Της Χριστιάνας Γρηγορίου:
Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπεύτρια
«Θα νιώθω ότι πέτυχα ως γονιός αν το παιδί μου μπορεί να μου μιλάει για τα πάντα», αυτή είναι η πιο συχνή απάντηση των γονιών όταν ερωτηθούν για το τι τους κάνει καλούς γονείς.
Το παρόν άρθρο θα προσπαθήσει να προβάλει τις προϋποθέσεις, αλλά και τα εμπόδια για την επίτευξη του πιο πάνω στόχου.
Ουσιαστική Επικοινωνία
Η φράση «θέλω το παιδί μου να μου μιλάει για τα πάντα» παρεμποδίζει από μόνη της αυτό που θέλει να επιτύχει εφόσον το θέτει μονόπλευρα, καλύτερο θα ήταν να χρησιμοποιούμε τη φράση «θα ήθελα με το παιδί μου να μπορούμε να μιλάμε για όσα το απασχολούν».
Η δεύτερη φράση προϋποθέτει και τη δική μας εμπλοκή στην επικοινωνία με το παιδί μας, ενώ η πρώτη μοιάζει να αποδίδει την ευθύνη για έκφραση και ανοιχτή επικοινωνία μόνο στο παιδί.
Η επικοινωνία δεν είναι κάτι στατικό και μονόπλευρο, αλλά κάτι που μαθαίνεται και εξελίσσεται με τον χρόνο και απαιτεί την προσπάθεια όλων των εμπλεκομένων μερών. Πιο απλά, δεν μπορούμε να απαιτούμε από το παιδί να μοιράζεται μαζί μας τα πάντα αν εμείς δεν μοιραζόμαστε μαζί του και με τα άλλα μέλη της οικογένειάς μας τίποτα. Τα παιδιά μαθαίνουν μέσα από τα πρότυπά τους, και τα πρώτα και πιο σημαντικά πρότυπα στη ζωή τους είναι οι γονείς και οι φροντιστές τους.
Αν λοιπόν οι γονείς δεν μοιράζονται τις σκέψεις, τα άγχη, τις επιθυμίες και τους φόβους τους μεταξύ τους πώς μπορεί το παιδί να μάθει να μοιράζεται τον δικό του ψυχοκοινωνικό κόσμο με τους γονείς; Μέσα από αυτό το μοίρασμα μαθαίνει και το παιδί να μοιράζεται μαζί μας τα δικά του κομμάτια.
Έκφραση Συναισθήματος
Για να δημιουργήσουμε ένα κλίμα αλληλο-επικοινωνίας με το παιδί μας είναι σημαντικό να μοιραζόμαστε το συναίσθημά μας μαζί του ειδικά όταν το καταλαβαίνει από μόνο του. Για παράδειγμα, αν το παιδί μας, μας ρωτήσει «Μαμά/Μπαμπά, γιατί είσαι θυμωμένη/ος σήμερα», είναι προτιμότερο να δώσουμε μια απάντηση έστω και αφηρημένη «κάτι συνέβη στη δουλειά, αλλά δεν είναι τίποτα τώρα που είμαι μαζί σου θα μου περάσει» (χαμογελώντας), παρά να ακυρώσουμε αυτό που το παιδί λαμβάνει από εμάς λέγοντας «δεν έχω τίποτα» και αλλάζοντας θέμα.
Η πρώτη απάντηση θα διδάξει το παιδί ότι είναι αποδεκτό να μιλάμε για τα συναισθήματά μας ενώ η δεύτερη το αντίθετο οδηγώντας το στο να αντιδράσει ανάλογα όταν το ίδιο βιώσει παρόμοιο συναίσθημα. Η αποδοχή και έκφραση συναισθήματος από τον γονιό λειτουργεί σαν πρότυπο για το παιδί και το καθιστά ικανό να αναγνωρίζει και να εκφράζει τα συναισθήματά του, συνεπώς δημιουργείται ένας δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα σε γονιό και παιδί.
Σεβασμός
Είναι σημαντικό για το παιδί να αισθανθεί ότι αντιμετωπίζουμε αυτά που μας εμπιστεύεται με σεβασμό, να αναγνωρίσει ότι αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες του με σοβαρότητα. Για ένα παιδί είναι πολύ δύσκολο να εκφράσει τα λάθη του στον γονιό, ενώ τα άγχη του στο μυαλό του φαντάζουν τεράστια, αν εμείς τα αντιμετωπίσουμε ως αστεία ή επουσιώδη δίνουμε το μήνυμα στο παιδί ότι αυτά που βιώνει δεν είναι αρκετά σημαντικά για μας.
Εμπιστοσύνη και ασφάλεια
Απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσει το παιδί μας να μας μιλάει για όσα συμβαίνουν στη ζωή του είναι να δημιουργήσουμε ένα πλαίσιο ασφάλειας, εμπιστοσύνης και σεβασμού μέσα στην οικογένεια. Ο φόβος τιμωρίας και η ανασφάλεια που αυτός δημιουργεί θα λειτουργήσει ανασταλτικά στην ανάγκη του παιδιού να μας μιλήσει για τις δυσκολίες και τα λάθη του.
Είναι σημαντικό για το παιδί να νιώθει ότι οτιδήποτε και αν συμβαίνει στη ζωή του μπορεί να το συζητήσει με τους γονείς χωρίς να φοβάται την τιμωρία και την αυστηρή κριτική. Ξεκαθαρίζουμε στο παιδί ότι ο λόγος που ζητάμε να γνωρίζουμε αυτά που συμβαίνουν στη ζωή του δεν είναι για να επιφέρουμε τιμωρία αλλά για να το βοηθήσουμε. Η αποστέρηση προνομίων μπορεί να έλθει μετά από ένα λάθος του παιδιού αλλά με στόχο να μάθει μέσα από την ανάληψη ευθύνης και όχι την τιμωρία καθεαυτή.
Επιπροσθέτως η ασφάλεια και εμπιστοσύνη προϋποθέτουν την ειλικρίνεια από μέρους του γονιού και τη ‘συνέχεια και συνέπεια’ ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις του. Για παράδειγμα, αν υποσχεθούμε στο παιδί ότι αν μας πει τι συμβαίνει δεν θα το τιμωρήσουμε είναι σημαντικό να κρατήσουμε την υπόσχεσή μας.
Καλύτερο ίσως θα ήταν να πούμε από την αρχή ότι θα ακούσουμε με προσοχή το παιδί, θα το στηρίξουμε αλλά αν τελικά συμφωνήσουμε από κοινού ότι οι πράξεις του επιδέχονται κάποιου τύπου ‘τιμωρία’ τότε και πάλι θα τη συμφωνήσουμε μαζί και θα την αποδεχτούμε και οι δύο. Αυτή η συμπεριφορά δείχνει από τη μια στο παιδί ότι δεν του λέμε ψέματα και μπορεί να μας εμπιστευτεί και από την άλλη το βοηθάμε να αναλάβει την ευθύνη των πράξεών του.
Το ίδιο ισχύει και αν υποσχεθούμε στο παιδί ότι θα είμαστε εχέμυθοι και δεν θα μοιραστούμε αυτά που θα μας πει με κάποιον άλλον. Αν ‘προδώσουμε’ την εμπιστοσύνη του παιδιού χωρίς τη συγκατάθεσή του, του δημιουργούμε έντονη ανασφάλεια και πολύ δύσκολα θα μας εμπιστευτεί ξανά.
Η εμπιστοσύνη, η ασφάλεια και ο σεβασμός μέσα στη σχέση μας με το παιδί δεν αποκτούνται αυτόματα αλλά αποτελούν κομμάτια μιας χρονοβόρας διαδικασίας που ξεκινά από τη γέννηση του παιδιού. Δεν μπορούμε να ζητάμε από το παιδί μας όταν φτάσει στην εφηβεία ξαφνικά να αρχίσει να μοιράζεται πράγματα μαζί μας αν δεν έχει μάθει αυτό το ‘μοίρασμα’ μέσα από τη μεταξύ μας σχέση.
Αγάπη
Τέλος το παιδί έχει ανάγκη να νιώθει ότι το αγαπάμε ό, τι και αν κάνει, ότι και αν μας πει. Η αγάπη μας προς το παιδί πρέπει να είναι χωρίς όρους, και αυτό να περάσει ξεκάθαρα στο παιδί από τη βρεφική του ηλικία.
Πηγή : mothersaffair.com
synoro
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment