Ένα παραμύθι για τα πρωτάκια
Μια φορά κι έναν καιρό ο Σεπτέμβρης που ήταν ένα αγόρι, χορτασμένο ήλιο και παιχνίδι, και βέβαια με ωραίο χρώμα απ’ το καλοκαίρι, πείσμωσε.
Καλοκάθισε στην άκρη του δρόμου που θα τον έφερνε στη γη κι αρνιόταν να πάει στον προορισμό του.
Πέσανε επάνω του όλοι για να τον μεταπείσουν. Πείσμα αυτός, ανένδοτος, δεν μιλούσε σε κανέναν!
Τελευταίος τον πλησίασε ο μπαμπάς του ο Χρόνος:
«Πες μου αμέσως τι συμβαίνει» του λέει.
«Τι πράγματα είναι αυτά; Πρέπει να πας Σεπτέμβρη, ν΄ αρχίσει ο τρύγος, να ξεπροβοδιστούν τα χελιδόνια για το ταξίδι τους, να πάρουν το κιτρινοκόκκινο χρώμα τα φύλλα των δέντρων. Και βέβαια πρέπει να πας για ν’ ανοίξουν τα σχολεία παιδί μου! Χιλιάδες παιδιά περιμένουν! Πως μπορείς εσύ να τεμπελιάζεις;»
«Δεν είμαι τεμπέλης»
άρχισε επιτέλους να μιλάει ο Σεπτέμβρης.
«Απλώς δεν βλέπω το λόγο για να πάω. Κοίτα τους ανθρώπους τριγύρω σου πατέρα. Ήταν ποτέ άλλοτε χειρότερα; Δες τους: Τόσο λυπημένοι και σκυθρωποί… Άρρωστοι χωρίς φάρμακα, άνθρωποι χωρίς δουλειές, πονοκεφαλιασμένοι από λογαριασμούς, τηλεθεατές που βλέπουν μετανάστες να τους καταπίνουν οι θάλασσες και νησιά να γίνονται στάχτη, άνθρωποι χωρίς ελπίδα, πες μου βρε μπαμπά, ποιος θα το καταλάβει αν ξεχαστούν τα χελιδόνια εδώ;
«Πες μου αμέσως τι συμβαίνει» του λέει.
«Τι πράγματα είναι αυτά; Πρέπει να πας Σεπτέμβρη, ν΄ αρχίσει ο τρύγος, να ξεπροβοδιστούν τα χελιδόνια για το ταξίδι τους, να πάρουν το κιτρινοκόκκινο χρώμα τα φύλλα των δέντρων. Και βέβαια πρέπει να πας για ν’ ανοίξουν τα σχολεία παιδί μου! Χιλιάδες παιδιά περιμένουν! Πως μπορείς εσύ να τεμπελιάζεις;»
«Δεν είμαι τεμπέλης»
άρχισε επιτέλους να μιλάει ο Σεπτέμβρης.
«Απλώς δεν βλέπω το λόγο για να πάω. Κοίτα τους ανθρώπους τριγύρω σου πατέρα. Ήταν ποτέ άλλοτε χειρότερα; Δες τους: Τόσο λυπημένοι και σκυθρωποί… Άρρωστοι χωρίς φάρμακα, άνθρωποι χωρίς δουλειές, πονοκεφαλιασμένοι από λογαριασμούς, τηλεθεατές που βλέπουν μετανάστες να τους καταπίνουν οι θάλασσες και νησιά να γίνονται στάχτη, άνθρωποι χωρίς ελπίδα, πες μου βρε μπαμπά, ποιος θα το καταλάβει αν ξεχαστούν τα χελιδόνια εδώ;
Ποιος νοιάζεται για το φθινόπωρο και τα χρώματά του πια; Οι άνθρωποι μόνο την φτώχεια τους κοιτάνε τώρα. Δεν πάω πουθενά, εδώ θα μείνω…»«Καλό μου αγόρι» του λέει ο πατέρας του, ο σοφός ο Χρόνος. «Δίκαιο έχεις, αλλά την ίδια στιγμή κάνεις και λάθος!
Δεν γίνεται να τα ξεχνάς τα παιδιά που σε περιμένουν στα σχολειά. Και να σου πω και το πιο σημαντικό;
Γιατί νομίζεις ότι υπάρχουν σχολεία Σεπτέμβρη μου; Για τους αριθμούς, τις γραμματικές και τις χημείες;
Λάθος καλέ μου!
Για να γίνονται οι άνθρωποι, Άνθρωποι με το άλφα τους κεφαλαίο, γι αυτό υπάρχουν τα σχολεία.
Για να μάθουν να σέβονται τη Ζωή, τη Φύση. Για να σέβονται το Δίκαιο, να σέβονται το γέλιο των παιδιών. Το σχολείο υπάρχει για να κάνει τα παιδιά ενεργούς πολίτες όταν μεγαλώσουν, όχι θλιβερούς τηλεθεατές με σταυρωμένα χέρια.Σήκω Σεπτέμβρη μου και πήγαινε στο πόστο σου. Δεν υπάρχει άλλη ελπίδα καλέ μου. Τα παιδιά σε περιμένουν!
Οι μεγάλοι άνθρωποι θα πρέπει να βρουν τον τρόπο για να συμμαζέψουν τη λύπη, το θυμό και τη φτώχεια τους.
Κι αν τους έχει μείνει και λίγο μυαλό μ’ όλα αυτά που τους βρήκαν, στα σχολεία πρώτα θ’ απλώσουν τα χέρια τους. Αυτά πρέπει να στηρίξουν, όπως κι όσο μπορούν περισσότερο».
Άκουσε ο Σεπτέμβρης προσεκτικά τον μπαμπά του κι όπως κάθε καλό παιδί, υπάκουσε.
Άκουσε ο Σεπτέμβρης προσεκτικά τον μπαμπά του κι όπως κάθε καλό παιδί, υπάκουσε.
Άλλωστε ο πατέρας είχε δίκαιο. Έτσι ακριβώς είχαν τα πράγματα. Μπήκε στη ζωή των ανθρώπων λοιπόν και στα ημερολόγιά τους.
Γι αυτό και κατάφεραν σήμερα, παρόλα αυτά, ν’ ανοίξουν τα σχολεία.
Κική Δημητριάδου, συγγραφέας και νηπιαγωγός
Κική Δημητριάδου, συγγραφέας και νηπιαγωγός
No comments:
Post a Comment