώρας μας έρχονται στο προσκήνιο και μέσα από τις μεταμφιέσεις, το χορό, το γλέντι και το τραγούδι. Στο επίκεντρο των εορταστικών εκδηλώσεων η Πάτρα, με το ονομαστό καρναβάλι της, αλλά και η Ξάνθη και το Ρέθυμνο με τα δικά τους ξεχωριστά καρναβάλια, που κερδίζουν συνεχώς σε δημοφιλία και αναγνώριση.

Από τα ανά την Ελλάδα έθιμα της ημέρας ξεχωρίζουν:

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki