Αγαπητό μου χαμομηλάκι,
Εχθές έπεσα στην γή...
Κρύωνα και πεινούσα...
Δίπλα σε κάποιο εξωτερικό ψυγείο καθόταν ένας σκύλος...
Τον αγκάλιασα και έκατσα μαζί του κι όμως τίποτα δεν γινόταν...
Ο λεπτός χιτώνας μου δεν μπορούσε να με προστατέψει από τον βοριά.
Γύρω μου παιχνίδιζαν πολύχρωμα φώτα που στην αρχή δεν καταλάβαινα την σημασία τους.
Ένα σπουργίτι μου ψιθύρισε πως οι άνθρωποι τώρα έχουν χριστούγεννα.
Πόσο θλιβερά ήταν εκείνα τα φώτα... Πώς αντέχουν οι άνθρωποι να τα βλέπουν,να ζούν με αυτά;
Πόσο ψυχρά και ψεύτικα ήταν...
Προσπαθούν να κρύψουν την ασχήμια που οι ίδιοι δημιούργησαν καλύπτοντάς την με γιρλάντες,φώτα και κακομαθημένα, δήθεν χαρούμενα, παιδιά.
Κρύωνα περισσότερο...
Ένας δεύτερος σκύλος ήρθε και κούρνιασε στα πόδια μου...
Σε ένα παγκάκι πιο πέρα καθόταν ένας άστεγος,
μαβής από την παγωνιά,με εφημερίδες μέσα από τα ρούχα του.
Κοιτούσε και αυτός τα πολύχρωμα φώτα με απλανές βλέμμα.
"Τώρα θα μας θυμηθούν κι εμάς",
μουρμούρισε θλιμμένα,
"μόνο τώρα"...
Ένα παιδάκι πιο πέρα με σκισμένα παπούτσια έπαιζε με ένα κουτάκι αναψυκτικού.
Στη ζωή του έψαχνε μόνο κάτι να φάει, ίσως κι ένα γλυκό, λίγη ζεστασιά ανθρώπινη χωρίς ψεύτικα φώτα, ανούσια γέλια και άχρηστα παιχνίδια.
Χριστέ μου...
Δέν αντέχω αυτή τη βρώμα, αυτό το εκθαμβωτικό χαρούμενο φώς.
Πώς ζούν οι άνθρωποι, αλήθεια, σε τόση ψευτιά, δεν βλέπουν;
Το παιδί κούρνιασε στην αγκαλιά μου και ο άστεγος μοιράστηκε το ψωμί του μαζί μας. Ήταν γλυκό ψωμί, ίσως το πιο γλυκό που έχω φάει στην ζωή μου. Τα σκυλιά μας προσέφεραν το νερό τους και μέσα στην ψυχή μας,
χωρίς φώτα,χωρίς φωνές,
ο Χριστός γεννήθηκε και ήταν ο κάθε ένας από εμάς...
Εχθές έπεσα στην γή...
Κρύωνα και πεινούσα...
Δίπλα σε κάποιο εξωτερικό ψυγείο καθόταν ένας σκύλος...
Τον αγκάλιασα και έκατσα μαζί του κι όμως τίποτα δεν γινόταν...
Ο λεπτός χιτώνας μου δεν μπορούσε να με προστατέψει από τον βοριά.
Γύρω μου παιχνίδιζαν πολύχρωμα φώτα που στην αρχή δεν καταλάβαινα την σημασία τους.
Ένα σπουργίτι μου ψιθύρισε πως οι άνθρωποι τώρα έχουν χριστούγεννα.
Πόσο θλιβερά ήταν εκείνα τα φώτα... Πώς αντέχουν οι άνθρωποι να τα βλέπουν,να ζούν με αυτά;
Πόσο ψυχρά και ψεύτικα ήταν...
Προσπαθούν να κρύψουν την ασχήμια που οι ίδιοι δημιούργησαν καλύπτοντάς την με γιρλάντες,φώτα και κακομαθημένα, δήθεν χαρούμενα, παιδιά.
Κρύωνα περισσότερο...
Ένας δεύτερος σκύλος ήρθε και κούρνιασε στα πόδια μου...
Σε ένα παγκάκι πιο πέρα καθόταν ένας άστεγος,
μαβής από την παγωνιά,με εφημερίδες μέσα από τα ρούχα του.
Κοιτούσε και αυτός τα πολύχρωμα φώτα με απλανές βλέμμα.
"Τώρα θα μας θυμηθούν κι εμάς",
μουρμούρισε θλιμμένα,
"μόνο τώρα"...
Ένα παιδάκι πιο πέρα με σκισμένα παπούτσια έπαιζε με ένα κουτάκι αναψυκτικού.
Στη ζωή του έψαχνε μόνο κάτι να φάει, ίσως κι ένα γλυκό, λίγη ζεστασιά ανθρώπινη χωρίς ψεύτικα φώτα, ανούσια γέλια και άχρηστα παιχνίδια.
Χριστέ μου...
Δέν αντέχω αυτή τη βρώμα, αυτό το εκθαμβωτικό χαρούμενο φώς.
Πώς ζούν οι άνθρωποι, αλήθεια, σε τόση ψευτιά, δεν βλέπουν;
Το παιδί κούρνιασε στην αγκαλιά μου και ο άστεγος μοιράστηκε το ψωμί του μαζί μας. Ήταν γλυκό ψωμί, ίσως το πιο γλυκό που έχω φάει στην ζωή μου. Τα σκυλιά μας προσέφεραν το νερό τους και μέσα στην ψυχή μας,
χωρίς φώτα,χωρίς φωνές,
ο Χριστός γεννήθηκε και ήταν ο κάθε ένας από εμάς...
DEN KSERO AN TO DIMOSIEFSETE...MA OTAN MPENO APO TON LOGARIASMO MOU STO XAMOMILAKI ME TRELENOUN TA POP PAP..
ReplyDeleteKAI OI APAGOREFSIS...TO EXW VALI SE VINTEO KAI PARA POLOI DIKOI MOU POU TO IDAN MOU IPAN POS ESEIS TO KANETE..THA PARAKALOUSA NA MOU EKSIGISETE TO TI SIMVENI.