Τον βλέπω κάθε μέρα, γύρω στις 3μιση που περνάω με το αμάξι μου από Καποδιστρίου και Πατησίων γωνία.
Συνήθως μιλά με άλλους, θολωμένους και μη. Στέκονται καμιά δεκαριά σώματα, στεγνά και ταλαιπωρημένα, με ένα τσιγάρο στο ξερό στόμα και μιλούν σιγά, σχεδόν αθόρυβα. Όπως αθόρυβα ζουν.
Ένας από αυτούς είναι και ο Κωνσταντίνος. Ο πιο «υγιής» από όλους. Όταν δεν μιλά με τους «φίλους» του, -φίλος είναι μόνο ο εκάστοτε συνοδοιπόρος του σε αυτό το σκοτεινό ταξίδι- συνήθως επαιτεί.
Όχι όπως οι άλλοι όμως. Έρχεται με μια σπάνια ευγένεια, λέει από τα βάθη της καρδιάς του «καλησπέρα» και σε χαιρετά με μάτια σκύλου, όπως λέω εγώ, υγρά και βαθιά.
Εάν δεν του δώσεις χρήματα, θα σου πει «ευχαριστώ» και θα φύγει, ενώ πρώτα θα σου βγάλει από το παρμπρίζ του αυτοκινήτου όλα τα φυλλάδια με ενεχυροδανειστήρια χρυσού που έχεις βαρεθεί να βγάλεις.
Πριν διαπιστώσω την ευγένειά του, έβλεπα, προς έκπληξή μου, να ανοίγουν οι οδηγοί τα παράθυρα και να του δίνουν χρήματα, φρούτα, γλυκά.
Σήμερα ήρθε κοντά μου. Τριγύρναγε μέρες η σκέψη στο μυαλό μου αν έπρεπε να του δώσω λεφτά γιατί έτσι ίσως τον σκότωνα πιο γρήγορα.
-«Γεια σου Κωνσταντίνε.» του λέω και του δίνω ένα ευρώ.
-«Ευχαριστώ πολύ. Ξέρετε, είμαι πολύ στεναχωρεμένος σήμερα. Άργησα να ξυπνήσω και μου φαίνεται δεν θα προλάβω να βγάλω τα σημερινά χρήματα. 15 ευρώ θέλω κάθε μέρα. Καταλαβαίνετε, για ένα πιάτο φαί και κάπου να κοιμηθώ.»
Το φανάρι άναψε πράσινο και στο ραδιόφωνο ακούω για μειώσεις μισθών, μνημόνια, λίστες.
πηγή: topontiki
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment