Wednesday, 30 January 2019

Το γεράνι και το καναρίνι

«ΜΑ ΝΑ ΜΗ Σ' ΕΧΩ ακούσει έστω μια φορά να κελαηδήσεις χαρούμενα;» παραπονέθηκε το γεράνι στο καναρίνι.
«Πώς να τραγουδήσω χαρούμενα;» είπε μέσα απ' το κλουβί του το καναρίνι.
«Κοίταξε τι όμορφα και δυνατά φτερά που έχω...
… και δεν έχω ουρανό. 
Δεν έχω ουρανό!» είπε και το πήραν τα δάκρυα.
«Έλα, μην κάνεις έτσι! Κι εγώ μέσα στη γλάστρα σαν σε κλουβί είμαι.
Έχω κι εγώ τα δικά μου "φτερά", τις ρίζες μου, που θα ήθελα να τις απλώσω στο χώμα, αλλά...

Όμως, έλα! Καν’ το για μένα να τραγουδήσεις χαρούμενα μια φορά κι εγώ θα σου στείλω το πιο λαμπερό μου χρώμα.
Άκου, καναρίνι μου. Για να λευτερωθούμε, θα πρέπει πρώτα v' αγαπήσουμε τη φυλακή μας.
Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να βρούμε τον τρόπο να σπάσουμε τα δεσμά. Θα δεις...»
Το καναρίνι άρχισε δειλά-δειλά να κάνει πιο γλυκό το τραγούδι του και όλα άλλαξαν μεμιάς...
«Έχεις ένα πολύ δυνατό ράμφος, καναρίνι μου.
Αυτό είναι το όπλο σου.
Σχεδίασε λοιπόν έναν κύκλο στη βάση του κλουβιού, ίσα να χωράει τη σκιά σου, και από αύριο κιόλας θ' αρχίσεις να χτυπάς τα σημεία του κύκλου.
Κάποτε αυτός θ' ανοίξει, πίστεψέ με, και τότε οι ουρανοί θα σε δεχτούν στην αγκαλιά τους,
εσένα, τον πιο γενναίο και γλυκό τραγουδιστή».


Όταν λοιπόν όλοι έφευγαν από το σπίτι για τη δουλειά τους, το καναρίνι τραγουδούσε χαρούμενα στο αγαπημένο του γεράνι και μετά άρχιζε να χτυπά τα σημεία του κύκλου με το ράμφος του.
Σε λίγες μέρες άνοιξε κιόλας η πρώτη τρύπα.
Έτσι συνέχισε να χτυπά για μήνες και ένα πρωί, επιτέλους, άνοιξε η πόρτα για την ελευθερία!

Το καναρίνι έμεινε για λίγο ακόμα.
Κοίταξε με δάκρυα χαράς για τελευταία φορά τη φυλακή του και μετά άνοιξε τα φτερά του για τον καταγάλανο ουρανό.
Πέταξε ψηλά, μετά κατέβηκε, πήγε πάνω από τη λίμνη, γύρισε, κάθισε στη μηλιά, μετά στο κυπαρίσσι. Άρχισε να τραγουδάει τον πιο γλυκό του σκοπό στο αγαπημένο του γεράνι κι εκείνο άκουγε συγκινημένο.
«Τώρα πήγαινε να βρεις το ταίρι σου. Σε περιμένει. Ψάξε!Άντε, πήγαινε, αλλά κάπου άπου να έρχεσαι να σε βλέπω και να μου λες τα νέα του κόσμου. Μη με ξεχάσεις» είπε το γεράνι με σιγανή φωνή.

Ήταν αρχή της άνοιξης.
Την ίδια μέρα κιόλας βρήκε τα άλλα καναρίνια στο δάσος κι όλα μαζί πέταξαν για το ποτάμι.
Τις επόμενες μέρες βρήκε το ταίρι του, μια πανέμορφη καρδερίνα, και αποφάσισαν να κάνουν μαζί τη φωλιά τους αυτή την άνοιξη.
Άρχισαν να απομακρύνονται από τα άλλα πουλιά καν να πετούν οι δυο τους με τις ώρες πότε στο ποτάμι, πότε γύρω από τη λίμνη.
Ένα απόγευμα το καναρίνι διηγήθηκε στην αγαπημένη του την πονεμένη του ιστορία με το κλουβί και η καρδερίνα συγκινημένη του είπε:
«Πρέπει όμως κι εμείς να βοηθήσουμε το γεράνι να λευτερωθεί.
Και... έχω την ιδέα!».

Την άλλη μέρα νωρίς το πρωί πήγαν στο γεράνι.
«Αυτή είναι η αγαπημένη μου και έχει να σου προτείνει κάτι για να λευτερωθείς από τη γλάστρα».

«To νερό που σου βάζει η νοικοκυρά να το χύνεις» είπε τρυφερά η καρδερίνα
«έτσι ώστε να μαραθείς, να λιποθυμήσεις και τότε ίσως σε βάλουν στον κήπο».

«Στον δικό σου ουρανό!» συμπλήρωσε το καναρίνι.
Το γεράνι, αφού το σκέφτηκε λίγο, είπε:
«E, ας το κάνω λοιπόν!».
Τις επόμενες μέρες άρχισε να μαραίνεται.
Η νοικοκυρά το έβγαλε από τη γλάστρα και πήγε να το πετάξει.
Όμως η γερόντισσα μητέρα της το πήρε και το φύτεψε δίπλα στο γιασεμί.
Σε λίγες μέρες το γεράνι αναστήθηκε, άρχισε να απλώνει ελεύθερα τις ρίζες του και να βλασταίνει.
Μέσα στον μήνα γέμισε λουλούδια με το πιο λαμπερό κόκκινο χρώμα.
Τα καναρίνια ήρθαν με τους φίλους τους και γιόρτασαν την ελευθερία του γερανιού.

Το γιασεμί έκανε μια πρόταση στο καναρίνι:
«Κάντε τη φωλιά σας στα κλαδιά μας, να είμαστε όλοι εδώ αγαπημένοι».
Έτσι κι έγινε.
Η καρδερίνα γέννησε πέντε αβγά.
Βγήκαν τα πουλιά μέσα στην άνοιξη, όλα μαζί γέμισαν με φτερουγίσματα και τραγούδια τον κήπο.

Το γεράνι σκέπασε τον φράχτη με λουλούδια.
Ο κήπος έγινε μια χαρούμενη γιορτή.
Η νοικοκυρά πέταξε το κλουβί και κάθε πρωί άφηνε την τροφή στα ελεύθερα πουλιά.

Έτσι, έζησαν αυτά καλά κι εμείς καλύτερα.

Έγραψε ο ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΤΩΝ ΑΝΩΓΕΙΩΝ
27 Ιανουαρίου 2019 — ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

No comments:

Post a Comment

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki