Είμαι 8 χρονών. Έχω μόλις μάθει να κάνω βουτιά και νιώθω πολύ
περήφανη γι αυτό. Μπροστά μου ο μόλος φαντάζει απειλητικός και μαγικός
συνάμα. Είναι ένα μέρος γεμάτο μυστήρια όπου τα μεγάλα παιδιά- τα
μυημένα στα μυστικά του μόλου- μπορούν να πηδάνε πάνω από τα βράχια και
να πέφτουν στα βαθιά νερά του κόλπου. Εκεί που εμείς τα μικρά δεν
τολμούσαμε να πάμε.
Σήμερα όμως ήταν η σειρά μου. Θα έκανα εγώ την βουτιά από το μόλο.
Με το βλέμμα μου αναζητώ τη μαμά μου. Θέλω να με δει σήμερα, θέλω να νιώσει περήφανη για μένα. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά; Άραγε πρόσεξε ότι είμαι πάνω στο βράχο; Μαμά, φωνάζω και της κάνω νοήματα με τα χέρια. Μαμά, κοίτα, κοίτα! Μαμααααα ακούω τη φωνή μου να με ακολουθεί καθώς πέφτω στο παγωμένο νερό. Νιώθω να βυθίζομαι και μια παράξενη παγωνιά με τυλίγει. Είμαι μέσα στο νερό, τα κατάφερα, πήδηξα από το μόλο.
Στην πρώτη ανάσα έξω από το νερό, ψάχνω τη μητέρα μου. Μαμά, πως τα πήγα; της φωνάζω. Μαμά, πες μου, τα κατάφερα;
Τα κατάφερα μαμά; ρωτάω καθώς βρίσκομαι ξαπλωμένη σε ένα κρεββάτι. Τα πάντα τώρα είναι διαφορετικά. Δεν είμαι πια 8 χρονών, ο μόλος έχει εξαφανιστεί και δεν μπορώ πουθενά να διακρίνω τη μαμά μου. Κοιτάζω τα χέρια μου και δεν τα αναγνωρίζω. Δεν είναι δικά μου τα χέρια αυτά, είναι χέρια μιας γριάς γυναίκας. Και είναι τόσο αδύναμα, σα να μην έχουν πια ζωή να κρατήσουν.
Στην τελευταία μου ανάσα ψιθυρίζω, μαμά πες μου, τα κατάφερα;
Πετάγομαι ιδρωμένη από το κρεββάτι. Κοιτάζω γύρω μου, για λίγα λεπτά δεν μπορώ να καταλάβω που βρίσκομαι. Ανάβω το φως και αγγίζω τα χέρια μου. Δεν είναι γερασμένα, είναι τα δικά μου, αυτά που αναγνωρίζω. Το παιδί μου μέσα στον ύπνο του σφίγγει τα μάτια του. Κλείνω πάλι το φως. Τον σκεπάζω και ηρεμεί. Τα χέρια μου τρέμουν καθώς ακόμα ακούω σαν ηχώ τη φωνή μου να ρωτάει, μαμά τα κατάφερα;
Ήταν άραγε όνειρο όλο αυτό ή ένα ασυνείδητο ταξίδι στο παρελθόν και το μέλλον μου; Τι ακριβώς ρωτάω την μητέρα μου και τι περιμένω να μου απαντήσει; Στα οχτώ μου χρόνια ζητάω την αποδοχή της για το “κατόρθωμα” μου, τι της ζητάω όμως μέσα στο όνειρο λίγο πριν έρθει το τέλος; Μαμά πως τα πήγα τελικά; Τα κατάφερα;
Παίζει περίεργα παιχνίδια το μυαλό μας. Εκεί που νιώθεις δυνατός, να ένα όνειρο έρχεται να σου θυμίσει τις τόσες αφανείς ημέρες που είχες κρύψει βαθιά μέσα σου. Και ξαναγίνεσαι αυτό το παιδί που αναζητά το μπράβο του γονιού του, το χέρι της μητέρας του να το αγκαλιάσει και να του πει ναι παιδί μου, τα πήγες καλά.
Νιώθω την απαλή ανάσα του γιου μου καθώς κοιμάται δίπλα μου. Τον παρατηρώ και σκέφτομαι όλες εκείνες τις φορές που ψάχνει το βλέμμα μου για αποδοχή. Που γεμάτος λαχτάρα με ρωτάει μαμά τα πήγα καλά;- λες και η δική μου απάντηση θα άλλαζε τη ροή του κόσμου του.
Μεγάλωσα και έγινα γυναίκα. Έτρεξα να φύγω μακριά από τις αφανείς ημέρες που ήθελα να ξεχάσω. Σε κάθε βήμα όμως μια φωνούλα μέσα μου ρωτούσε, μαμά τα κατάφερα; Και δεν μπορούσα να διακρίνω την απάντηση μέσα στο θόρυβο.
Μεγάλωσα και έγινα μητέρα. Και ξαφνικά σταμάτησα να ρωτάω αν τα κατάφερα γιατί ένα μικρό πλάσμα απαιτούσε να τα καταφέρω.
Μεγάλωσα και νιώθω να χάνομαι στους ρόλους μου και στις απαιτήσεις τους.
Και ακόμα πιάνω τον εαυτό μου να ρωτάει τις νύχτες, τα πήγα καλά μαμά; Τα κατάφερα;
Fragkiska Megaloudi
antikleidi.com
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι
Σήμερα όμως ήταν η σειρά μου. Θα έκανα εγώ την βουτιά από το μόλο.
Με το βλέμμα μου αναζητώ τη μαμά μου. Θέλω να με δει σήμερα, θέλω να νιώσει περήφανη για μένα. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά; Άραγε πρόσεξε ότι είμαι πάνω στο βράχο; Μαμά, φωνάζω και της κάνω νοήματα με τα χέρια. Μαμά, κοίτα, κοίτα! Μαμααααα ακούω τη φωνή μου να με ακολουθεί καθώς πέφτω στο παγωμένο νερό. Νιώθω να βυθίζομαι και μια παράξενη παγωνιά με τυλίγει. Είμαι μέσα στο νερό, τα κατάφερα, πήδηξα από το μόλο.
Στην πρώτη ανάσα έξω από το νερό, ψάχνω τη μητέρα μου. Μαμά, πως τα πήγα; της φωνάζω. Μαμά, πες μου, τα κατάφερα;
Τα κατάφερα μαμά; ρωτάω καθώς βρίσκομαι ξαπλωμένη σε ένα κρεββάτι. Τα πάντα τώρα είναι διαφορετικά. Δεν είμαι πια 8 χρονών, ο μόλος έχει εξαφανιστεί και δεν μπορώ πουθενά να διακρίνω τη μαμά μου. Κοιτάζω τα χέρια μου και δεν τα αναγνωρίζω. Δεν είναι δικά μου τα χέρια αυτά, είναι χέρια μιας γριάς γυναίκας. Και είναι τόσο αδύναμα, σα να μην έχουν πια ζωή να κρατήσουν.
Στην τελευταία μου ανάσα ψιθυρίζω, μαμά πες μου, τα κατάφερα;
Πετάγομαι ιδρωμένη από το κρεββάτι. Κοιτάζω γύρω μου, για λίγα λεπτά δεν μπορώ να καταλάβω που βρίσκομαι. Ανάβω το φως και αγγίζω τα χέρια μου. Δεν είναι γερασμένα, είναι τα δικά μου, αυτά που αναγνωρίζω. Το παιδί μου μέσα στον ύπνο του σφίγγει τα μάτια του. Κλείνω πάλι το φως. Τον σκεπάζω και ηρεμεί. Τα χέρια μου τρέμουν καθώς ακόμα ακούω σαν ηχώ τη φωνή μου να ρωτάει, μαμά τα κατάφερα;
Ήταν άραγε όνειρο όλο αυτό ή ένα ασυνείδητο ταξίδι στο παρελθόν και το μέλλον μου; Τι ακριβώς ρωτάω την μητέρα μου και τι περιμένω να μου απαντήσει; Στα οχτώ μου χρόνια ζητάω την αποδοχή της για το “κατόρθωμα” μου, τι της ζητάω όμως μέσα στο όνειρο λίγο πριν έρθει το τέλος; Μαμά πως τα πήγα τελικά; Τα κατάφερα;
Παίζει περίεργα παιχνίδια το μυαλό μας. Εκεί που νιώθεις δυνατός, να ένα όνειρο έρχεται να σου θυμίσει τις τόσες αφανείς ημέρες που είχες κρύψει βαθιά μέσα σου. Και ξαναγίνεσαι αυτό το παιδί που αναζητά το μπράβο του γονιού του, το χέρι της μητέρας του να το αγκαλιάσει και να του πει ναι παιδί μου, τα πήγες καλά.
Νιώθω την απαλή ανάσα του γιου μου καθώς κοιμάται δίπλα μου. Τον παρατηρώ και σκέφτομαι όλες εκείνες τις φορές που ψάχνει το βλέμμα μου για αποδοχή. Που γεμάτος λαχτάρα με ρωτάει μαμά τα πήγα καλά;- λες και η δική μου απάντηση θα άλλαζε τη ροή του κόσμου του.
Μεγάλωσα και έγινα γυναίκα. Έτρεξα να φύγω μακριά από τις αφανείς ημέρες που ήθελα να ξεχάσω. Σε κάθε βήμα όμως μια φωνούλα μέσα μου ρωτούσε, μαμά τα κατάφερα; Και δεν μπορούσα να διακρίνω την απάντηση μέσα στο θόρυβο.
Μεγάλωσα και έγινα μητέρα. Και ξαφνικά σταμάτησα να ρωτάω αν τα κατάφερα γιατί ένα μικρό πλάσμα απαιτούσε να τα καταφέρω.
Μεγάλωσα και νιώθω να χάνομαι στους ρόλους μου και στις απαιτήσεις τους.
Και ακόμα πιάνω τον εαυτό μου να ρωτάει τις νύχτες, τα πήγα καλά μαμά; Τα κατάφερα;
Fragkiska Megaloudi
antikleidi.com
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι
No comments:
Post a Comment