Είναι παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Τά παιδιά είναι όλο χαρά. Φτάνει ό Αγιος Βασίλης,
ό γελαστός παππούς με τό σκουφί καί με την παράξενη φορεσιά. Έρχεται
καταφορτωμένος. Όλόκληρο σακί έχει στή ράχη του. Καί τί δεν έχει μέσα
στό σακί! Σφυρίχτρες, στρατιωτάκια, κούκλες μεγάλες, κούκλες μικρές,
ποδηλατάκια. Γιά κάθε παιδί έχει κι ένα δώρο. Γι’ αυτό καί τά παιδιά τόν
περιμένουν καί τόν τρανουδούν:
— Καλή χρονιά, Νικολάκη!
Οί χαιρετισμοί κι οί ευχές δίνουν καί παίρνουν. Όλοι είναι χαρούμενοι, πού ήρθε ή μεγάλη αυτή γιορτή.
Στό σπίτι ή μητέρα έχει ετοιμάσει τή βασιλόπιτα. Όταν όλοι μαζευτούν στό τραπέζι, ό παππούς θά τήν κόψει σέ κομμάτια. Θά κάνει πρώτα τό σταυρό του, θά πει «χρόνια πολλά» καί θά τή μοιράσει.
Ένα κομμάτι γιά τό Χριστό, ένα γιά τόν Άγιο-Βασίλη, τρίτο γιά τόν εαυτό του, ένα γιά τόν πατέρα, ένα γιά τή μητέρα. Ώς καί γιά τόν ξενιτεμένο αδερφό θά κόψει κομμάτι ό παππούς.
Μά ποιος θά είναι ό τυχερός, νά βρει τό φλουρί, πού είναι στή βασιλόπιτα; Ή Κούλα κι ό Παντελάκης όλο γι’ αυτό συζητούν .
— Χρόνια πολλά παππού! εύχονται τά παιδάκια στον παππού τους καί του φιλούν τό χέρι.
— Χρόνια πολλά παιδάκια μου! Καλός κι ευτυχισμένος ό καινούριος χρόνος, τους εύχεται κι εκείνος καί τά χαϊδεύει τρυφερά.
Μά όταν μείνει μονός ό παππούς, σκέφτεται. Σκέφτεται πώς ήταν κι αυτός σάν τόν Παντελάκη καί σάν τήν Κούλα. Καί χρόνο μέ τό χρόνο έγιναν τά μαλλιά του βαμπάκι. Καί τήν ώρα εκείνη θυμάται κάποιο τραγούδι:
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
κι αρχή καλός μας χρόνος,
Αγιος Βασίλης έρχεται άπό τήν Καισαρεία.
Βαστά εικόνα καί χαρτί, χαρτί καί καλαμάρι…»
Όλοι οί δρόμοι είναι γεμάτοι κόσμο. Παιδιά με τρομπέτες, μέ μπαλόνια, μέ ποδηλαντάκια, μέ κούκλες,
μέ ό,τι νά πεις, γυρίζουν, χαρούμενα. Όπου κι αν γυρίσεις τά μάτια,
βλέπεις κόσμο. Τά μαγαζιά γεμάτα. “Αλλοι μπαίνουν, άλλοι βγαίνουν. Οί
καταστηματάρχες δεν προφταίνουν νά πουλούν.
— Χρόνια πολλά, Λεωνίδα! Ευτυχισμένος ό καινούριος χρόνος!— Καλή χρονιά, Νικολάκη!
Οί χαιρετισμοί κι οί ευχές δίνουν καί παίρνουν. Όλοι είναι χαρούμενοι, πού ήρθε ή μεγάλη αυτή γιορτή.
Στό σπίτι ή μητέρα έχει ετοιμάσει τή βασιλόπιτα. Όταν όλοι μαζευτούν στό τραπέζι, ό παππούς θά τήν κόψει σέ κομμάτια. Θά κάνει πρώτα τό σταυρό του, θά πει «χρόνια πολλά» καί θά τή μοιράσει.
Ένα κομμάτι γιά τό Χριστό, ένα γιά τόν Άγιο-Βασίλη, τρίτο γιά τόν εαυτό του, ένα γιά τόν πατέρα, ένα γιά τή μητέρα. Ώς καί γιά τόν ξενιτεμένο αδερφό θά κόψει κομμάτι ό παππούς.
Μά ποιος θά είναι ό τυχερός, νά βρει τό φλουρί, πού είναι στή βασιλόπιτα; Ή Κούλα κι ό Παντελάκης όλο γι’ αυτό συζητούν .
Ό καινούριος χρόνος
1 Ιανουαρίου γράφει τό ημερολόγιο. Ό χρόνος αλλάζει.
Ό παλιός φεύγει. Έρχεται ό καινούριος. Ό παλιός δε γυρίζει πιά. Όπως
δέν ξαναγυρίζει τό νερό, πού τρέχει άπό τή βρύση. Ό παππούς γίνεται πιό
μεγάλος ένα χρόνο. Ό πατέρας, ή μητέρα, ό Παντελάκης, ή Κούλα, όλοι
μεγαλώνουμε ένα χρόνο ακόμη.— Χρόνια πολλά παππού! εύχονται τά παιδάκια στον παππού τους καί του φιλούν τό χέρι.
— Χρόνια πολλά παιδάκια μου! Καλός κι ευτυχισμένος ό καινούριος χρόνος, τους εύχεται κι εκείνος καί τά χαϊδεύει τρυφερά.
Μά όταν μείνει μονός ό παππούς, σκέφτεται. Σκέφτεται πώς ήταν κι αυτός σάν τόν Παντελάκη καί σάν τήν Κούλα. Καί χρόνο μέ τό χρόνο έγιναν τά μαλλιά του βαμπάκι. Καί τήν ώρα εκείνη θυμάται κάποιο τραγούδι:
Ό Άι-Βασίλης έρχεται
με γέλια καί μέ δώρα,
καινούριος χρόνος έφτασε
μ’ ελπίδες καί χαρά.
.
Ό άλλος χρόνος γέρασε
καί φεύγει μακριά μας,
σάν όνειρο έπέρασε
μέ τήν Πρωτοχρονιά.
.
Ό Άι-Βασίλης έρχεται,
καινούριος χρόνος έφτασε.
Ό άλλος χρόνος γέρασε,
σάν όνειρο έπέρασε.
.
Όλοι μαζί πάλι,παιδιά,
ήρθ’ ή χρυσή, καλή χρονιά.
Γιορτάστε τήν Πρωτοχρονιά
μέ μιά καρδιά καί μέ χαρά.
Παλιό Αναγνωστικό Β Δημοτικού , Αθήνα 1979
Ελάτε στο τραπέζι μας απόψε,
για τή χαρά νά κάμωμε μια θέσι.
Τήν πίττα μας, πατέρα, τώρα κόψε,
νά ίδούμε το φλουρί σε ποιόν θα πέση.
.
Κι ας μένη έτσι στρωμένο απόψε, άς μένη
κι ή σόμπα μας άς καίη εκεί στο πλάι
Άπόψε με τήν κάπα χιονισμένη
Θά ‘ρθη κι ό “Αι-Βασίλης για νά φάη.
Παλιό Αναγνωστικό Δ Δημοτικού
για την αντιγραφή: ιστολόγιο “Αντέχουμε…”
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι
No comments:
Post a Comment