Γεμάτα τα μικρά στρογγυλά τραπεζάκια μέσα και έξω από το καφενείο, γεμάτα από βιαστικούς πελάτες που έρχονται έτσι στα γρήγορα έναν καφέ να πιουν, να στυλωθεί η ψυχή τους, και μετά να ξαναπάνε απέναντι, δίπλα να σταθούν στο δικό τους άνθρωπο, δίπλα ή καλύτερα ένα να γίνουν με τον πόνο και την ανημπόρια, που κατάληψη έχουν κάνει σε όλα τα πατώματα, σε όλα τα δωμάτια του μεγάλου νοσοκομείου και έχουν ποτίσει θαρρείς ολόκληρο το τεράστιο οικοδόμημα.
Ένα καφεδάκι, μια-μια η ρουφηξιά αλλά η σκέψη είναι εκεί, και τα πόδια χορεύουν, σαν να βιάζονται να πάνε πάλι κοντά σε αγαπημένο άρρωστο.
— Κάτσε εδώ, καλά είναι, τι καφέ θες να πάω να φέρω.
Σε λίγο γύρισε με το δισκάκι, δυο νεράκια και δυο καφεδάκια. Λίγα τα λόγια τους αλλά φανέρωναν την έντασή τους, την έγνοια και την ανησυχία τους.
Μια φωνή έκανε και τους δυο να γυρίσουν το κεφάλι.
— Με λένε Άγγελο και, αν επιτρέπετε, θα ήθελα να καθίσω μαζί σας.
Βουβά δόθηκε η άδεια και ο Άγγελος έσυρε την καρέκλα του και κάθισε κοντά τους με τους ώμους γερμένους, όχι τόσο από τα χρόνια όσο από τον πόνο που κουβάλαγε μέσα του.
— Επάνω η Ελένη μου πεθαίνει. Πονάει, πεθαίνει. Όλα έγιναν ξαφνικά. Πονάω μου είπε εδώ. Στη θάλασσα ήμασταν. Οι εξετάσεις έδειξαν καρκίνο στο πάγκρεας. Οι γιατροί μου είπαν να την ξεγράψω. Έτσι ξαφνικά, όλα, σε ενάμιση μήνα.
— Ο Θεός να σας δίνει δύναμη, το καλύτερο να γίνει.
— Ποιος Θεός; Τίποτα δεν υπάρχει, ούτε Θεός ούτε διάβολος. Τι μου λες τώρα; Τίποτα, τίποτα. Χήρα η Αδριανούλα, η κόρη μου και με ένα κάρο αρρώστιες. Εμείς μεγαλώνουμε τη Γιωργίτσα, τη εγγονούλα μας. Τι θα κάνω τώρα; Τι θα κάνω; Ένα φίλο είχα κολλητό 35 χρόνια και τώρα που πλούτισε με πούλησε, ούτε να τη δει δεν ήρθε. Φοβάται μήπως του ζητήσω λεφτά. Σκατά, τίποτα δεν υπάρχει…
Και ξεστόμισε βλαστήμιες ο Άγγελος, βλαστήμιες φοβερές.
— Αν υπάρχει, είναι κακός. Αν ήταν καλός, δε θα είχε φτιάξει έτσι τα πράγματα.
— Άγγελε, σκέψου, πόσο καλά τα έχει φτιάξει.
Έφτιαξε τον κόσμο μας όμορφο, αλλά ασχήμια τον γεμίσαμε.
Σκέψου ποιος φταίει, σκέψου ποιος μολύνει, ποιος χαλάει του Θεού την πλάση.
Ποιος φαρμάκωσε τα τρόφιμα, ποιος τα μετάλλαξε, ποιος πείραξε τα φάρμακα.
Εμείς Άγγελε, εμείς καταστρέφουμε τα πάντα.
Εμείς κάνουμε τους πολέμους και αδιάκριτα σκορπάμε το θάνατο.
Εμείς σκορπάμε την ορφάνια.
Εμείς αδειάζουμε τις αγκαλιές των μανάδων.
Εμείς γεμίσαμε όλων των ειδών τους καρκίνους τον κόσμο.
Εμείς ευθυνόμαστε για εκατομμύρια θανάτους από πείνα, δίψα και αρρώστιες.
