Είχαμε χρέος να τη φυλάξουμε (την αττική γη) ως κόρη οφθαλμού. Τόσο περισσότερο, όσο απ τη φύση της γης τούτης και τ’ ουρανού, από τη σύνταξη τούτη δεν μπορείς να αφαιρέσεις τίποτα χωρίς να καταστρέψεις την Αρμονία των ισορροπημάτων που συνέχει το όλον. Αλλ΄ είναι πλέον αργά. Η λατομία εξακολουθεί το επάρατο έργο της. Εκεί που δεν αφανίζει, κάτι χειρότερο: κολοβώνει τα σχήματα, διαστρέφει το χαρακτήρα των περιγραμμάτων. Και κάνω εδώ τούτη την προειδοποίηση: η ασυστηματοποίητη λατομία της Πεντέλης ανεβαίνει ήδη ως την ακρώρειά της. Σε λίγο θα δούμε ν’ αλλοιώνεται η θεσπέσια γραμμή του αετώματός της. Η γη τούτη κείτεται τώρα ως το πριν όμορφο σώμα ενός θεϊκού πλάσματος όπου κατατρώγει τις σάρκες του η αρρώστια. Κι αν είχε μιλιά – κι έχει, αλλά δεν την ακούμε – θα ‘λεγε:
«Δείλαιοι και αμαθείς και βάρβαροι, τι κάνετε, τι αφανίζετε; Δεν ξέρετε ότι είμαι η μητέρα και η τροφός, το λίκνο, η κοιτίδα, η μήτρα της περασμένης δόξας και της μελλούμενης; Μάταια θαυμάζετε τα μνημεία που έστησαν κάποτε τα παιδιά μου.
Δεν ξέρετε πως είναι σαρξ εκ της σαρκός μου, και πως όταν η Μορφή μου αφανισθεί, η δικιά τους θα χάσει το νόημά της; Τι εκάνατε την Ελευσίνα; Τι εκάνατε τον Ιλισό και τον Κηφισό, τα δυο αγιάσματά μου; Εβάλατε μέσα τους υπονόμους σας, ερίξατε τα νερά των εργοστασίων σας. Δεν βλέπω πια βωμούς των θεών επάνω εις τα όρη μου και τους λόφους, πάρεξ τα γραφεία και τις μηχανές των Εταιρειών σας. Εκείνοι ήταν σημάδι λατρείας, σε σας δεν απόμεινε παρ’ η κατώτερη μορφή της σχέσης με τη Φύση: η εκμετάλλευση.
Έτσι καταστρέψατε την πρώτη, σεπτή κορυφή της Ακρόπολής μου, το Λυκαβηττό, τους έλικες που σχημάτιζε το περίγραμμά μου.
Πού είναι ο Κολωνός, τα κράτιστα γας έπαυλα;
Πού οι σπηλιές και τα θρονιά του Πανός;
Μα τι τ’ όφελος, η ύβρις μένει. Τίποτα πια δεν μπορεί να την απαλείψει, θα μείνει εις τον αιώνα. Τρισμέγιστη είναι η ενοχή μας. Κι όχι μονάχα απέναντι του εαυτού μας, μα έναντι της μνήμης των περασμένων, έναντι του μέλλοντος και έναντι όλων των λαών της οικουμένης.
Μα οι ανάγκες; Θα μου πείτε. Εκείνοι που βάζουν το ερώτημα ξέρουν πολύ καλά ότι δεν είναι η αδήριτη χρεία, αυτή καθεαυτή, η αιτία της καταστροφής. Η αιτία έγκειται στον τρόπο που ανεχθήκαμε να θεραπευθεί αυτή η χρεία.
Δημήτρης Πικιώνης
1954. (απόσπασμα)
No comments:
Post a Comment