Μια φορά κι έναν καιρό ζούσα σε μια γειτονιά.
Μια
γειτονιά από αυτές που μύριζαν πεύκο και βρεγμένο χώμα και είχαν
γιασεμιά στις γλάστρες να ανακατεύουν την ευωδιά τους με τα φρεσκοψημένα
σουτζουκάκια και το ζυμωτό ψωμί.
Αλλά το
σημαντικό σε αυτή τη γειτονιά δεν ήταν αυτό. Το σημαντικό στη γειτονιά
μου ήταν ότι μύριζε ανθρωπιά και απλωμένα χέρια. Όπου κι αν γυρνούσες το
βλέμμα σου, όπου κι αν έστρεφες την ανάγκη σου έβλεπες ανθρώπους από
αυτούς που σε βάζουν στο σπίτι τους και σου απλώνουν το χέρι.
Η πρώτη
μου ανάμνηση είναι ο στάβλος του κυρ Βασίλη που έστεκε ακόμα
ανυποψίαστος απέναντι από την πολυκατοικία μας. Θυμάμαι ακόμα που
κατεβαίναμε μαζί με τη μάνα μου να πάρουμε το φρέσκο αυγουλάκι και το
γάλα από εκείνη την τσίγκινη κανάτα του γαλατά. Την ίδια ώρα η μυρωδιά
του φρεσκοψημένου ψωμιού από τον φούρνο του Τζίκα πλημμύριζε τη γειτονιά
τόσο, που κάθε φορά που πήγαινα να πάρω ψωμί γυρνούσα πίσω με το
καρβέλι μισοφαγωμένο. Κολλητά με την πολυκατοικία μας έστεκε ένα
υφαντουργείο. Και παραδίπλα ένα άλλο, να παράγει υφάσματα και να δίνει
δουλειά στη μισή γειτονιά.
Το κλειδί
πάντα πάνω στην πόρτα – όχι από την μέσα πλευρά, από την έξω – για να
μπορεί να μπαίνει η γειτόνισσα χωρίς να χτυπάει. Οι πόρτες ξεκλείδωτες για να χωράει ο άνθρωπος. Κι εμείς παιδιά να αλωνίζουμε στις αλάνες την ώρα που οι μανάδες μας είχαν χρόνο για καφεδάκι και συμπαράσταση.
Θυμάμαι
ακόμα που αλλάξαμε σπίτι – όχι γειτονιά – και αντί να χάσουμε τους
ανθρώπους βρήκαμε κι άλλους να μας ανοίξουν τις ζωές και τις καρδιές
τους. Η κυρία Βούλα, η Αλίκη, η φίλη μου η Κλειώ και τόσοι άλλοι που θα
χρειαζόμουν ολόκληρο βιβλίο να γράψω τις ιστορίες μας. Τώρα ζούσαμε
απέναντι από το Ανάχωμα. Αυτό το ανάχωμα που αν είχε μιλιά να μιλήσει θα
σου έλεγε για ολόκληρες στρατιές από πιτσιρίκια που μεγάλωσαν μέσα του,
στην κυριολεξία μέσα του. Τότε που δεν υπήρχε ο κίνδυνος κι αν ακόμα
υπήρχε εμείς δεν τον ξέραμε και δεν του επιτρέπαμε να μας στερήσει την
παιδική μας ηλικία. Το ανάχωμα που κάθε απόγευμα έδινε ραντεβού με τη
ζωή και ασφυκτιούσε από παιδικές φωνές και εφηβικούς έρωτες.
Θυμάμαι
την μονοκατοικία που στέκονταν κολλητά στο σπίτι μας και φήμες έλεγαν
ότι ήταν στοιχειωμένη. Και δώστου να ψάχνουμε εμείς για αποδείξεις και
να σκάβουμε για να βρούμε θαμμένα κόκαλα και ανατριχιαστικά πειστήρια.
Στο ορκίζομαι ότι είχαμε βρει καμιά κατοσταριά. Λίγο παραπέρα το πάρκο
σκαρφαλωμένο στην πλαγιά του αναχώματος. Ένα πάρκο γεμάτο ολημερίς και
ολονυχτίς με παιδιά (αλήθεια πότε διαβάζαμε;;;) και άμμο! Πολλή άμμο,
τόση που έμπαινε μέχρι και στα βρακιά μας!
Παιχνίδι
οργανωμένο από εμάς και όχι από τους γονείς μας και διαφωνίες που τις
λύναμε μόνοι μας και καβγάδες από αυτούς που μέχρι να πεις «κύμινο»
είχαν ξεχαστεί. Μήλα, τζαμί, κρυφτό, κουτσό, γκαζάκια, μπαζάρ που
διοργανώναμε για να ανταλλάσσουμε παιχνίδια (είχα καβατζώσει ολόκληρη τη
σειρά του Άρτσι με αυτά τα μπαζάρ) και απίστευτη, χωρίς όρια φαντασία!
Και τι πείραζε που ο δρόμος δεν ήταν ασφαλτοστρωμένος και παίζαμε μέσα
στις λάσπες; Ξέρεις πόσα λασποπαιχνίδια μπορεί να σκαρφιστεί ένα παιδί;
Άντε παίξε με την άσφαλτο!
Θυμάμαι
ακόμα τις πρώτες νεόδμητες πολυκατοικίες της γειτονιάς. Στην αρχή είχε
πλάκα γιατί με τα σπασμένα τούβλα και τα ξύλα φτιάχναμε τις δικές μας
καστροπολιτείες. Γρήγορα όμως η πλάκα έδωσε τη θέση της στη
συνειδητοποίηση. Ο νεοπλουτισμός είχε ήδη αρχίσει να χτυπάει την πόρτα
της γειτονιάς μας κουβαλώντας μαζί του τον «νεοπτωχισμό» της ψυχής και
της ζωής μας. Γίναμε όλοι «κάποιοι» κι όλοι μαζί κανένας.
Η γειτονιά
μου άλλαξε. Έγινε in! Εμείς μετακομίσαμε και πάλι στην ίδια γειτονιά,
αλλά σε δικό μας σπίτι. Τους χάσαμε τους ανθρώπους και δεν βρήκαμε
καινούριους αυτή τη φορά. Κλειστήκαμε στα σπίτια μας και πήραμε το
κλειδί από τη μέσα μεριά, να μην χωράει ο άνθρωπος. Οι αγκαλιές έγιναν
μικρές και οι κίνδυνοι πολλοί. Οι μυρωδιές κρύφτηκαν κι αυτές πίσω από
τις σφραγισμένες ακριβές αλουμινένιες μπαλκονόπορτες. Υπάρχουν μωρέ
αναμνήσεις χωρίς μυρωδιές;
Ότι αγαπώ σ’ αυτή την πόλη βρίσκεται εκεί, στη γειτονιά μου στην Τούμπα. Σε
μια Τούμπα που παιδούλα σχεδόν, τα ζούσε όλα με την αθωότητα και την
παιδική αφέλεια ενός μικρού κοριτσιού με ξέπλεκες κοτσίδες και
σημαδεμένα από το παιχνίδι γόνατα.
Σήμερα η
Τούμπα γέρασε. Κάθε φορά που επισκέπτομαι την γειτονιά μου με πιάνει ένα
σφίξιμο στην καρδιά γιατί πίσω από το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο βλέπω
την ομορφιά των νιάτων της και – ίσως να είναι ιδέα μου – μια σπιρτάδα
στο βλέμμα. Λες να είναι που η ψυχή της ακόμα λαχταράει τις παιδικές
φωνές;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην πόλη μιας άλλης Θεσσαλονίκης.
Αλήθεια.
Και
κάπως έτσι έκανα μια βόλτα στην πρώτη γειτονιά που μου ήρθε στο μυαλό
όταν διάβασα για την όμορφη γειτονιά της Πέτρας, η οποία μας προσκάλεσε
στο δρώμενο «Μια φορά μια γειτονιά». Τι υπέροχη ιδέα!
Εσένα ποια είναι η πρώτη γειτονιά που σου έρχεται στο μυαλό;
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι
No comments:
Post a Comment