Άγγελε, μην τα βάζεις με το Θεό.
Μην αρνιέσαι τον Πατέρα σου και ορφανεύεις, τώρα που περισσότερο από ποτέ Τον χρειάζεσαι.
— Ξέρεις σε πόσα μοναστήρια πήγα, πόσα τάματα έχω κάνει; Είπε αυτός και η φωνή του είχε μαλακώσει. Το πρόσωπό του ημέρευε.
— Δε μας χρωστάει ο Θεός.
Εμείς χρωστάμε σ’ Αυτόν και στους εαυτούς μας.
Είσαι έξυπνος άνθρωπος, μπορείς να καταλάβεις.
Σήκωσε ψηλά τα μάτια σου, κοίτα Επάνω.
Εκεί θα βρεις δύναμη και παρηγοριά.
Θα προσευχόμαστε για σένα, την Ελένη σου την Αδριανή και τη Γιωργίτσα σας.
Στο υπόσχομαι.
Το κυρτό του σώμα ίσιωσε, κάλυψε τα μάτια με τα χέρια του και ψιθύρισε ένα ευχαριστώ.
Χωρίς να χαιρετίσει κίνησε να πάει απέναντι, να σταθεί κοντά στην Ελένη του, με βήμα πιο σταθερό κι ας άκουγαν όλοι το λυγμό του.
Γιατί, όταν ο Άγγελος ίσιωσε το κορμί του και κοίταξε ψηλά, έκλαψε.
Σημείωση: Τα πρόσωπα και η σκηνή είναι πέρα για πέρα αληθινά
Το χαμομηλάκι
Ένα καφεδάκι, μια-μια η ρουφηξιά αλλά η σκέψη είναι εκεί, και τα πόδια χορεύουν, σαν να βιάζονται να πάνε πάλι κοντά σε αγαπημένο άρρωστο.
— Κάτσε εδώ, καλά είναι, τι καφέ θες να πάω να φέρω.
Σε λίγο γύρισε με το δισκάκι, δυο νεράκια και δυο καφεδάκια. Λίγα τα λόγια τους αλλά φανέρωναν την έντασή τους, την έγνοια και την ανησυχία τους.
Μια φωνή έκανε και τους δυο να γυρίσουν το κεφάλι.
— Με λένε Άγγελο και, αν επιτρέπετε, θα ήθελα να καθίσω μαζί σας.
Βουβά δόθηκε η άδεια και ο Άγγελος έσυρε την καρέκλα του και κάθισε κοντά τους με τους ώμους γερμένους, όχι τόσο από τα χρόνια όσο από τον πόνο που κουβάλαγε μέσα του.
— Επάνω η Ελένη μου πεθαίνει. Πονάει, πεθαίνει. Όλα έγιναν ξαφνικά. Πονάω μου είπε εδώ. Στη θάλασσα ήμασταν. Οι εξετάσεις έδειξαν καρκίνο στο πάγκρεας. Οι γιατροί μου είπαν να την ξεγράψω. Έτσι ξαφνικά, όλα, σε ενάμιση μήνα.
— Ο Θεός να σας δίνει δύναμη, το καλύτερο να γίνει.
— Ποιος Θεός; Τίποτα δεν υπάρχει, ούτε Θεός ούτε διάβολος. Τι μου λες τώρα; Τίποτα, τίποτα. Χήρα η Αδριανούλα, η κόρη μου και με ένα κάρο αρρώστιες. Εμείς μεγαλώνουμε τη Γιωργίτσα, τη εγγονούλα μας. Τι θα κάνω τώρα; Τι θα κάνω; Ένα φίλο είχα κολλητό 35 χρόνια και τώρα που πλούτισε με πούλησε, ούτε να τη δει δεν ήρθε. Φοβάται μήπως του ζητήσω λεφτά. Σκατά, τίποτα δεν υπάρχει…
Και ξεστόμισε βλαστήμιες ο Άγγελος, βλαστήμιες φοβερές.
Και ανατρίχιασαν όλοι, όσοι τις άκουσαν. Βλαστημούσε Θεό και Αγίους, τη ζωή του την ίδια. Το πρόσωπό του άγριο γεμάτο θυμό, τα χείλια του πανιασμένα το χρώμα του προσώπου του κατακίτρινο και πελιδνό.
Την είδα να απλώνει το χέρι της και τρυφερά να κρατάει το δικό του, λες και τον γνώριζε χρόνια.
— Μη βλαστημάς Άγγελε, μη, σε παρακαλώ.
Άκουσέ με, κοίταξέ με στα μάτια και άκουσέ με.
Μην τα βάζεις με το Θεό. Φαίνεσαι καλός και έξυπνος άνθρωπος.
Την είδα να απλώνει το χέρι της και τρυφερά να κρατάει το δικό του, λες και τον γνώριζε χρόνια.
— Μη βλαστημάς Άγγελε, μη, σε παρακαλώ.
Άκουσέ με, κοίταξέ με στα μάτια και άκουσέ με.
Μην τα βάζεις με το Θεό. Φαίνεσαι καλός και έξυπνος άνθρωπος.
— Αν υπάρχει, είναι κακός. Αν ήταν καλός, δε θα είχε φτιάξει έτσι τα πράγματα.
— Άγγελε, σκέψου, πόσο καλά τα έχει φτιάξει.
Έφτιαξε τον κόσμο μας όμορφο, αλλά ασχήμια τον γεμίσαμε.
Σκέψου ποιος φταίει, σκέψου ποιος μολύνει, ποιος χαλάει του Θεού την πλάση.
Ποιος φαρμάκωσε τα τρόφιμα, ποιος τα μετάλλαξε, ποιος πείραξε τα φάρμακα.
Εμείς Άγγελε, εμείς καταστρέφουμε τα πάντα.
Εμείς κάνουμε τους πολέμους και αδιάκριτα σκορπάμε το θάνατο.
Εμείς σκορπάμε την ορφάνια.
Εμείς αδειάζουμε τις αγκαλιές των μανάδων.
Εμείς γεμίσαμε όλων των ειδών τους καρκίνους τον κόσμο.
Εμείς ευθυνόμαστε για εκατομμύρια θανάτους από πείνα, δίψα και αρρώστιες.
Άγγελε, μην τα βάζεις με το Θεό.
Μην αρνιέσαι τον Πατέρα σου και ορφανεύεις, τώρα που περισσότερο από ποτέ Τον χρειάζεσαι.
— Ξέρεις σε πόσα μοναστήρια πήγα, πόσα τάματα έχω κάνει; Είπε αυτός και η φωνή του είχε μαλακώσει. Το πρόσωπό του ημέρευε.
— Δε μας χρωστάει ο Θεός.
Εμείς χρωστάμε σ’ Αυτόν και στους εαυτούς μας.
Είσαι έξυπνος άνθρωπος, μπορείς να καταλάβεις.
Σήκωσε ψηλά τα μάτια σου, κοίτα Επάνω.
Εκεί θα βρεις δύναμη και παρηγοριά.
Θα προσευχόμαστε για σένα, την Ελένη σου την Αδριανή και τη Γιωργίτσα σας.
Στο υπόσχομαι.
Το κυρτό του σώμα ίσιωσε, κάλυψε τα μάτια με τα χέρια του και ψιθύρισε ένα ευχαριστώ.
Χωρίς να χαιρετίσει κίνησε να πάει απέναντι, να σταθεί κοντά στην Ελένη του, με βήμα πιο σταθερό κι ας άκουγαν όλοι το λυγμό του.
Γιατί, όταν ο Άγγελος ίσιωσε το κορμί του και κοίταξε ψηλά, έκλαψε.
Σημείωση: Τα πρόσωπα και η σκηνή είναι πέρα για πέρα αληθινά
Το χαμομηλάκι
δε μας χρωσταει ο Θεός όμως άλλιως μας τον παρουσίαζαν, αλλιώς μας έμαθαν να τον αγαπάμε.Και τώρα που ήρθε η στιγμή να νιώσουμε αυτή την αγάπη απ' αυτον-γιατί η αγάπη είναι αμφιδρομη,δεν είναι ετσί που μας λένε οι πατέρες της εκκλησίας;- αυτός μας γύρισε την πλάτη. Δεν ξέρω αν μαλάκωσε η ψυχή του Άγγελου, η δική μου ακόμη όχι. Όσο για τη ψυχή του μωρού μου που στα 5 της χρόνια έχασε έναν καταπληκτικό ΠΑΤΕΡΑ από όγκο στον εγκέφαλο... ακόμα μετράει και θα μετράει για πολλά χρόνια πληγές. Γιατί δεν είναι ευκολο να βλέπεις την ψυχή σου- αυτό είναι για μενα ο Σ..... μου- να σβήνει μέρα με τη μέρα, να μη σου μιλά γιατί δεν μπορεις να καταλάβεις τι λέει και έτσι να διαλέγει τη σιωπή, να μη σ' αγκαλιάζει γιατί το χέρι του παράλυσε, να μη σε πλησιάζει γιατί καθηλώθηκε ' ένα καρότσι και πρέπει εσύ να του δώσεις την κίνηση,να πέφτει και να μην μπορείς να τον σηκώσεις, να μη σε κοιτά γιατί έσβησε σεένα κρεβάτι με μια καρδιά μόνο ζωντανη να κτυπά μέχρι το τέλος... Υπάρχει Θεός που να επιτρέπει αυτο; Εγώ αλλιώς τον αγάπησα το Θεό. Παντοδύναμο,πανάγαθο,πολυέλεο, Θεό της αγάπης.... όλα αυτά πως επαληθεύτηκαν; Τι θα πω στο παιδ΄ι μου;
ReplyDeleteΚαλή μας msn,
ReplyDeleteΚαταλαβαίνουμε τον πόνο σου,
Είναι αβάσταχτο να χάνεις τον αγαπημένο σου άνθρωπο.
Ο καθένας μας κουβαλάει τον σταυρό του. Η ζωή τραβάει τον δρόμο της. Ο Θεός δεν αφαιρεί ζωές, δεν έχει λόγο να το κάνει.
Σφίξε τα δόντια σου και προχώρα. Φρόντισε το παιδί σου με μεγαλύτερη ζέση.
Πολλοί άνθρωποι msn, πάρα πολλοί, βρίσκουν στήριγμα στο Θεό στις μεγάλες οδύνες της ζωής.
Σου ευχόμαστε να φύγει ο θυμός σου, να έρθει η γαλήνη να φωλιάσει στην ψυχή σου και να θυμάσαι πάντα τον αγαπημένο σου σαν κάτι πολύτιμο που είναι κοντά σας και σας κρατάει συντροφιά.
Με μεγάλη κατανόηση
Το χαμομηλάκι
hamomilaki@gmail.com
ΟΛΑ ΚΑΛΑ ΡΕ ΠΑΙΔΙΑ. ΟΛΑ ΣΕΒΑΣΤΑ....
ReplyDeleteΟΜΩΣ ΑΝΤΙ ΝΑ ΨΑΧΝΕΤΕ ΓΙΑ ΘΕΟΥΣ....
ΔΕΝ ΘΑ ΗΤΑΝ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ ΠΟΙΟΥΣ ΨΗΦΙΖΕΤΕ ?????
ΕΤΣΙ ΘΑ ΓΙΝΕΤΕ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΘΕΟΙ....
Θα πρεπει να αισθάνεται τυχερή και όχι άτυχη η κοπέλα που έχασε τον άνθρωπό της.Γιατί όπως όλα τα νομίσματα έτσι και αυτό έχει δυο όψεις.Ήταν τυχερή που στη ζωή της γνώρισε έναν άνθρωπο να την κρατήσει αγκαλιά έτσι ώστε η έλλειψη αυτής της αγκαλιάς να της λείπει και να την θυμάται με νοσταλγία.Μετά από 12 χρόνια κενού γάμου δεν εχω να θυμάμαι ούτε μία τέτοια αγκαλιά με νόημα,με φροντίδα,με αγάπη.Τί λές?Ποιός έχει ζήσει περισσότερα,εγώ ή εσύ που έχεις τόσες όμορφες αναμνήσεις?Φυσικά δεν συγκρίνεται με τίποτα ο χαμός ένος αγαπημένου προσώπου,όμως σκέψου πόσοι άνθρωποι δεν έζησαν ούτε θα ζήσουν αυτά που έζησες εσύ....Με σεβασμό και κατανόηση...
ReplyDeleteΠολύ σημαντική η παρέμβαση σου Δέσποινα, αυτό είναι το νόημα. Να είσαι καλά και να έχεις δύναμη.
Delete