Η απώλεια ενός αγαπημένου συγγενικού ή
μη προσώπου είναι ένα αναπόφευκτο κομμάτι στη ζωή κάθε ανθρώπου. Έχει
πολλές εκφάνσεις και αντιμετωπίζεται διαφορετικά από το κάθε άτομο και
διαφορετικά σε κάθε συνθήκη. Ωστόσο, στην ευαίσθητη ηλικία του παιδιού
και του εφήβου, ο θάνατος είναι μία συνθήκη που
ερμηνεύεται και κατανοείται με δυσκολία λόγω μιας πληθώρας αλλαγών που
συμβαίνουν στη γνωστική ανάπτυξη του παιδιού και του εφήβου, των έντονων
συναισθηματικών διακυμάνσεων και της δυσκολίας κατανόησης της
βιολογικής κατάστασης του ανθρώπου.
Κάθε απώλεια μπορεί να δημιουργήσει
εσωτερικό τραύμα αν αυτή δεν επιλυθεί σωστά. Γι’ αυτό το λόγο, είναι
αναγκαίο να υπάρχει η κατάλληλη ενημέρωση για το πώς αντιλαμβάνεται η
έννοια του θανάτου από το παιδί και τον έφηβο, ανάλογα με το αναπτυξιακό
στάδιο που διανύει. Φυσικά, το κάθε παιδί έχει μοναδικά χαρακτηριστικά
προσωπικότητας και ξεχωριστά βιώματα, γι’ αυτό και η προσέγγιση όσο και η
στήριξη του πρέπει να είναι εξατομικευμένη. Ωστόσο, είναι εξαιρετικά
βοηθητικό να εντάξουμε το παιδί σε μία συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα και
να τη μελετήσουμε, ώστε να αντιληφθούμε πώς αυτό κατανοεί το θάνατο και
να του συμπαρασταθούμε έτσι με τον πιο κατάλληλο τρόπο.
Μέχρι την ηλικία των 5 ετών, το παιδί
δεν αντιλαμβάνεται το θάνατο ως ένα σταθερό και αμετάκλητο γεγονός.
Θεωρεί ότι η απώλεια είναι ένα γεγονός που συμβαίνει για λίγο, πως είναι
αναστρέψιμη, και πως σε οποιαδήποτε στιγμή έχει τη δυνατότητα να
επικοινωνήσει ή να φέρει πίσω το χαμένο πρόσωπο, αν το ζητήσει. Πιστεύει
ότι ο νεκρός είτε φεύγει για λίγο χρονικό διάστημα, είτε φεύγει και
επιστρέφει με άλλη μορφή. Γι’ αυτό το λόγο, συχνά τα παιδιά, σε αυτή την
ηλικία, έχουν περιέργεια να μάθουν πού πηγαίνει ο νεκρός. Οι ερωτήσεις
τους είναι συχνές και επίμονες: «Ανέβηκε στον ουρανό;» , «Με βλέπει
τώρα;», «Μήπως είναι μέσα στη ντουλάπα και με κοιτάει όταν κοιμάμαι;».
Σε αυτές τις περιπτώσεις, αφήνουμε το παιδί να εκφράσει τις ανησυχίες
του και ταυτόχρονα είμαστε εκεί για να το ακούσουμε και να του
εξηγήσουμε με απλό και κατανοητό τρόπο τι συμβαίνει. Οι απαντήσεις των
ενηλίκων σε αυτές τις ερωτήσεις πρέπει να είναι προσεκτικά
φιλτραρισμένες και να ακολουθούν συγκεκριμένο λεξιλόγιο ώστε να μην
οξύνουν το φόβο του παιδιού. Απαντήσεις όπως: «Μη τον κάνεις αυτό γιατί
σε βλέπει ο παππούς από τον ουρανό και στεναχωριέται», ή «Κάνε τα
μαθήματα σου γιατί αλλιώς η γιαγιά θα θυμώσει», είναι καλό να
αποφεύγονται.
Στην συγκεκριμένη ηλικία, είναι
σημαντικό να τονιστεί ότι: Το γεγονός ότι ο θάνατος δεν αντιμετωπίζεται
από το παιδί ως κάτι οριστικό δεν σημαίνει ότι δεν έχει επιπτώσεις στην
ψυχολογική του κατάσταση καθώς και στην καθημερινότητα του. Είναι πιθανό
το παιδί να σωματοποιήσει τη θλίψη και το άγχος του (πολλές φορές,
έπειτα από μία απώλεια, τα παιδιά αναφέρουν ότι τους πονάει έντονα η
κοιλιά ή το κεφάλι χωρίς να υπάρχει κάποια οργανική αιτία) ή να
παλινδρομήσει σε κάποιο προηγούμενο αναπτυξιακό στάδιο (π.χ. μπορεί να
ξεκινήσουν να πιπιλούν το δάχτυλό τους ή να βρέχουν το κρεβάτι τους).
Προχωρώντας, ερχόμαστε στην ηλικία των
6-9 ετών όπου πλέον ο θάνατος παίρνει μορφή, κάτι που εναρμονίζεται με
την γνωστική ανάπτυξη του παιδιού. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται πλέον το
θάνατο αλλά ως ένα υπαρκτό πρόσωπο. Συγκεκριμένα, πολλές φορές ο θάνατος
μπορεί να αναπαριστάται από αυτά ως ένα φάντασμα, μια μούμια ή ένας
άγγελος που έρχεται και παίρνει το πρόσωπο που αγαπούν. Η φαντασιακή
αυτή εικόνα που σχηματίζουν για το θάνατο οξύνεται από τις εικόνες που
βλέπουν στις ηλεκτρονικές συσκευές (τηλεόραση, υπολογιστής), στα
κινούμενα σχέδια και στα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Με αυτό τον τρόπο,
λοιπόν, αποδέχονται ότι ο θάνατος υπάρχει και είναι οριστικός, ωστόσο,
του δίνουν μια μορφή, ένα πρόσωπο, και δεν έχουν ακόμα την ικανότητα να
αντιληφθούν ότι ο θάνατος μπορεί να επηρεάσει και τους ίδιους. Θεωρούν,
δηλαδή, ότι μπορούν να ξεφύγουν από αυτόν, αν κρυφτούν κάπου ή αν
τρέξουν γρήγορα και μακριά από μία συνθήκη που επικίνδυνη.
Επίσης, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι
σε αυτή την ηλικία (6-9 ετών), οι νέοι χαρακτηρίζονται από εγωκεντρικό
τρόπο σκέψης. Ερμηνεύουν δηλαδή κάθε κατάσταση έχοντας ως γνώμονα τον
εαυτό τους, χωρίς να αντιλαμβάνονται πλήρως την οπτική ενός άλλου
προσώπου. Με άλλα λόγια, πιστεύουν ότι η σκέψη και οι πράξεις τους είναι
εφικτό να επηρεάσουν την πραγματικότητα. Συμβαίνει λοιπόν, να
υποστηρίζουν ότι ο θάνατος ενός προσώπου ήταν αποτέλεσμα μιας δικής τους
αρνητικής σκέψης ή πράξης. Γι’ αυτό το λόγο, πρέπει να διευκρινίζεται
άμεσα στο παιδί ότι δεν είναι το ίδιο υπαίτιο για την απώλεια του
προσώπου και, ταυτόχρονα, πρέπει να αποφεύγονται εκφράσεις όπως: «Είδες
τι έπαθε ο θείος σου επειδή δεν ήσουν καλό παιδί;» ή «Είδες τι έπαθε ο
συμμαθητής σου επειδή δεν άκουγε τους γονείς του;».
Όσο το παιδί μεγαλώνει και εισέρχεται
στο προ-εφηβικό και στο εφηβικό στάδιο, ο θάνατος αρχίζει και
κατανοείται ως κάτι βιολογικό, αναπόφευκτο και οικουμενικό. Τα παιδιά σε
αυτή την ηλικία μοιάζουν με μικροί επιστήμονες και γίνονται
αντικειμενικοί παρατηρητές της κατάστασης. Προσπαθούν να ερμηνεύσουν και
να κατανοήσουν κάθε πτυχή του θανάτου. Οι ερωτήσεις τους είναι
περιγραφικές και στοχευμένες, (π.χ. «Πόσο βαθιά πηγαίνει το φέρετρο;»
«Γιατί κάποιοι άνθρωποι πεθαίνουν με τα μάτια ανοιχτά;», «Μακραίνουν τα
νύχια και τα μαλλιά μετά το θάνατο;»). Με αυτό τον τρόπο προσπαθούν να
αιτιολογήσουν λογικά την κατάσταση και να ελέγξουν τις ανησυχίες και
τους φόβους τους γύρω από το θάνατο.
Είναι υποχρέωση, λοιπόν, κάθε γονιού και
ειδικού να μην αγνοεί το γεγονός της απώλειας, και έχοντας υπόψη του το
αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού, να ανταποκρίνεται με τον κατάλληλο
τρόπο. Οι εκφάνσεις της αντίδρασης του παιδιού σε μία απώλεια είναι
πολλές και επηρεάζονται από τη σχέση που είχε το παιδί με τον άνθρωπο
που απεβίωσε, με τη γενικότερη κατάσταση που βιώνει στην καθημερινότητα
του (σχέσεις με γονείς, σχέσεις με συνομήλικους, σχολική επίδοση, ενεργή
συμμετοχή σε δραστηριότητες), την ηλικία του αλλά και την
γνωστικό-συναισθηματική του ανάπτυξη. Η επιθετικότητα, η αρνητικότητα, η
αναβλητικότητα, η απομόνωση, οι αλλαγές στη διάθεση, στον ύπνο και στο
φαγητό, είναι συχνές αντιδράσεις που τα παιδιά υιοθετούν ώστε να
διαχειριστούν την απώλεια και τα αρνητικά συναισθήματα που αυτή τους
προκαλεί.
Κάθε παιδί συνεπώς, έχει συγκεκριμένες ανάγκες όταν θρηνεί. Τι πρέπει να κάνουμε όμως, για να απαλύνουμε τον πόνο;
Είναι αρχικά απαραίτητο το παιδί να
ενημερωθεί άμεσα και με ειλικρίνεια για την απώλεια του αγαπημένου του
προσώπου, χωρίς να χρησιμοποιούνται εκφράσεις όπως: «Η θεία έφυγε για
κάποιους μήνες σε μια μακρινή χώρα και θα επιστρέψει μετά». «Την πήρε ο
Θεός κοντά του και θα την προσέχει». Τέτοιες ερμηνείες πρέπει να
αποφεύγονται διότι το παιδί αναπλάθει με αυτόν τον τρόπο μια δική του
ιστορία, η οποία δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, με αποτέλεσμα το
άγνωστο της κατάστασης να το τρομάζει ακόμα περισσότερο.
Επιπροσθέτως, είναι αναγκαίο ο νέος να
εκφράσει κάθε συναίσθημα (άγχος, θυμό, λύπη, ανησυχία, απομόνωση) που
μπορεί να του προκαλεί μία απώλεια αλλά και κάθε συμπεριφορά. Ο
περίγυρος του είναι αναγκαίο να τον ενθαρρύνει να εκφραστεί με τον τρόπο
που έχει ανάγκη, χωρίς καμία κριτική πάνω σε αυτό. Το να ξεκινήσει ένα
παιδί να ζωγραφίζει ή να ακούει ένα διαφορετικό είδος μουσικής, για
πολλές ώρες, είναι πιθανοί, λειτουργικοί τρόποι τους οποίους το παιδί
μπορεί να χρησιμοποιήσει ώστε να διαχειριστεί τα έντονα συναισθήματα που
το κατακλύζουν, έπειτα από μία απώλεια.
Είναι απαραίτητο να τονιστεί ότι η σιωπή
και η αποφυγή της συζήτησης γύρω από το θέμα, δίνουν στο άτομο την
εντύπωση ότι ο θάνατος είναι κάτι το απαγορευμένο, κάτι που είναι κακό
να συζητηθεί. Οι απλές, μικρές και αληθινές εξηγήσεις είναι βοηθητικές
ώστε το παιδί να κατανοήσει τι συμβαίνει. Οι ερωτήσεις του συχνά να
είναι πολλές γύρω από αυτό το θέμα, γι αυτό και οι απαντήσεις πρέπει να
δίνονται με φιλτραρισμένο τρόπο και χωρίς να θεωρούμε τον εαυτό μας
γνώστη των πάντων. Μια απλή απάντηση, όπως η απάντηση του: «Δεν ξέρω»,
ίσως είναι πιο βοηθητική από υποθετικά σενάρια και μεταφυσικές
αποδώσεις.
Ακόμη, είναι σημαντικό το παιδί να
διατηρήσει την ανάμνηση του προσώπου, είτε με συζητήσεις γύρω από
στιγμές που πέρασε μαζί του, είτε με τη δημιουργία ενός φωτογραφικού
άλμπουμ, είτε με κάποιο αντικείμενο που το θυμίζει το αγαπημένο του
πρόσωπο. Είναι υψίστης σημασίας, να αναφερόμαστε στον άνθρωπο που έφυγε
και να μοιραζόμαστε τις αναμνήσεις που έχουμε αποκτήσει με το πρόσωπο
αυτό, έτσι ώστε το παιδί να μάθει να ζει με την απώλεια και όχι να την
αρνηθεί. Το ότι ένα αγαπημένο πρόσωπο έχει φύγει από τη ζωή δεν σημαίνει
ότι έχει σβηστεί και από τη μνήμη και την καρδιά του παιδιού. Η αγάπη
του γι’ αυτό το πρόσωπο παραμένει, ωστόσο αλλάζει μορφή.
Επιπλέον, είναι πιθανό τα παιδιά να
ανησυχούν για το μέλλον τους, έπειτα από την απώλεια κάποιου κοντινού
τους προσώπου. Ανησυχίες όπως: «Ποιος θα μου διαβάζει τώρα
παραμύθια;», «Ποιος θα με πηγαίνει τώρα στο σχολείο;», είναι λογικό να
αναπτυχθούν. Γι’ αυτό το λόγο είναι απαραίτητο το παιδί να ενημερωθεί
άμεσα για τις συνθήκες που θα μείνουν σταθερές καθώς και γι αυτές που θα
αλλάξουν έπειτα από μία απώλεια. Είναι, ακόμη, μείζονος σημασίας το
παιδί να δεχτεί την ανάλογη συναισθηματική φροντίδα από το περιβάλλον
του, ώστε να αντιληφθεί ότι πρέπει να συνεχίσει τη ζωή του, στηριζόμενο
σε άλλες σχέσεις.
Τέλος, σεβόμαστε τη σιωπή του και του
δίνουμε όσο χρόνο χρειαστεί, χωρίς να το πιέσουμε να εξωτερικεύσει αυτά
που αισθάνεται, αλλά, ταυτόχρονα, του δείχνουμε ότι είμαστε σταθερά
διαθέσιμοι για να συζητήσει ό,τι σκέπτεται γύρω από αυτό. Εκφράσεις
όπως: «Είναι φυσιολογικό αυτό που νιώθεις, αν χρειαστείς να μιλήσεις με
κάποιον, είμαι εδώ για σένα», δίνουν στο παιδί την ασφάλεια που έχει
ανάγκη να αισθανθεί έπειτα από μία απώλεια, καθώς και μειώνουν το άγχος
γύρω από τα συναισθήματα που η απώλεια του προκαλεί.
Σοφία Χαρισοπούλου,
Ψυχολόγος Παιδιού και Εφήβου, MSc
Ψυχολόγος στη Μεταβατική Δομή Φιλοξενίας
Ασυνόδευτων Ανηλίκων του Μη Κερδοσκοπικού Οργανισμού: METAδραση, Δράση
για τη Μετανάστευση και την Ανάπτυξη
E–mail επικοινωνίας:
mikrovalto.grΦιλοξενία: Το Χαμομηλάκι
No comments:
Post a Comment