από ANASA
Από όταν θυμάται τον εαυτό του, η εικόνα των παιδικών του χρόνων ήταν μία, να ζητιανεύει στους βρώμικους δρόμους της πόλης. Ο πατέρας του μάθαινε τα κόλπα της επαιτείας, πώς να κλαίει να παρακαλάει, να προσποιείται τον άρρωστο, πώς να απλώνει το χέρι να ζητάει λεφτά έχοντας ταυτόχρονα το βλέμμα της απόγνωσης στα μεγάλα μελαγχολικά του μάτια, δίνοντας τόνο απελπισίας και πόνου στη φωνή του. Την ίδια «εκπαίδευση» είχαν και τα μεγαλύτερα αδέλφια του. Ο Χασάν, ο Ιντίμ, Ο Ναμαγιάρ, και η Φατίμα. Όταν ήρθε ο καιρός, ο πατέρας τους έβγαλε στο δρόμο και τους έδειξε τα πόστα τους. Ο μικρός Ναζίμ βρισκόταν πάντα σε μια διασταύρωση, έξω από ένα μαγαζί που πουλούσε μπαχαρικά και βότανα. Εκεί αναλάμβανε το "έργο του", όπως ακριβώς είχε διδαχθεί.
Ο πατέρας έλεγε ότι έπρεπε να δουλεύουν από μικρά και με ζήλο. Έτσι κι
εκείνος έκανε αυτό που έμαθε, θέλοντας να κάνει το «σωστό» και να δώσει
χαρά στον πατέρα, προσφέροντας ταυτόχρονα στην οικογένεια. Η «εκπαίδευση»
στην επαιτεία δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Ειδικά οι εκφράσεις απελπισίας,
πόνου και απόγνωσης ήταν αυτές που πήγαζαν από μέσα του. Αυτές ήταν η
καθημερινότητα, η ζωή και τα βιώματα όλων των παιδιών της παραγκούπολης.
Οι ώρες της ζητιανιάς όμως, αυτές ήταν πολλές και δύσκολες. Ξεκινούσε από το πρωί, πριν βγει ο ήλιος και τελείωνε αργά το βράδυ, κατάκοπος κουρασμένος και νηστικός. Η αμοιβή της εργασίας του ήταν ένα κομμάτι ψωμί αλειμμένο με λάδι και μια σοκολάτα αμερικάνικη. Η μεγάλη του χαρά ήταν αυτή η σοκολάτα. Πόσο όμορφο ήταν το περιτύλιγμα της ! Φωτεινό κόκκινο με έντονα μπλε γράμματα και με την φωτογραφία ενός γελαστού παιδιού μπροστά!
Οι ώρες της ζητιανιάς όμως, αυτές ήταν πολλές και δύσκολες. Ξεκινούσε από το πρωί, πριν βγει ο ήλιος και τελείωνε αργά το βράδυ, κατάκοπος κουρασμένος και νηστικός. Η αμοιβή της εργασίας του ήταν ένα κομμάτι ψωμί αλειμμένο με λάδι και μια σοκολάτα αμερικάνικη. Η μεγάλη του χαρά ήταν αυτή η σοκολάτα. Πόσο όμορφο ήταν το περιτύλιγμα της ! Φωτεινό κόκκινο με έντονα μπλε γράμματα και με την φωτογραφία ενός γελαστού παιδιού μπροστά!
"Αυτό το παιδί δεν του έμοιαζε καθόλου", σκεφτόταν ο
Ναζίμ κάθε φορά που χάζευε το περιτύλιγμα. Εκτός από τη εξωτερική
εμφάνιση, είχε ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια και φυσικά δεν είχαν καμία
σχέση με εκείνον που ήταν μελαχρινός, μεγαλύτερη εντύπωση του έκανε το
χαμόγελό του! Ήταν τόσο χαρούμενο, ξένοιαστο και ευτυχισμένο! Ήταν
χαμόγελο αισιοδοξίας! «Άραγε αυτό το χαμόγελο το είχε δει ποτέ να
διαγράφεται στο δικό του πρόσωπο»; αναρωτιόταν πολλές φορές.
Μια μέρα, καθώς χάζευε το περιτύλιγμα, μια ιδέα πέρασε από το μυαλό του. Έψαξε στο μπαούλο της μαμάς και βρήκε ένα μικρό καθρεφτάκι, από αυτά της τσέπης , που της το είχε δώσει η γιαγιά σαν δώρο γενεθλίων. Το άνοιξε, κοίταξε το είδωλό του και χαμογέλασε προσπαθώντας να μιμηθεί το χαμόγελο του παιδιού του περιτυλίγματος, μάταια όμως. Το δικό του χαμόγελο έβγαινε μετά βίας και ήταν χαμόγελο απελπισίας.
« Γιατί να υπάρχουν παιδιά σαν κι εμένα και τα αδέρφια μου»; σκέφτηκε. «του κόσμου τα παιδιά θα έπρεπε να είναι σαν κι αυτό της σοκολάτας, γεμάτα χαρά αισιοδοξία και ασφάλεια. Να έχουν χαμόγελο ελπίδας στα χείλη και τα μάτια τους να μην βλέπουν φοβισμένα τους άλλους, όπως τα δικά μου και των άλλων παιδιών σαν κι εμένα. Του κόσμου τα παιδιά θα έπρεπε να έχουν στη ψυχή χρώματα και να ζωγραφίζουν με αυτά τον υπόλοιπο κόσμο, όχι να ζουν σε παράγκες να παίζουν στις λάσπες, να φορούν κουρέλια που τα μαζεύουν από τα σκουπίδια και να τρώνε τα υπολείμματα που βρίσκουν σε αυτά.
Μια μέρα, καθώς χάζευε το περιτύλιγμα, μια ιδέα πέρασε από το μυαλό του. Έψαξε στο μπαούλο της μαμάς και βρήκε ένα μικρό καθρεφτάκι, από αυτά της τσέπης , που της το είχε δώσει η γιαγιά σαν δώρο γενεθλίων. Το άνοιξε, κοίταξε το είδωλό του και χαμογέλασε προσπαθώντας να μιμηθεί το χαμόγελο του παιδιού του περιτυλίγματος, μάταια όμως. Το δικό του χαμόγελο έβγαινε μετά βίας και ήταν χαμόγελο απελπισίας.
« Γιατί να υπάρχουν παιδιά σαν κι εμένα και τα αδέρφια μου»; σκέφτηκε. «του κόσμου τα παιδιά θα έπρεπε να είναι σαν κι αυτό της σοκολάτας, γεμάτα χαρά αισιοδοξία και ασφάλεια. Να έχουν χαμόγελο ελπίδας στα χείλη και τα μάτια τους να μην βλέπουν φοβισμένα τους άλλους, όπως τα δικά μου και των άλλων παιδιών σαν κι εμένα. Του κόσμου τα παιδιά θα έπρεπε να έχουν στη ψυχή χρώματα και να ζωγραφίζουν με αυτά τον υπόλοιπο κόσμο, όχι να ζουν σε παράγκες να παίζουν στις λάσπες, να φορούν κουρέλια που τα μαζεύουν από τα σκουπίδια και να τρώνε τα υπολείμματα που βρίσκουν σε αυτά.
Του κόσμου τα παιδιά θα πρέπει να φτιάχνουν ουράνια τόξα, να περπατάνε
πάνω , να φτάνουν τον ουρανό να μιλάνε με το Θεό κι εκείνος να στρέφει το
βλέμμα του πάνω τους και να τα ραίνει με ότι καλύτερο έπλασε για αυτά και
όχι να μην τα αναγνωρίζει. Του κόσμου τα παιδιά θα έπρεπε να ζουν σε
όμορφα σπίτια , ζεστά και άνετα, όχι σε παράγκες φτιαγμένες πρόχειρα από
ξύλα, λάσπη και χαρτόνι που τα μουσκεύει η βροχή το χειμώνα και τα
τσουρουφλίζει ο ήλιος το καλοκαίρι. Του κόσμου τα παιδιά δεν θα έπρεπε να
είναι εξόριστα σε «μαύρες συνοικίες», σε παραγκουπόλεις, σε σκουπιδότοπους
και σε ιδρύματα, αλλά θα έπρεπε να είναι η ελπίδα για το μέλλον του, κι
όχι η καταδίκη του».
Αυτά σκεφτόταν ο Ναζίμ και στεναχωριόταν κάθε φορά που άνοιγε τα μάτια του το πρωί και αντί για ανοιξιάτικες ευωδιές, μύριζε τα βρώμικα νερά που λίμναζαν έξω από το χαρτονένιο σπίτι του, κάθε φορά που αντί για χαρούμενα χρώματα έβλεπε παχύρευστη κίτρινη σκόνη να χρωματίζει το περιβάλλον του και να ποτίζει την ήδη επιβαρυμένη υγεία του.
Αυτά σκεφτόταν ο Ναζίμ και στεναχωριόταν κάθε φορά που άνοιγε τα μάτια του το πρωί και αντί για ανοιξιάτικες ευωδιές, μύριζε τα βρώμικα νερά που λίμναζαν έξω από το χαρτονένιο σπίτι του, κάθε φορά που αντί για χαρούμενα χρώματα έβλεπε παχύρευστη κίτρινη σκόνη να χρωματίζει το περιβάλλον του και να ποτίζει την ήδη επιβαρυμένη υγεία του.
Σχολείο, φυσικά, δεν πήγαινε διότι δεν ήταν πρωτεύον, αλλά πολυτέλεια.
"Το βασικότερο όλων ήταν η επιβίωση και το σχολείο δεν την προσέφερε",
αυτό έλεγε ο πατέρας. Ο Ναζίμ όμως ήθελε πολύ να μάθει γράμματα , γι’ αυτό
και πολλά βράδια έβρισκε τρόπο να ξετρυπώνει και να πηγαίνει στη παράγκα
του φίλου του Ειχάμπ και εκεί στο φώς μια μικρής λάμπας να διαβάζουν μαζί,
χωρίς να τους πάρει είδηση κανείς. Τα βιβλία αυτά τον ταξίδευαν σε μέρη
που, το πιθανότερο, δεν θα πήγαινε ποτέ. Σε χώρες μακρινές κι ονειρεμένες.
Μάθαινε για τους ανθρώπους, τα ήθη , τα έθιμα, τις παραδόσεις
τους..Διάβαζε για τους αγώνες τους , για πολέμους, διαμαρτυρίες,
επαναστάσεις. Μάθαινε για το δίκαιο και το άδικο, το θέλω και το μπορώ.
Κάθε φορά , κάθε «ταξίδι» που του προσέφεραν τα βιβλία αυτά, ήταν μοναδικό
γι’ αυτόν!
"Αλήθεια, πόσο θα ήθελε κι εκείνος να μπορούσε να τα ζήσει όλα αυτά, να γίνει ταξιδευτής του κόσμου..", σκεφτόταν κάθε φορά.
Τις νύχτες έβλεπε στα όνειρά του ότι ήταν πολύ διαβασμένος κι ότι είχε γίνει μεγάλος και τρανός με πολλά πτυχία κι έτσι ταξίδευε σε χώρες μακρινές, γνώριζε ανθρώπους και μιλούσε μαζί τους σε όλες τις γλώσσες! Όταν ερχόταν όμως το ξημέρωμα κι άνοιγε τα μάτια του, έβλεπε ότι αυτό που ζούσε ήταν μακριά, πολύ μακριά από τα όνειρά του κι ότι καμία σχέση δεν είχε με τον κόσμο που διάβαζε στα βιβλία. Τότε ήταν που η θλίψη έπαιρνε πάλι τη θέση της στα μεγάλα μάτια του και ξανάρχιζε την ίδια διαδρομή. Ξημέρωμα, στο λασπωμένο δρόμο , στο γνωστό πόστο, στην γνωστή διασταύρωση , στην παραγκούπολη που ζούσε, να ζητιανεύει όπως είχε διδαχθεί κι όπως ακριβώς έπρεπε να κάνει.
Εκείνη όμως τη μέρα από το πρωί είχε μια περίεργη διαίσθηση ότι θα συνέβαινε κάτι. Δεν μπορούσε να διευκρινίσει αν θα ήταν καλό ή κακό, κάτι όμως θα γινόταν που θα άλλαζε κάποια πράγματα. Με αυτή την περίεργη σκέψη να στροβιλίζει στο μυαλό του, ξεκίνησε τον πρωινό του αγώνα για επιβίωση, στο γνωστό πόστο.
Τον είδε από μακριά.. Αυτός ο κύριος δεν είχε καμία σχέση με τους δικούς του ανθρώπους. Σίγουρα ήταν ξένος, Ευρωπαίος μάλλον. Από τα βιβλία που είχε διαβάσει μπορούσε να μαντέψει την καταγωγή των ανθρώπων από την εξωτερική τους εμφάνιση.
Αυτός ο ξένος μιλούσε Αγγλικά, ήταν σίγουρος πως ήταν αγγλική η γλώσσα αυτή που άκουγε. Κρατούσε μια φωτογραφική μηχανή και προσπαθούσε να βγάλει φωτογραφίες τα παιδιά από μακριά. Αυτά ,σαν είδαν την ξαφνική εμφάνιση του ξένου, άρχισαν να φωνάζουν κι έτρεξαν όλα μαζί κοντά. Ο Ναζίμ πλησίασε κι αυτός επιφυλακτικά κοντά στον ξένο. Εκείνος χαμογελώντας, τους έκανε νόημα να μαζευτούν γύρω του κι έδειξε την φωτογραφική μηχανή. Ο Ναζίμ με μια αστραπιαία κίνηση παραμέρισε τα παιδιά που βρίσκονταν μπροστά του και πήρε πρώτη θέση στο πλάνο. Κοίταξε με μάτια που έβγαζαν κραυγές τον φωτογραφικό φακό κι αμέσως το «κλικ» της μηχανής έκανε την κραυγή του αιώνια. «Σίγουρα θα την δουν κι άλλοι αυτή τη φωτογραφία», σκέφτηκε «κάπου εκεί στην Ευρώπη στον πολιτισμένο κόσμο, εκεί που τα παιδιά γελάνε , πάνε σχολείο και δεν ζουν σε παράγκες- στάβλους, ίσως κάποιος δει την κραυγή αυτή, ίσως κάποιος ενδιαφερθεί , ίσως κάποιος κάνει κάτι και για εμάς που ζούμε μακριά από το βλέμμα του Θεού..», σκέφτηκε.
Ο ξένος χαμογέλασε στα παιδιά κι εκείνα, έχοντας μάθει έτσι , άπλωσαν τα χέρια και με απελπισμένες φωνές ζητιάνων άρχισαν να ζητούν κάποια από αυτά χρήματα και κάποια άλλα φαγητό. «Δώσε μας καλέ κύριε λεφτά», « Δώσε μας φαγητό».. Τότε εκείνος έβγαλε από την τσέπη του καραμέλες και μοίρασε στα παιδιά.
Ο Ναζίμ δεν πλησίασε καν, γύρισε το βλέμμα και απομακρύνθηκε. Δεν ήθελε ούτε καραμέλες, ούτε χρήματα. Το μόνο που ήθελε ήταν αυτή τη φωτογραφία να ταξιδέψει μακριά, πέρα από τα σύνορα της χώρας του. Να περάσει ηπείρους να την δουν πολλοί άνθρωποι , να ακούσουν την κραυγή της. Μια σκέψη πέρασε ξαφνικά από το μυαλό του. Κοντοστάθηκε. Γύρισε το κεφάλι κι είδε ότι ο ξένος βρισκόταν ακόμη εκεί, μοιράζοντας καραμέλες στα παιδιά.
Ο Ναζίμ άρχισε να τρέχει. Έφτασε κοντά και στάθηκε μπροστά στον ξένο. Εκείνος, νομίζοντας ότι γι’ αυτό το λόγο ήρθε κοντά του, άπλωσε το χέρι και χαμογελώντας του προσέφερε καραμέλες. Ο Ναζίμ αρνήθηκε κάνοντας ένα νεύμα και με μια αστραπιαία κίνηση, άρπαξε τη φωτογραφική μηχανή που κρατούσε ο ξένος στο χέρι του. Την κοίταξε και δείχνοντάς την είπε στον ξένο τις μόνες αγγλικές λέξεις που ήξερε.. « children , hope, everywhere»!
Ο ξένος σταμάτησε να χαμογελάει και τον κοίταξε ξαφνιασμένος. « Τι περίεργο παιδί που είναι αυτό..» σκέφτηκε, κι αμέσως του είπε «Υes, children are hope everywhere! του είπε κι αμέσως πρόσθεσε « my little friend, this photo will make her journey everywhere and everybody will see! Let’s hope that somebody will make the difference for all the children everywhere in the world!!»
Τα μάτια του Nαζίμ άστραψαν. Παρόλο που δεν ήξερε Αγγλικά, εντούτοις το κοφτερό μυαλό του και η μεγάλη του αντίληψη, τον βοήθησαν να καταλάβει τι του απάντησε ο ξένος. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι και δειλά άπλωσε το χέρι και του έδωσε τη φωτογραφική μηχανή. Ο ξένος χαμογέλασε και τον χάιδεψε στο κεφάλι.
Ο Ναζίμ τον χαιρέτησε με ένα νεύμα και κάνοντας μεταβολή προχώρησε προς το πόστο του. Έπρεπε να επιστρέψει στην δουλειά, την γνωστή της επαιτείας. Μόνο που αυτή τη φορά, τα μάτια του δεν είχαν απόγνωση. Το ένιωθε ότι ήταν χαρούμενα,γιατί έβλεπε χρώματα παντού γύρω του.. Ναι! Ξαφνικά όλα γύρω του είχαν γεμίσει χρώμα, η παραγκούπολη είχε βαφτεί στα χρώματα του ουράνιου τόξου!
Ξαφνικά, μια σκέψη γεμάτη φως άστραψε στο μυαλό του: « Ίσως κάποιος, κάπου, κάνει κάτι και για εμάς που ζούμε μακριά από το βλέμμα του Θεού», μονολόγησε χαμογελώντας.
Γύρισε στην βιτρίνα του καταστήματος και είδε το είδωλό του, μα αυτό που είδε τον ξάφνιασε. Το χαμόγελό του δεν είχε ίχνος απελπισίας και φόβου! Αντιθέτως, ήταν ένα άλλο χαμόγελο, σαν κάτι άλλο να του θύμιζε, ήταν κάτι που δεν το είχε δει στο πρόσωπό του ποτέ! "Τι περίεργο", σκέφτηκε "κάπου το έχω ξαναδεί αυτό το χαμόγελο αλλά.."
Ξαφνικά θυμήθηκε...
"Μα, ναι! Αυτό είναι το χαμόγελο της αισιοδοξίας κι είναι το ίδιο με αυτό του ξανθού παιδιού στο περιτύλιγμα της Αμερικάνικης σοκολάτας!"
"Ίσως τελικά να μην είμαστε τόσο μακριά από το βλέμμα του Θεού, αλλά ούτε και των ανθρώπων!"
Σημείωση: H φωτογραφία αυτή απεικονίζει παιδιά παραγκούπολης και τραβήχτηκε από τον φίλο Θ.Παναγόπουλο, μανιώδη ταξιδευτή του κόσμου, σε κάποιο απο τα ταξίδια του στο Bangladesh. Toν ευχαριστώ θερμά για την διάθεση της φωτογραφίας αυτής για τη συγκεκριμένη ανάρτηση. (Είναι μια φωτογραφία που από την πρώτη ματιά με συγκλόνισε.)
"Αλήθεια, πόσο θα ήθελε κι εκείνος να μπορούσε να τα ζήσει όλα αυτά, να γίνει ταξιδευτής του κόσμου..", σκεφτόταν κάθε φορά.
Τις νύχτες έβλεπε στα όνειρά του ότι ήταν πολύ διαβασμένος κι ότι είχε γίνει μεγάλος και τρανός με πολλά πτυχία κι έτσι ταξίδευε σε χώρες μακρινές, γνώριζε ανθρώπους και μιλούσε μαζί τους σε όλες τις γλώσσες! Όταν ερχόταν όμως το ξημέρωμα κι άνοιγε τα μάτια του, έβλεπε ότι αυτό που ζούσε ήταν μακριά, πολύ μακριά από τα όνειρά του κι ότι καμία σχέση δεν είχε με τον κόσμο που διάβαζε στα βιβλία. Τότε ήταν που η θλίψη έπαιρνε πάλι τη θέση της στα μεγάλα μάτια του και ξανάρχιζε την ίδια διαδρομή. Ξημέρωμα, στο λασπωμένο δρόμο , στο γνωστό πόστο, στην γνωστή διασταύρωση , στην παραγκούπολη που ζούσε, να ζητιανεύει όπως είχε διδαχθεί κι όπως ακριβώς έπρεπε να κάνει.
