«Τα παιδιά είναι αθώα· τι φταίνε;» ψιθυρίζει η Λίλη καθώς ανοίγει το πορτάκι ασφαλείας. Την ακολουθώ στην αίθουσα με την πολύχρωμη μοκέτα, τους ήρωες κινουμένων σχεδίων κολλημένους στους τοίχους, τον κλόουν να κάνει γκριμάτσες στην τηλεόραση. Στη θέα της γυναίκας ένα μελίσσι πιτσιρικάδων μάς περικυκλώνει. Είναι η Σάρα, ο Εμάνιουελ, ο Αμπντούλ, η Τζανίν, ο Αλέξανδρος, ο Μάικι. Παιδιά μεταναστών από την Αφρική και βαλκανικές χώρες που έχουν βρει καταφύγιο στο αυτοσχέδιο νηπιαγωγείο της.
Στη διώροφη πολυκατοικία, της οδού Κύθνου στην Κυψέλη, καθημερινά σαράντα γονείς -στην πλειοψηφία τους ανύπαντρες μητέρες- αφήνουν τα παιδιά τους λίγο πριν φύγουν για τη δουλειά (καταβάλλοντας 130 ευρώ μηνιαίως). Πρωί, μεσημέρι, βράδυ, δεν έχει σημασία. Οι πόρτες του ιδιότυπου αυτού νηπιαγωγείου είναι ανοιχτές όλο το 24ωρο. Η δουλειά στο μπαρ, στο εστιατόριο, η δουλειά της καθαρίστριας δεν έχει ωράριο. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι γονείς δεν μπορούν να τα εγγράψουν σε κρατικούς βρεφονηπιακούς σταθμούς.
Οι υπόλοιποι (λόγοι) αναζητούνται στο ανάλγητο πρόσωπο της ελληνικής γραφειοκρατίας. Η έλλειψη δικαιολογητικών όσων εισέρχονται παράνομα στη χώρα οδηγεί συχνά στην απαγόρευση εγγραφής των νηπίων. «Τον Απρίλιο δύο αγοράκια κάηκαν ζωντανά σε ένα υπόγειο στην πλατεία Κολιάτσου. Η μητέρα τους τα έφερνε εδώ όποτε μπορούσε. Εκείνο το βράδυ τα είχε κλειδώσει στο σπίτι», θυμάται με φρίκη η Λίλη.
Στα τρία χρόνια που λειτουργεί το στέκι και στα δέκα προηγούμενα που εργαζόταν ως νταντά, η Λίλη από την Κένυα διαπιστώνει το τέλμα στο οποίο έχουν περιέλθει εκατοντάδες οικογένειες μεταναστών. Ο Κρίστιαν, το ξανθό αγοράκι που κάθεται σιωπηλό στο καρεκλάκι του, είναι μέλος μιας τέτοιας οικογένειας. Ο πατέρας του, που έφυγε πριν από δύο χρόνια για τη Μολδαβία για να παραστεί στην κηδεία ενός στενού συγγενή, δεν έχει καταφέρει να ξαναμπεί στη χώρα. Μόνη, η άρρωστη μητέρα του αγωνίζεται να τον μεγαλώσει.
Πιο άτυχος από τον Κρίστιαν ο Εμάνιουελ, που μου επιδεικνύει με περηφάνια το ξεθωριασμένο του αυτοκινητάκι. Εχουν περάσει δύο χρόνια από την τελευταία φορά που η μητέρα του τον πήγε στο σταθμό. Η γυναίκα συνελήφθη για εμπόριο ναρκωτικών και εκτίει την ποινή της. Εκτοτε το νηπιαγωγείο έγινε το σπίτι του.
Πίσω από κάθε χαριτωμένο προσωπάκι κρύβεται μια παρόμοια ιστορία.
Ο Σαμσιντίν Ιντρίσου, πρώην πρόεδρος του Παναφρικανικού Συνδέσμου, διαβεβαιώνει πως οι ιστορίες είναι το ίδιο σκληρές κι έξω από τα παιδικά στέκια. «Οι γονείς κλειδώνουν τα μικρά στο σπίτι όσες ώρες λείπουν στη δουλειά. Κάποιοι είχαν την ιδέα να βάζουν κασέτες μουσικής για να τους κρατούν παρέα. Γνωρίζω περιπτώσεις παιδιών που στα πέντε τους χρόνια. Επαναλάμβαναν μόνο μια λέξη: κασέτα». Αναγκασμένοι να συγκεντρώνουν ένσημα ώστε να διατηρούν το δικαίωμα ανανέωσης της άδειας παραμονής τους, οι μετανάστες γονείς οδηγούνται σε ακραίες λύσεις. Από το να παίρνουν τα παιδιά στον εργασιακό τους χώρο μέχρι να τα στέλνουν πίσω στην πατρίδα τους. «Εχουν φθάσει στο σημείο να αναρωτιούνται αν έκαναν λάθος που γέννησαν τα παιδιά τους», τονίζει ο κ. Ιντρίσου.
Ποιος μπορεί όμως να ομολογήσει στον Τζέιμς, που καταπίνει τα δάκρυά του, στην Ραϊάν, που με κοιτάζει με μάτια σαν ηλιοτρόπια πίνοντας αχόρταγα από το μπιμπερό της, ποιος μπορεί να πει στα παιδιά που χτυπάνε ρυθμικά παλαμάκια σε κάθε φλας του φωτογράφου ότι είναι ένα λάθος;Το μοναδικό λάθος τους ίσως είναι ότι γεννήθηκαν σε ξένη, αφιλόξενη χώρα.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment