
Βρέθηκε λοιπόν υποχρεωμένος να υπογράφει ένα χαρτί παρουσίας κάθε πρωί. Ακριβώς στις οκτώ, μια ώρα απαίσια, γεμάτη χασμουρητά, παραλυμένα μέλη και νεύρα. Η ώρα που κάνει καταθλιπτική την υπαλληλική του υπόσταση.
Αγόρασε ένα ξυπνητήρι. Ένα τενεκεδένιο «σάιλεντ τικ», που αυτοδιορίστηκε ρυθμιστής της ζωής του. Όταν η πρωινή τεμπελιά γινότανε Σειρήνα και τραγουδούσε στ’ αυτί του «κοιμήσου λίγο ακόμα», το σάιλεντ τικ έστελνε το κουδουνάκι του να γίνει κλητήρας της ευσυνειδησίας. Σήμαινε το συναγερμό του καθήκοντος. «Ξύπνα. Γραφείο. Υποχρεώσεις. »
Μισούσε αφάνταστα αυτό το μικρό μετάλλινο εργαστήριο, που φαμπρικάριζε όλες του τις ανησυχίες. Κι ήρθαν οι ζέστες, οι σαράντα δύο βαθμοί του θερμομέτρου, φέρνοντας μαζί τους καυτά σεντόνια και καυτές αϋπνίες. Η πρώτη βραδιά πέρασε λευκή, γεμάτη βαγκνερικούς εφιάλτες. Τη δεύτερη το ’ρίξε έξω.
Έξω από ένα ζαχαροπλαστείο με πρασινάδες, πανω σε μια πολυθρόνα πάνινη, από κείνες που τιμούνε τις ανατολίτικες αρετές μας, κατάπινε παγωμένα σιρόπια, εξέπνεε εγκελαδική αγανάκτηση, λυπόταν τους τσουρουφλισμένους συνανθρώπους του και παρακαλούσε τον Αίολο να στείλει μια ευνοϊκή πνοή πάνω απ’ την άσφαλτο.

Πέρασαν έτσι οι δύο, οι τρεις, οι τέσσερις. Ο αυγερινός βγήκε από τον Υμηττό να κάνει την πρωινή του επιθεώρηση. Τότε άρχισε να αισθάνεται νύστα. Πήγε να κοιμηθεί.

Σηκώθηκε γεμάτος αγανάκτηση. Αναλογίστηκε το καθήκον, την υπογραφή, τον προϊστάμενο, την κατσάδα, το πρόστιμο. Ύστερα πήρε το ξυπνητήρι που κουδούνιζε όλες αυτές τις ηθικές έννοιες, το ζύγισε στο χέρι του και το πέταξε απ’ το παράθυρο.
Ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής του.
***
Νίκος Τσιφόρος – Ο πρώτος Τσιφόρος των εκδόσεων ΕρμήςΑντικλείδι
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι
No comments:
Post a Comment