Εκείνη όμως τη μέρα από το πρωί είχε μια περίεργη διαίσθηση ότι θα συνέβαινε κάτι. Δεν μπορούσε να διευκρινίσει αν θα ήταν καλό ή κακό, κάτι όμως θα γινόταν που θα άλλαζε κάποια πράγματα. Με αυτή την περίεργη σκέψη να στροβιλίζει στο μυαλό του, ξεκίνησε τον πρωινό του αγώνα για επιβίωση, στο γνωστό πόστο.
Τον είδε από μακριά.. Αυτός ο κύριος δεν είχε καμία σχέση με τους δικούς του ανθρώπους. Σίγουρα ήταν ξένος, Ευρωπαίος μάλλον. Από τα βιβλία που είχε διαβάσει μπορούσε να μαντέψει την καταγωγή των ανθρώπων από την εξωτερική τους εμφάνιση.
Αυτός ο ξένος μιλούσε Αγγλικά, ήταν σίγουρος πως ήταν αγγλική η γλώσσα αυτή που άκουγε. Κρατούσε μια φωτογραφική μηχανή και προσπαθούσε να βγάλει φωτογραφίες τα παιδιά από μακριά. Αυτά ,σαν είδαν την ξαφνική εμφάνιση του ξένου, άρχισαν να φωνάζουν κι έτρεξαν όλα μαζί κοντά. Ο Ναζίμ πλησίασε κι αυτός επιφυλακτικά κοντά στον ξένο. Εκείνος χαμογελώντας, τους έκανε νόημα να μαζευτούν γύρω του κι έδειξε την φωτογραφική μηχανή. Ο Ναζίμ με μια αστραπιαία κίνηση παραμέρισε τα παιδιά που βρίσκονταν μπροστά του και πήρε πρώτη θέση στο πλάνο. Κοίταξε με μάτια που έβγαζαν κραυγές τον φωτογραφικό φακό κι αμέσως το «κλικ» της μηχανής έκανε την κραυγή του αιώνια. «Σίγουρα θα την δουν κι άλλοι αυτή τη φωτογραφία», σκέφτηκε «κάπου εκεί στην Ευρώπη στον πολιτισμένο κόσμο, εκεί που τα παιδιά γελάνε , πάνε σχολείο και δεν ζουν σε παράγκες- στάβλους, ίσως κάποιος δει την κραυγή αυτή, ίσως κάποιος ενδιαφερθεί , ίσως κάποιος κάνει κάτι και για εμάς που ζούμε μακριά από το βλέμμα του Θεού..», σκέφτηκε.
Ο ξένος χαμογέλασε στα παιδιά κι εκείνα, έχοντας μάθει έτσι , άπλωσαν τα χέρια και με απελπισμένες φωνές ζητιάνων άρχισαν να ζητούν κάποια από αυτά χρήματα και κάποια άλλα φαγητό. «Δώσε μας καλέ κύριε λεφτά», « Δώσε μας φαγητό».. Τότε εκείνος έβγαλε από την τσέπη του καραμέλες και μοίρασε στα παιδιά.
Ο Ναζίμ δεν πλησίασε καν, γύρισε το βλέμμα και απομακρύνθηκε. Δεν ήθελε ούτε καραμέλες, ούτε χρήματα. Το μόνο που ήθελε ήταν αυτή τη φωτογραφία να ταξιδέψει μακριά, πέρα από τα σύνορα της χώρας του. Να περάσει ηπείρους να την δουν πολλοί άνθρωποι , να ακούσουν την κραυγή της. Μια σκέψη πέρασε ξαφνικά από το μυαλό του. Κοντοστάθηκε. Γύρισε το κεφάλι κι είδε ότι ο ξένος βρισκόταν ακόμη εκεί, μοιράζοντας καραμέλες στα παιδιά.
Ο Ναζίμ άρχισε να τρέχει. Έφτασε κοντά και στάθηκε μπροστά στον ξένο. Εκείνος, νομίζοντας ότι γι’ αυτό το λόγο ήρθε κοντά του, άπλωσε το χέρι και χαμογελώντας του προσέφερε καραμέλες. Ο Ναζίμ αρνήθηκε κάνοντας ένα νεύμα και με μια αστραπιαία κίνηση, άρπαξε τη φωτογραφική μηχανή που κρατούσε ο ξένος στο χέρι του. Την κοίταξε και δείχνοντάς την είπε στον ξένο τις μόνες αγγλικές λέξεις που ήξερε.. « children , hope, everywhere»!
Ο ξένος σταμάτησε να χαμογελάει και τον κοίταξε ξαφνιασμένος. « Τι περίεργο παιδί που είναι αυτό..» σκέφτηκε, κι αμέσως του είπε «Υes, children are hope everywhere! του είπε κι αμέσως πρόσθεσε « my little friend, this photo will make her journey everywhere and everybody will see! Let’s hope that somebody will make the difference for all the children everywhere in the world!!»
Τα μάτια του Nαζίμ άστραψαν. Παρόλο που δεν ήξερε Αγγλικά, εντούτοις το κοφτερό μυαλό του και η μεγάλη του αντίληψη, τον βοήθησαν να καταλάβει τι του απάντησε ο ξένος. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι και δειλά άπλωσε το χέρι και του έδωσε τη φωτογραφική μηχανή. Ο ξένος χαμογέλασε και τον χάιδεψε στο κεφάλι.
Ο Ναζίμ τον χαιρέτησε με ένα νεύμα και κάνοντας μεταβολή προχώρησε προς το πόστο του. Έπρεπε να επιστρέψει στην δουλειά, την γνωστή της επαιτείας. Μόνο που αυτή τη φορά, τα μάτια του δεν είχαν απόγνωση. Το ένιωθε ότι ήταν χαρούμενα,γιατί έβλεπε χρώματα παντού γύρω του.. Ναι! Ξαφνικά όλα γύρω του είχαν γεμίσει χρώμα, η παραγκούπολη είχε βαφτεί στα χρώματα του ουράνιου τόξου!
Ξαφνικά, μια σκέψη γεμάτη φως άστραψε στο μυαλό του: « Ίσως κάποιος, κάπου, κάνει κάτι και για εμάς που ζούμε μακριά από το βλέμμα του Θεού», μονολόγησε χαμογελώντας.
Γύρισε στην βιτρίνα του καταστήματος και είδε το είδωλό του, μα αυτό που είδε τον ξάφνιασε. Το χαμόγελό του δεν είχε ίχνος απελπισίας και φόβου! Αντιθέτως, ήταν ένα άλλο χαμόγελο, σαν κάτι άλλο να του θύμιζε, ήταν κάτι που δεν το είχε δει στο πρόσωπό του ποτέ! "Τι περίεργο", σκέφτηκε "κάπου το έχω ξαναδεί αυτό το χαμόγελο αλλά.."
Ξαφνικά θυμήθηκε...
"Μα, ναι! Αυτό είναι το χαμόγελο της αισιοδοξίας κι είναι το ίδιο με αυτό του ξανθού παιδιού στο περιτύλιγμα της Αμερικάνικης σοκολάτας!"
"Ίσως τελικά να μην είμαστε τόσο μακριά από το βλέμμα του Θεού, αλλά ούτε και των ανθρώπων!"
Σημείωση: H φωτογραφία αυτή απεικονίζει παιδιά παραγκούπολης και τραβήχτηκε από τον φίλο Θ.Παναγόπουλο, μανιώδη ταξιδευτή του κόσμου, σε κάποιο απο τα ταξίδια του στο Bangladesh. Toν ευχαριστώ θερμά για την διάθεση της φωτογραφίας αυτής για τη συγκεκριμένη ανάρτηση. (Είναι μια φωτογραφία που από την πρώτη ματιά με συγκλόνισε.)
No comments:
Post a Comment