Όποιος δεν έχει διαβάσει κρυφά με το φως του κλεφτοφάναρου κάτω από τα σκεπάσματα του, επειδή ο πατέρας ή η μητέρα του ή κάποιο άλλο καλοπροαίρετο πρόσωπο του 'σβηνε το φως, με την αιτιολογία ότι είναι πια ώρα για ύπνο και ότι το πρωί πρέπει να σηκωθεί νωρίς....
"Ιστορία χωρίς τέλος" Μίχαελ Έντε
Ο
αέρας φύσαγε σαν γύφτος. Έλεγες πως βάλθηκε ν' ανάψει κάπου μια θεόρατη
φωτιά για να ζεστάνει τον κόσμο. Γιατί κρύωνε ο καημένος ο κόσμος τούτο
το φθινόπωρο. Κρύωνε σαν αμαρτωλός. Κρύωναν και τα σπίτια αυτής της
πόλης. Είχαν στριμωχτεί εκεί απά-νου στην ποδιά του βουνού, απ' τα παλιά
τα χρόνια, και τώρα μετάνιωναν. Μα ήταν πια πολύ αργά. Τώρα είχαν γίνει
πόλη. Σηκώνεται και φεύγει, έτσι εύκολα, μια πόλη;
Για να λέμε όμως την αλήθεια το κρύο δεν είχε λόγο να κοπιάσει τόσο
νωρίς. Ούτε κι ο καζαμίας συμφωνούσε μαζί του. Οι παγωνιές ήταν ακόμα
μακριά. Έπηζαν τα ποτάμια και δένανε τα νερά. Αυτές ήταν οι
χειμωνιάτικες δουλειές του αέρα. Μα το Σεπτέμβρη μήνα δε γίνονται αυτά
τα καμώματα. Οι αέρηδες είναι ακόμα μαλακοί. Μυρίζουν ώριμα φρούτα. Δε
θέλουν σύννεφα μαζί τους, πάνε ανάλαφροι σαν ξυπόλυτα αγόρια.
Να,
σαν κι αυτό το ξυπόλυτο αγόρι που τρέχει απόψε πάνω στο δρόμο που
φέρνει στην πόλη. Τρέχει γιατί κρυώνει και γιατί το σπρώχνει ο αέρας σαν
κουρελάκι. Τ' όνομα του Μέλιος, μα δε χρειάζεται, γιατί κανείς δεν το
ρωτάει. Τώρα περνάει το μεγάλο δρόμο με τις ακακίες που σκίζει την πόλη
στα δυο. Είναι καλοφτιαγμένος δρόμος. Τα καλοκαίρια μοσχοβολάει δυνατά
απ' τη δεντροστοιχία και, τα περβόλια που απλώνονται πλάι του. Κάθε
Κυριακή τον καταβρέχουν κιόλα μ' ένα τρύπιο βαρέλι που το φορτώνουν σ'
ένα δίτροχο, για να μη σκονίζονται τα φουστάνια των κοριτσιών. Καλή
συνήθεια... Γιατί αλλιώτικα τα κορίτσια μπορεί να μην έβγαιναν περίπατο,
και τότε τι χάρη θα είχε ένας εξοχικός δρόμος χωρίς κορίτσια;
Το ξυπόλυτο αγόρι έφτασε τώρα στο γεφύρι όπου αντάμωναν ο δρόμος με τον ποταμό και κάνανε σταυρό. Από δω θα περάσει, να χωθεί στους σκούρους μαχαλάδες. Απ'αυτό το παλιό γεφύρι που τα θεμέλια του τρέμουνε απ' το βιαστικό νερό. Αυτό το ποτάμι από αύριο θα μπει στη μικρή του ζωή.
Το ξυπόλυτο αγόρι έφτασε τώρα στο γεφύρι όπου αντάμωναν ο δρόμος με τον ποταμό και κάνανε σταυρό. Από δω θα περάσει, να χωθεί στους σκούρους μαχαλάδες. Απ'αυτό το παλιό γεφύρι που τα θεμέλια του τρέμουνε απ' το βιαστικό νερό. Αυτό το ποτάμι από αύριο θα μπει στη μικρή του ζωή.
Γιατί, πιο κάτου, πάει και ποτίζει τις μικρές λεύκες, που ζώνουνε τον αυλόγυρο του σκολειό. Κυλά και φέρνει γύρω το κάτασπρο χτίριο και το τυλίγει σαν νερογάλαζη φασκιά. Από δω φαίνεται καλά η κόκκινη σκεπή του, οι δυο κολόνες που στέκονται ολόρθες μπροστά στην πόρτα του, τα φαρδιά του παράθυρα. Όμορφα που θα είναι εκεί μέσα από αύριο... Τα παιδιά θα μπορούν να 'χουνε από ένα κασκέτο με κουκουβάγια στο κεφάλι και να μιλούν μεγαλίστικα.
Το σκολειό αυτό ήταν ολόιδιο με τ' όνειρο του. Έτσι άσπριζαν οι τοίχοι του κι έτσι έφεγγαν τα παράθυρα του τις νύχτες της μοναξιάς. Έτσι φαίνονταν απ' το χορταρένιο στρώμα του...
"Ένα παιδί μετράει τ΄άστρα" Μενέλαος Λουντέμης
Δείτε πολλά ακόμη στο Λόλα, να ένα άλλο
No comments:
Post a Comment