*Τσολιάς: Ο όρος “τσολιάς” προέρχεται από την τουρκική λέξη çul που υποδηλώνει το “κουρέλι”, “το παλιόρουχο”.
Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, οι Τούρκοι αποκαλούσαν μειωτικά ως
τσολιάδες, τους κλέφτες και τους αρματωλούς καθώς λόγω ένδειας η
φουστανέλα τους αποτελούνταν από μικρά μπαλώματα υφάσματος. Σήμερα η
φρουρά του Προεδρικού Μεγάρου, οι εύζωνες όντας επίλεκτοι στρατιώτες του ελληνικού στρατού, είναι
ευρύτερα γνωστοί ως τσολιάδες.
*Φέσι:
Αν και υπάρχει η άποψη ότι η προέλευση της λέξης “φέσι” ανήκει στην
Τουρκία, εντούτοις ιστορικά το φέσι εντοπιζόταν μόνο στις χώρες του
Μαγκρέμπ.
Το όνομά του το πήρε από τη πόλη Φεζ του Μαρόκου η οποία είχε το μονοπώλιο στην παραγωγή του.
Το φέσι εισήχθη στα Βαλκάνια, αρχικά κατά τη Βυζαντινή εποχή, και στη
συνέχεια κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, όπου διάφοροι Σλάβοι,
ως επί το πλείστον Βόσνιοι, άρχισαν να το φορούν ως κάλυμμα της
κεφαλής.
Το φέσι φορέθηκε από πολλές διαφορετικές θρησκευτικές και
εθνοφυλετικές ομάδες κατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία και κυρίως τον 19ο
αιώνα. Αρχικά ήταν σύμβολο του οθωμανικού μοντερνισμού αφού είχε
αντικαταστήσει τα τουρμπάνια. Όμως, κατά τις αρχές του 20ού αιώνα το
φέσι θεωρείται ότι αντιπροσώπευε μια «Ανατολίτικη» πολιτιστική
ταυτότητα. Στην Τουρκία η χρήση του φεσιού απαγορεύτηκε δια νόμου το
1925, ως μέρος των εκσυγχρονιστικώνμεταρρυθμίσεων του Μουσταφά Κεμάλ
Ατατούρκ.
Σε μια ομιλία του όπου επιτίθεται ενάντια στον
οθωμανικό τρόπο ντυσίματος, ο Ατατούρκ χαρακτήρισε το φέσι ως
παρακμιακό, και το κατήγγειλε ως «κάλυμμα της κεφαλής των Ελλήνων»,
συνδέοντάς το με το πρόσφατο ελληνοτουρκικό πόλεμο. Μέχρι και σήμερα, οι Τούρκοι πιστεύουν ότι το φέσι είναι ελληνικής προέλευσης, και ότι το υιοθέτησαν από τους βυζαντινούς.
*Κλέφτες και αρματωλοί: Η
τουρκική κατάκτηση δημιούργησε τις συνθήκες για την ανάπτυξη ενός
ρεύματος, που οδηγούσε τους κατοίκους από τις πεδινές περιοχές προς τους
ορεινούς όγκους. Μπροστά στην απειλή της σφαγής ή της αιχμαλωσίας οι
πληθυσμοί πεδινών οικισμών ή και μεμονωμένα άτομα έπαιρναν τον δρόμο που
οδηγούσε μακριά από την ταπείνωση και τον εξευτελισμό.
Ο θεσμός των κλεφτών, των ανδρών που αποτέλεσαν τη «μαγιά της λευτεριάς» κατά τον εύστοχο χαρακτηρισμό του Μακρυγιάννη, δεν έχει φωτισθεί πλήρως. Κάθε ομάδα κλεφτών αριθμούσε γύρω στα 50 παλικάρια, χωρίς να αποκλείεται και μεγαλύτερος αριθμός.
Η τακτική της ενέδρας και του
αιφνιδιασμού ήταν η μόνη που γνώριζαν οι κλέφτες στις συγκρούσεις τους
με τους Τούρκους. Ο κλεφτοπόλεμος ευνοήθηκε από την ορεινή διαμόρφωση
του εδάφους. Βασικό στοιχείο του κλεφτοπολέμου ήταν το γιουρούσι που η
επιτυχία του ήταν πάντα εξαρτημένη από την αποφασιστικότητα, τον
ενθουσιασμό και την ταχύτητα των ενεργειών.
Παράλληλος προς τον θεσμό των κλεφτών, αλλά δημιούργημα άλλων παραγόντων, υπήρξε ο θεσμός των αρματολών,
που οι αρχές του χάνονται επίσης στα πρώτα χρόνια της εμφανίσεως των
Οθωμανών. Στην πρώιμη χρήση της, όπως προκύπτει από τα τούρκικα κείμενα,
η λέξη υποδηλώνει τον ένοπλο, τον φρουρό του κάστρου, όπως επίσης και
τον πειρατή, όχι μόνο των θαλασσών, αλλά και των ποταμών. Βαθμιαία, η
ομάδα των αρματωλών ενώνεται με τους κλέφτες και εντάσσονται από κοινού
στο ισχυρό ρεύμα που οδηγεί προς τον αγώνα για την ελευθερία.
*Καριοφίλι: Η ονομασία του ξακουστού τουφεκιού του 1821,
έχει τις ρίζες της στην Ιταλία. Στην Ελλάδα πρωτοεμφανίστηκε γύρω στα
1700 και υπήρξαν πολλές εικασίες για το όνομά του. Ο Σάθας υποστήριξε
ότι πήρε το όνομά του από τον κατασκευαστή του στη Βενετία Carlo Figlio (Καρόλου Υιός).
Ο Βαλαωρίτης δίνει την ποιητική εξήγηση «Ωνομάσθησαν ούτω, διότι έφερον
κεχαραγμένον εν κυκλοειδή ζώνη το ομώνυμον εύοσμον φυτόν όπερ καλούμεν
καρυοφίλλι». Όλα τα τουφέκια της επανάστασης τα λέγανε καριοφίλια,
αντίθετα με κείνα που κρατούσανε οι ταχτικοί που τους είχαν δώσει το
όνομα «σολντάτοι». Όμως αν και το σύνολο των τουφεκιών αποκαλούνταν ως καριοφίλι,
οι αγωνιστές τα ξεχωρίζανε σε είδη ανάλογα με το λαμνί (κάννη), τις
φωτιές, το μάκρος του και τα παφίλια που το κρατούσανε δεμένο στο
κοντάκι, πέντε ως οκτώ παφίλια. Μερικά από τα είδη καριοφιλιών ήταν:
Φιλύντρα, Λαζαρίνα, Μιλιώνι, Νταλιάνι, Τρικιώνι, Αρμούτι, Γκιζαήρ,
Σισανές, Ντάντσικα, Σαρμάς, Σαρμά-Σισανές, Χαρέ Σαρμά, Παπά Καριοφίλι,
Ψαλιδιάς, Σαντέ, Μαντζάρι κ.ά. Μάλιστα, πολλοί από τους αγωνιστές τα
βάφτζαν και με ξεχωριστό όνομα. Ο Αθανάσιος Διάκος το έλεγε «παπαδιά», ο
Καραϊσκάκης «Βασιλική», ο Δημ. Μακρής «Λιάρο».
*Γιαταγάνι: Το γιαταγάνι ήταν το βασικό μαχαίρι της επανάστασης. Πρόκειται
για ένα μαχαίρι με μισό μέτρο λάμα, φτιαγμένο από γερό ατσάλι. Τα πιο
καλά ήταν της Δαμασκού γνωστά με το όνομα δαμασκί. Ηταν τόσο
γερά που σκίζανε λαμαρίνα και αντέχανε να κόψουν χοντρή αλυσίδα. Το
γιαταγάνι είχε τη λαβή αργυροσκαλισμένη και το θηκάρι του
ασημοκαπνισμένο και πλουμιστό με γοργόνες και άγρια πουλιά. Μερικές
φορές το θηκάρι ήταν από τομάρι αγριομερινού ή φιδιού.
*Φουστανέλα: Το επίσημο ένδυμα των αγωνιστών της επανάστασης
που φορέθηκε αρχικά από τους αρματωλούς, τους κλέφτες και του αγωνιστές
του 1821 και στη συνέχεια, γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, καθιερώθηκε
από τον Όθωνα ως αυλικό ένδυμα. Στη συνέχεια εξαπλώθηκε ως ένδυμα της
επίσημης (γιορτινής) ενδυμασίας όλων των αγροτικών και ποιμενικών
πληθυσμών της χώρας.
Η φουστανέλα είναι καμωμένη από λευκό βαμβακερό ύφασμα κομμένο σε πολυάριθμα, ορθογώνια ανισοσκελή τρίγωνα ενωμένα λοξό με ίσιο, η υποτείνουσα δηλαδή του πρώτου ενώνεται με την κάθετη πλευρά του δεύτερου τριγώνου.
Έτσι δημιουργείται πλούσια
σούρα που ξεκινά από το ζωνάκι της μέσης. Στο ζωνάκι περνιέται κορδόνι
για να δημιουργηθεί το φρύλι, ένα είδος στενού και επιμήκους συμπαγούς
κυλίνδρου που συγκρατεί τη φουστανέλα σταθερά στη μέση. Οριζόντια
διατεταγμένα στο ζωνάκι, τρία λευκά, πλαστικά κουμπιά που εφαρμόζουν σε
ισάριθμες κουμπότρυπες, επιτελούν τον ίδιο σκοπό.
*Τσαρούχι: Είναι ένα ελαφρύ, δερμάτινο υπόδημα
το οποίο φορούσαν οι χωρικοί στην ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και σε άλλες
ορεινές περιοχές στα Βαλκάνια και την Τουρκία μέχρι τον 19ο – αρχές του
20ου αιώνα. Σήμερα φοριούνται στην Ελλάδα ως υποδήματα μαζί με τη
φουστανέλλα και με τη στολή των Ευζώνων. Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό «τσαρίκ» (carik). Κατασκευαζόταν
από ακατέργαστο ή κατεργασμένο δέρμα από τέσσερα συνήθως τεμάχια την
«πατωσιά» (ή σόλα) τα δύο πλάγια και στην άκρη του τη «μύτη» σε διάφορες
παραλλαγές, άλλοτε γυμνή και γυρισμένη προς τα πάνω είτε καλυμένη με
πλούσια, μάλλινη φούντα, η οποία ήταν συνήθως μαύρη για τους άνδρες και
τις γυναίκες είτε πολύχρωμη για τα παιδιά.
Το δέρμα από το οποίο
κατασκευάζονταν ήταν το λεγόμενο «τελατίνι» χρώματος ερυθρού. Τα
τσαρούχια καθημερινής χρήσης ήταν απλά χωρίς στολίδια, ενώ τα
πλουσιώτερα είχαν κορδόνια και πούλιες. Τα τσαρούχια που
χρησιμοποιούνται στις μέρες μας στην Προεδρική Φρουρά φέρουν επίσης στο
κάτω μέρος τους περίπου 50 καρφιά το καθένα. Τα καρφιά αυτά είναι
υπεύθυνα για τον χαρακτηριστικό ήχο που παράγουν τα τσαρούχια κατά τη
διάρκεια ευζωνικών παρελάσεων.
Ως συνεπακόλουθο, τα καρφιά αυτά αυξάνουν
αρκετά το βάρος του τσαρουχιού, το οποίο μπορεί να φτάσει και τα τρία
κιλά το καθένα. Εκτός από τον παραπάνω τύπο υποδήματος οι χωρικοί και
ποιμένες πολλών περιοχών της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας
κατασκευάζουν παρόμοια υποδήματα από ακατέργαστο δέρμα χοίρου καλούμενα
«γουρουνοτσάρουχα» που θεωρούνται ως ελαφρά πέδιλα τα οποία και
εξασφαλίζουν άνετο βάδισμα σε ανώμαλα εδάφη.
Αυτά αποτελούνται από
ενιαίο τεμάχιο που αναδιπλώνεται και συγκρατείται στο πόδι από ιμάντες
από το ίδιο δέρμα. Στη στρατιωτική ορολογία, το τσαρούχι που φέρουν οι
εύζωνες (τσολιάδες) ονομάζεται «ταρρούχιον». Παρόλ’ αυτά, όταν οι
εύζωνες αναφέρονται σε αυτό, χρησιμοποιούν τον όρο «τσαρούχι».
*Ραγιάς: Αραβικής προέλευσης λέξη (ράγι=κοπάδι) που χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι για τους μη μουσουλμάνους κατοίκους της Τουρκίας.
Η σημασία της λέξης ήταν περιφρονητική και είχε την έννοια του σκλάβου. Η πλειοψηφία των ραγιάδων ήταν Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι και Φράγκοι.
Είχαν ελάχιστα δικαιώματα, τους απαγορευόταν να έχουν τις συνήθειες των
Τούρκων σ` ό,τι αφορά το ντύσιμο, την κατοικία κ.λ.π. και ήταν
υποχρεωμένοι να προσκυνούν τους Τούρκους και να καταβάλλουν κεφαλικό
φόρο, το λεγόμενο «χαράτσι». Μέχρι το 1632 οι ραγιάδες υπόκεινταν και
στο φοβερό «φόρο αίματος», το παιδομάζωμα.
Πηγές: άρθρο «Φορεσιά κι’ άρματα στην Επανάσταση» του Τάκη Λάππα στο τεύχος 546 του περιοδικού Νέα Εστία, 1950.
και www.24grammata.com
infokids
και www.24grammata.com
No comments:
Post a Comment