Μία φανταστική ιστορία από το μέλλον.
Ένα νέο καλοντυμένο παιδί αποβιβάζεται στο λιμάνι της Μυτιλήνης, δεν έχει σημασία αν είναι αγόρι ή κορίτσι, ούτε αν είναι λευκό ή μελαψό. Έχει μόλις τελειώσει ένα καλό πανεπιστήμιο του εξωτερικού και έχει μπροστά του μια ζωή λαμπρή, πάντα με τα μέτρα των δυτικών.
Κανείς δεν του δίνει ιδιαίτερη σημασία, είναι περίοδος τουριστική και το νησί σφύζει από παρόμοιους ευπρόσδεκτους ξένους, «φιλοξενούμενους», που έχουν έρθει να απολαύσουν τις ομορφιές του νησιού.
Δεν είναι ωστόσο η πρώτη φορά που έρχεται στο νησί, φαίνεται από τον τρόπο που κοιτάζει διαρκώς γύρω του, σαν να προσπαθεί με αγωνία να ανακαλύψει κάτι γνώριμο, κάποιο ανθεκτικό σημάδι που δεν έχει αλλοιωθεί από το χρόνο.
Πηγαίνει στο ξενοδοχείο, η υποδοχή είναι ευγενική και ζεστή, το δωμάτιο βλέπει στη θάλασσα. Βγαίνει στο μπαλκόνι και ανασαίνει βαθιά, αγναντεύοντας. Τότε έρχεται αναγνωριστικά η πρώτη μνήμη, σαν να την έφερε μαζί του το αεράκι που νιώθει στο πρόσωπό του.
Έπειτα αιφνιδιαστικά του επιτίθεται ένα πολύβουο σμήνος από αποσπασματικές εικόνες.
Φωνές αγωνίας μέσα στο σκοτάδι, βρεγμένα σώματα, φόβος και η τρεμάμενη φλογίτσα μιας εύθραυστης ελπίδας. Κι έπειτα η ξηρά, η ανακούφιση, η σφιχτή αγκαλιά της μητέρας του. Η φλογίτσα που έσβησε, το αδιέξοδο...
Η οθόνη του παρελθόντος έσβησε και το πέλαγος πήρε πάλι τη θέση του μπροστά του.
Την επόμενη ημέρα ξεκίνησε με το πρώτο φως. Προτίμησε να πάει στον προορισμό του με τα πόδια αν και ήταν αρκετά μακριά. Σαν ήθελε να πραγματοποιήσει ένα τάμα που είχε κάνει εδώ και καιρό.
Όταν έφτασε, ήδη ο ήλιος πυρπολούσε τον τόπο. Θα πίστευες ότι τίποτα άσχημο δεν μπορούσε να συμβεί κάτω από αυτό το λαμπρό φως. Το βλέμμα του πλανήθηκε γύρω, όλα του φάνηκαν άγνωστα. Ωστόσο έβγαλε από το σακίδιο του μια λευκή ταμπέλα με μαύρα γράμματα και την κάρφωσε στο σκληρό στέρφο έδαφος.
Στάθηκε ακίνητο από πάνω της με το κεφάλι σκυφτό, για ώρα πολλή σαν να προσευχόταν.
Δεν έκλαψε, ούτε θυμόταν από πότε είχε να κλάψει. Τα τελευταία του δάκρυα είχαν αναμιχθεί με τη θάλασσα του Αιγαίου και το παρηγορούσε λίγο η ιδέα ότι εκείνη η απόγνωσή του είχε γίνει με τον καιρό γαλάζια, αναπόσπαστο μέρος κάτι τόσο αθώου και όμορφου.
Γύρισε νωρίς το απόγευμα. Το επόμενο πρωί έφευγε με το πλοίο της γραμμής. Οι ιδιοκτήτες του μικρού ξενοδοχείου το ξεπροβόδισαν, του είπαν πόσο ευπρόσδεκτο ήταν και ευχήθηκαν να ξαναέρθει οπωσδήποτε του χρόνου για περισσότερες ημέρες. Του χάρισαν και μία αναμνηστική μινιατούρα του νησιού με μαγνητάκι για το ψυγείο.
Τους είπε πως θα επιστρέψει γιατί έχει μείνει εδώ για πάντα, κάτι δικό του.
Την επόμενη ημέρα ένας περαστικός πλησίασε την επιγραφή που είχε στηρίξει στο χώμα και διάβασε απορημένος:
Ένα νέο καλοντυμένο παιδί αποβιβάζεται στο λιμάνι της Μυτιλήνης, δεν έχει σημασία αν είναι αγόρι ή κορίτσι, ούτε αν είναι λευκό ή μελαψό. Έχει μόλις τελειώσει ένα καλό πανεπιστήμιο του εξωτερικού και έχει μπροστά του μια ζωή λαμπρή, πάντα με τα μέτρα των δυτικών.
Κανείς δεν του δίνει ιδιαίτερη σημασία, είναι περίοδος τουριστική και το νησί σφύζει από παρόμοιους ευπρόσδεκτους ξένους, «φιλοξενούμενους», που έχουν έρθει να απολαύσουν τις ομορφιές του νησιού.
Δεν είναι ωστόσο η πρώτη φορά που έρχεται στο νησί, φαίνεται από τον τρόπο που κοιτάζει διαρκώς γύρω του, σαν να προσπαθεί με αγωνία να ανακαλύψει κάτι γνώριμο, κάποιο ανθεκτικό σημάδι που δεν έχει αλλοιωθεί από το χρόνο.
Πηγαίνει στο ξενοδοχείο, η υποδοχή είναι ευγενική και ζεστή, το δωμάτιο βλέπει στη θάλασσα. Βγαίνει στο μπαλκόνι και ανασαίνει βαθιά, αγναντεύοντας. Τότε έρχεται αναγνωριστικά η πρώτη μνήμη, σαν να την έφερε μαζί του το αεράκι που νιώθει στο πρόσωπό του.
Έπειτα αιφνιδιαστικά του επιτίθεται ένα πολύβουο σμήνος από αποσπασματικές εικόνες.
Φωνές αγωνίας μέσα στο σκοτάδι, βρεγμένα σώματα, φόβος και η τρεμάμενη φλογίτσα μιας εύθραυστης ελπίδας. Κι έπειτα η ξηρά, η ανακούφιση, η σφιχτή αγκαλιά της μητέρας του. Η φλογίτσα που έσβησε, το αδιέξοδο...
Η οθόνη του παρελθόντος έσβησε και το πέλαγος πήρε πάλι τη θέση του μπροστά του.
Την επόμενη ημέρα ξεκίνησε με το πρώτο φως. Προτίμησε να πάει στον προορισμό του με τα πόδια αν και ήταν αρκετά μακριά. Σαν ήθελε να πραγματοποιήσει ένα τάμα που είχε κάνει εδώ και καιρό.
Όταν έφτασε, ήδη ο ήλιος πυρπολούσε τον τόπο. Θα πίστευες ότι τίποτα άσχημο δεν μπορούσε να συμβεί κάτω από αυτό το λαμπρό φως. Το βλέμμα του πλανήθηκε γύρω, όλα του φάνηκαν άγνωστα. Ωστόσο έβγαλε από το σακίδιο του μια λευκή ταμπέλα με μαύρα γράμματα και την κάρφωσε στο σκληρό στέρφο έδαφος.
Στάθηκε ακίνητο από πάνω της με το κεφάλι σκυφτό, για ώρα πολλή σαν να προσευχόταν.
Δεν έκλαψε, ούτε θυμόταν από πότε είχε να κλάψει. Τα τελευταία του δάκρυα είχαν αναμιχθεί με τη θάλασσα του Αιγαίου και το παρηγορούσε λίγο η ιδέα ότι εκείνη η απόγνωσή του είχε γίνει με τον καιρό γαλάζια, αναπόσπαστο μέρος κάτι τόσο αθώου και όμορφου.
Γύρισε νωρίς το απόγευμα. Το επόμενο πρωί έφευγε με το πλοίο της γραμμής. Οι ιδιοκτήτες του μικρού ξενοδοχείου το ξεπροβόδισαν, του είπαν πόσο ευπρόσδεκτο ήταν και ευχήθηκαν να ξαναέρθει οπωσδήποτε του χρόνου για περισσότερες ημέρες. Του χάρισαν και μία αναμνηστική μινιατούρα του νησιού με μαγνητάκι για το ψυγείο.
Τους είπε πως θα επιστρέψει γιατί έχει μείνει εδώ για πάντα, κάτι δικό του.
Την επόμενη ημέρα ένας περαστικός πλησίασε την επιγραφή που είχε στηρίξει στο χώμα και διάβασε απορημένος:
«Εδώ κείτεται η παιδική μου ηλικία»ogdoo.gr
No comments:
Post a Comment