Τα ευρήματα της μελέτης, υπογραμμίζουν την ανάγκη για τους γονείς και άλλους ενηλίκους να γνωρίζουν τα μηνύματα - λεκτικά ή μη- που μεταφέρουν στα παιδιά για το πώς αισθάνονται για τους άλλους ανθρώπους.
Οι περισσότεροι ευσυνείδητοι ενήλικες αποφεύγουν να είναι μεροληπτικοί ή να κάνουν διακρίσεις στα σχόλιά τους, όταν είναι παιδιά παρόντα.Όμως, μια νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον δείχνει ότι, τα παιδιά προσχολικής ηλικίας μπορούν να μάθουν την προκατάληψη ακόμα και μέσω μη λεκτικών σημάτων που εμφανίζονται από τους ενήλικες, όπως ένας συγκαταβατικός τόνος της φωνής ή ένα βλέμμα αποδοκιμασίας.
Η έρευνα δημοσιεύθηκε πριν ένα μήνα στο επιστημονικό περιοδικό Psychological Science και διαπίστωσε ότι τα παιδιά μπορούν να «καταλάβουν» την κοινωνική προκατάληψη βλέποντας αρνητικά μηνύματα που εκφράζονται από τους ενήλικες και είναι πιθανό να γενικεύσουν την μαθημένη προκατάληψη σε άλλους.
Αυτή η έρευνα δείχνει ότι τα παιδιά μαθαίνουν την προκατάληψη από τα μη λεκτικά σήματα στα οποία εκτίθενται και ότι αυτό θα μπορούσε να είναι ένας μηχανισμός για τη δημιουργία της φυλετικής προκατάληψης και άλλων προκαταλήψεων που έχουμε στην κοινωνία μας
Αυτό δήλωσς η επικεφαλής συγγραφέας Allison Skinner, μια μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Μάθησης & Εγκεφαλικών Επιστημών του UW η οποία συνεχίζει λέγοντας ότι «Τα παιδιά αντιλαμβάνονται περισσότερα από ό,τι νομίζουμε και δεν χρειάζεται να τους πείτε ότι μια ομάδα είναι καλύτερη από μια άλλη γιατί καταλαβαίνουν το μήνυμα σας από το πώς ενεργείτε».
Η έρευνα περιέλαβε μια αρχική ομάδα 67 παιδιών ηλικίας 4 και 5 ετών, με ίσο αριθμό αγοριών και κοριτσιών. Τα παιδιά είδαν ένα βίντεο στο οποίο δύο διαφορετικές γυναίκες ηθοποιοί, έδιναν θετικά σήματα σε μία γυναίκα και αρνητικά σήματα σε μία άλλη. Όλοι οι άνθρωποι στο βίντεο ήταν της ίδιας εθνικότητας, για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να συμπεριληφθεί η φυλετική προκατάληψη στα αποτελέσματα.
Οι ηθοποιοί χαιρέτησαν και τις δύο γυναίκες με τον ίδιο τρόπο και εκτέλεσαν τις ίδιες δραστηριότητες και με τις δύο τους (για παράδειγμα έδωσαν σε κάθε μια ένα παιχνίδι), αλλά τα μη λεκτικά σήματα των ηθοποιών διέφεραν όταν αλληλεπιδρούσαν με μια γυναίκα σε σχέση με την άλλη. Η ηθοποιός μίλησε στη μια γυναίκα με θετικό τρόπο, χαμογελώντας, κλίνοντας προς το μέρος της, χρησιμοποιώντας ένα ζεστό τόνο φωνής και στην άλλη αρνητικά, κατσουφιάζοντας, χωρίς να στρέφεται προς το μέρος της και μιλώντας με ψυχρό τόνο.
Στα παιδιά έγιναν στη συνέχεια μια σειρά από ερωτήσεις, όπως ποια ηθοποιός τους άρεσε καλύτερα και με ποια θα ήθελαν να μοιραστούν ένα παιχνίδι με σκοπό να διαπιστώσουν εάν οι απαντήσεις τους ευνόησαν την γυναίκα που δέχθηκε τα θετικά μη λεκτικά σήματα σε σχέση με την αποδέκτη των αρνητικών μη λεκτικών σημάτων.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ένα σταθερό μοτίβο των παιδιών που ευνοούσαν την γυναίκα αποδέκτη των θετικών λεκτικών σημάτων. Συνολικά, το 67% των παιδιών ευνόησαν την αποδέκτη των θετικών μη λεκτικών σημάτων περισσότερο από την άλλη γυναίκα, γεγονός που υποδηλώνει ότι είχαν επηρεαστεί από την προκατάληψη που παρουσιάστηκε από την ηθοποιό.
Οι ερευνητές αναρωτήθηκαν επίσης αν τα μη λεκτικά σήματα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ομαδική προκατάληψη. Για να φτάσουν σε αυτό το ερώτημα, επιστράτευσαν επιπλέον 81 παιδιά ηλικίας 4 και 5 ετών. Τα παιδιά είδαν τα ίδια βίντεο με την προηγούμενη μελέτη και στη συνέχεια, ένας ερευνητής τα γνώρισε στους «καλύτερους φίλους» των ανθρώπων απ’ το βίντεο. Οι «φίλοι» περιγράφηκαν ως μέλη της ίδιας ομάδας, με τον κάθε έναν να φορά το ίδιο χρώμα μπλούζας με το φίλο του. Τα παιδιά στη συνέχεια ρωτήθηκαν να εκτιμήσουν κατά πόσο ευνοούσαν τον ένα φίλο αντί του άλλου.
Εντυπωσιακά, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά προτίμησαν τους φίλους της γυναίκας αποδέκτη των θετικών μη λεκτικών σημάτων, όπως και στο προηγούμενο στάδιο της έρευνας, αντί των φίλων της άλλης γυναίκας. Στο σύνολό τους, λένε οι ερευνητές, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι προκαταλήψεις εκτείνονται, πέρα από τα άτομα, και στα μέλη των ομάδων με τα οποία σχετιζόμαστε.
Η Skinner επεσήμανε ότι πολλά παιδιά προσχολικής ηλικίας ζουν σε αρκετά ομοιογενή περιβάλλοντα, με περιορισμένη ικανότητα να βιώσουν θετικές αλληλεπιδράσεις με τους ανθρώπους από διαφορετικούς πληθυσμούς. Έτσι, ακόμη και μια σύντομη έκθεση σε προκατειλημμένα μη λεκτικά σήματα, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυτές τις αναπτυσσόμενες γενικευμένες προκαταλήψεις. Οι προσομοιώσεις που δημιουργήθηκαν για τη μελέτη, αντιπροσωπεύουν μόνο ένα μικρό δείγμα από το σύνολο των ερεθισμάτων στα οποία τα παιδιά εκτίθενται στην πραγματική ζωή, είπε η Skinner.
«Τα παιδιά είναι πιθανό να εκτίθενται σε μη λεκτικές προκαταλήψεις που παρουσιάζονται από πολλούς ανθρώπους, προς πολλά διαφορετικά μέλη της ομάδας στόχου», είπε. «Είναι αρκετά αποκαλυπτικό ότι η σύντομη έκθεση σε προκατειλημμένα μη λεκτικά σήματα μπόρεσε να δημιουργήσει μια προκατάληψη μεταξύ των παιδιών στο εργαστήριο».
Τα ευρήματα της μελέτης, ολοκλήρωσε, υπογραμμίζουν την ανάγκη για τους γονείς και άλλους ενηλίκους να γνωρίζουν τα μηνύματα - λεκτικά ή μη- που μεταφέρουν στα παιδιά για το πώς αισθάνονται για τους άλλους ανθρώπους.
Πηγή:
University of Washington
Έρευνα:
Psychological Science
Απόδοση: Κωνσταντίνος Μπλέτσος, Ψυχολόγος υποψ. Διδάκτωρ Παντείου
Πανεπιστημίου
No comments:
Post a Comment