Βαθιά χαράματα, και απέναντί της έχει τον Υμηττό. Σκοτάδι ακόμα, μαύρο σύννεφο σκεπάζει την κορυφή με τις κεραίες. Η απόσταση έχει σχεδόν εκμηδενιστεί. Θα ’λεγε πως αν έκανε μερικές εκατοντάδες μόνο βήματα θα έφτανε στο βουνό. Δεν έκανε ακριβώς κρύο. Ήταν μια υγρασία απαίσια που διαπερνούσε το μακρύ μπουφάν και το κασκόλ της. Μια υγρασία που τη διαπερνούσε μέχρι το κόκαλο.
Άναψε τσιγάρο και αφέθηκε στις σκέψεις της. Από το τζάμι του μεγάλου παράθυρου έβλεπε τους αρρώστους που κοιμόντουσαν. Η αναπνοή του πεθερού της ήταν κανονική και ήταν ήρεμος.
Απέναντι ακριβώς από τον δικό της άρρωστο ήταν το μεγάλο δράμα.
Ένας πανύψηλος γέροντας, τόσο ψηλός που και με λυγισμένα τα γόνατα το κρεβάτι δεν τον χωρούσε. Γυμνός εντελώς κάτω από την κουβέρτα του, με δυσκολία ανέπνεε, παρά τη μάσκα οξυγόνου που είχε στο πρόσωπο.
Τον έφεραν από το γηροκομείο και τον παράτησαν, της είπε η νοσοκόμα που έκανε τη βάρδια της, εκνευρισμένη πολύ.
Ξημέρωναν Χριστούγεννα βλέπεις….
Στο κομοδίνο του Νίκου, έτσι τον ονόμασε, επειδή της φάνηκε ότι ήταν πρώην ναυτικός, δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα. Ούτε ταλκ, ούτε οινόπνευμα, ούτε κάτι που να δείχνει ότι κάποιος έρχεται και τον φροντίζει.
Έσβησε το τσιγάρο και μπήκε στο θάλαμο. Πήγε κοντά του. Μια αφόρητη βρώμα χτύπησε τα ρουθούνια της μόλις σήκωσε την κουβέρτα του. Είχε ανοίξει ο δύστυχος. Ακίνητος ποιος ξέρει από πότε, είχε μια τεράστια πληγή πίσω του και ανοιγμένες τις φτέρνες.
Παρά λίγο να βάλει τις φωνές. Κράτησε την ψυχραιμία της και φώναξε τη νευριασμένη «αδερφή». Κάνε κάτι, της είπε, κάνε κάτι… θα σε βοηθήσω.
Τους πήρε μισή ώρα να «περιποιηθούν» της πληγές του. Για μισή ώρα παρακαλούσε το Θεό να τον πάρει το συντομότερο. Κάθισε δίπλα στο δικό της άρρωστο, ελαφρώς ανακουφισμένη.
Έγειρε στο κρεβάτι και αποκοιμήθηκε.
Για λίγο όμως, γιατί ένα ζευγάρι μπήκε μέσα σχεδόν φωνάζοντας. Διατελούσαν εν ευθυμία, είχαν πιει λίγο παραπάνω. Ήταν σαφές ότι από διασκέδαση γυρνούσαν. Για να δούμε, ρε Σούλα, τι κάνει και πάμε για ύπνο, είπε ο «κύριος», ακριβά αλλά κακόγουστα ντυμένος.
— Κοίτα χάλια, είπε με τη σειρά της η «κυρία», τις πληρώνεις να προσέχουν τους αρρώστους κι αυτές κοιμούνται.
— Ξένη είναι, τι περιμένεις; Σχολίασε ο τύπος.
Μιας και δεν υπήρχε άλλη στο θάλαμο, κατάλαβε ότι η μπηχτή ήταν για εκείνη. Την πέρασαν για αποκλειστική νοσοκόμα, και μάλιστα αλλοδαπή.
Δε μίλησε, ίσως γιατί καρφώθηκε το βλέμμα της στο παλτό της «Σούλας».
Δεν πάει ένας μήνας που είχε βγει στα μαγαζιά της Κηφισιάς.
Σε μια πανάκριβη βιτρίνα το ίδιο αυτό παλτό το είχε σταμπάρει. Ξέροντας καλά ότι είναι πανάκριβο, μπήκε για να το δοκιμάσει .
Είναι εξαιρετικό κομμάτι, της είπε η πωλήτρια.
Αντιλόπη γνήσια. Και πράγματι ήταν υπέροχο επάνω της.
Παρά την οικολογική της συνείδηση, ομολόγησε στον εαυτό της, ότι αν είχε τη δυνατότητα ίσως έμπαινε στον πειρασμό να το αγοράσει.
Τώρα το είδε φορεμένο από τη «Σούλα», και αυτό την εκνεύρισε.
Γνήσια αντιλόπη, λοιπόν, η «κυρία»…. Ζώον επί ζώου, σκέφτηκε.
Φλυάρησαν για λίγο πάνω από το κεφάλι του Νίκου,
και μετά βγήκαν στη βεράντα για τσιγάρο.
Πάνω στο κομοδίνο του υπήρχε μόνο μια κάρτα με ευχές για περαστικά, από τον παπά του νοσοκομείου, και ένα κεράκι, βαμμένο με χρυσομπογιά, με δυο Αγιοβασίληδες σκαρφαλωμένους επάνω του για στολίδι.
Της ήρθε μια ιδέα.
Πήρε την κάρτα και έγραψε γρήγορα το παρακάτω κείμενο (απόσπασμα από κάποιο λόγο του Λυσία), όπως το θυμόταν πάνω κάτω:
“…εάν τις λέγει εν τω δήμω, τον πατέρα τύπτων
ή την μητέρα, ή μη τρέφων, ή μη παρέχων οίκησιν,
ούτος εστίν αισχρώς βεβιωκώς, και ο νομοθέτης
ουκ εά αυτόν λέγειν.»
Και από κάτω τη μετάφραση:
«εάν κάποιος ενώ θέλει να πολιτεύεται
(να είναι πολίτης), κτυπά τον πατέρα ή τη μάνα του,
ή δεν τους παρέχει στέγη και τροφή,
είναι παλιάνθρωπος, και ο νομοθέτης
δεν του επιτρέπει να συμμετέχει στα κοινά
και να συμβουλεύει την πόλη.»
Ελπίζοντας ότι κάποια ματιά θα ρίξουν, την έβαλε στη θέση της.
Και πράγματι. Η «Σούλα» αφού έβαλε στο τσαντάκι της το κεράκι
(τι να το κάνει ο γέρος άλλωστε;), άνοιξε την κάρτα.
Είχε μισοκλείσει τα μάτια, αλλά δεν έχασε ούτε μια στιγμή από την αντίδραση και των δυο.
Εκείνη έγινε έξαλλη και τα ‘βαλε με το προσωπικό. Εκείνος της είπε να σκάσει και την έσπρωξε, σχεδόν, για να φύγουν.
Καλά Κριστούγκεννα, τους είπε χαμογελώντας, με την ελπίδα ότι η γαλοπούλα το μεσημέρι, αν κάποια ανθρωπιά τους είχε απομείνει, θα τους έπεφτε κάπως βαριά.
hamomilaki
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment